Θα παγιδευόμασταν αν προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε την απόφαση για τον μπάτσο που σκότωσε τον 22χρονο τσιγγάνο Μαρίνο Χριστόπουλο ως μια στενά νομική υπόθεση. Ως μια υπόθεση ανθρωποκτονίας. Το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο. Εχει διαστάσεις πολιτικές και κοινωνικές που επικαλύπτουν και προσδιορίζουν τελικά τη δικαστική πτυχή.
Ας υποθέσουμε ότι ο δράστης δεν ήταν μπάτσος. Οτι ήταν και αυτός τσιγγάνος, όπως το θύμα. Υπάρχει περίπτωση να έφευγε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο με ποινή μικρότερη από ισόβια; Υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορούσε ελεύθερος με αναστολή εκτέλεσης της ποινής; Η απάντηση είναι όχι. Μάλιστα, όσο χαμηλότερα κοινωνικά θα ήταν ο δράστης τόσο πιο σκληρή θα ήταν η ποινική του μεταχείριση.
Ομως εδώ είχαμε τον τέλειο συνδυασμό. Το θύμα ένας νεαρός τσιγγάνος από το Ζεφύρι, που έκανε την αποκοτιά να μη σταματήσει στο αστυνομικό μπλόκο, και ο δράστης ένας μπάτσος της Αμεσης Δράσης, ο οποίος δεν είχε προσωπικά με το θύμα, δεν το γνώριζε, αλλά του «έτυχε η στραβή» κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του. Τα πραγματικά περιστατικά είναι γνωστά. Ο μπάτσος σήκωσε το πιστόλι, το κράτησε με τα δυο χέρια για να έχει σταθερότητα, σκόπευσε και πυροβόλησε κατευθείαν στο πίσω τζάμι του ημιφορτηγού. Γι’ αυτό και η σφαίρα διαπέρασε το μαξιλαράκι του καθίσματος και σφηνώθηκε στο κεφάλι του θύματος. Αν πυροβολούσε στον αέρα ή στα λάστιχα, η κίνησή του θα ήταν εντελώς διαφορετική. Δεν ήταν αυτό, λοιπόν, που οδήγησε το δικαστήριο στην αναγνώριση ελαφρυντικών, στην εξαιρετικά χαμηλή ποινή των 13 ετών και στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Ηταν το δίπολο τσιγγάνος-αστυνομικός.
Τσιγγάνος, δηλαδή πολίτης δεύτερης κατηγορίας, κοινωνικά απόβλητος και -γιατί όχι;- a priori ύποπτος για παράνομες δραστηριότητες. Αστυνομικός, δηλαδή άνθρωπος απροκατάληπτος, που ακόμα και όταν υπερβάλλει το κάνει στο πλαίσιο της δουλειάς του, που είναι κοινωνικά ωφέλιμη, αφού αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών. Το ελαφρυντικό έρχεται κατευθείαν στη σκέψη εκείνων που δικάζουν και το δίνουν με μοναδική ευκολία, εν αντιθέσει με άλλες περιπτώσεις που τα δικαστήρια αρνούνται ελαφρυντικά που είναι αυτονόητα.
Αν μιλούσαμε για ένα αμιγώς επαγγελματικό δικαστήριο, τα πράγματα θα ήταν εξαιρετικά απλά. Ομως η απόφαση πάρθηκε από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, στο οποίο πλειοψηφούν ένορκοι, δηλαδή πολίτες δικαστές που προκύπτουν από κλήρωση. Εχει σημασία να το σημειώσουμε αυτό, γιατί η συμπεριφορά των ενόρκων σε τέτοιες υποθέσεις αντανακλά τον κοινωνικό ρατσισμό και τις προκαταλήψεις που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα. Οι ένορκοι στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια έχουν «καθαρίσει» σκευωρίες της Ασφάλειας σε πολιτικές δίκες στο παρελθόν (γι’ αυτό και τους έχουν εξαιρέσει από τις σοβαρές πολιτικές δίκες). Στις περισσότερες υποθέσεις, όμως, που το πολιτικό υπόστρωμα δεν είναι προφανές, οι ένορκοι συμπράττουν σε νομικά και κοινωνικά τερατουργήματα, καθοδηγούμενοι από τις κοινωνικές δουλείες και προκαταλήψεις και από την περί δικαίου αντίληψη της αστικής κοινωνίας.