Σύσσωμος ο αστείος αστικός, ημιαστικός, ημιαγροτικός και βουκολικός τύπος λανσάρει επιμελώς ενορχηστρωμένα τα νέα πρότυπα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποδιοργάνωση της κυνωνίας. Φλογεροί υπερασπιστές του δικαιώματος στη διαφορά, επιβάλλουν τις απόψεις και τις εικόνες τους στα μέσα μαζικής χειραγώγησης και αποχαύνωσης. Υπερασπιστές της δικής τους και μόνον διαφοράς, που δύσκολα αναγνωρίζουν τέτοιο δικαίωμα στους άλλους και που σπάνια εμπνέονται από αισθήματα αλληλεγγύης για ό,τι δεν τους αφορά. Με περισσή σπουδή, σπεύδουν όχι μόνο να υπερασπιστούν τη διαφορά ή τη διαφθορά τους, αλλά και να περιφρονήσουν ο,τιδήποτε κινείται πέρα από το λαμπρό εγώ τους. Πώς αλλιώς εξηγείται η απουσία τους από κάθε άλλο πεδίο κοινωνικών διεκδικήσεων; Πώς αλλιώς εξηγείται η αδιαφορία τους για τα τεκταινόμενα έξω από το μικρό κυνωνικό τους συμπλεγματικό πλέγμα;
Εκείνοι που δεν υπερασπίστηκαν κανένα δικαίωμα, τώρα προβάλλουν σαν τιμητές των δικαιωμάτων και της ελεύθερης αυτοδιάθεσης. Αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν γύρω, κλείνοντας τα μάτια στην καταλήστευση της κοινωνίας, στην φίμωση και την ταφή της, στο ξήλωμα κεκτημένων και στον εμπαιγμό της από τους κρατούντες, βλέπουν μόνο τα δικά τους δικαιώματα και αγωνίζονται μόνο γι’ αυτά. Και συνήθως όχι ευθέως, αλλά με τον πλάγιο και ύπουλο τρόπο που οι κυνωνικά άμαχοι και οι ιδεολογικά αθεμελίωτοι γνωρίζουν (εξ ου και η λέξη “πουστιά”). Δημιουργώντας τη δική τους επίπλαστη κυνωνική συναίνεση, το δικό τους κατεστημένο. Ενα κατεστημένο που πλημμύρισε την κυνωνία με εικόνες σαν την παραπάνω και που επιβάλλει τη δική του άποψη, σε μια αισχρή αποθέωση του εγώ ενάντια στο εμείς, του “η ελευθερία σας πεθαίνει, ζήτω η δική μας”.
Πέρα όμως από την γκόμενα της κοπελίτσας και τον εραστή του παληκαριού, υπάρχουν πύρινα ερωτήματα που ζητούν απάντηση, φλέγοντα ζητήματα που αποδομούν τον κοινωνικό ιστό και πεδία δράσης από τα οποία όλοι τούτοι οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων απέχουν συνειδητά. Ο καιρός των διώξεών τους (που επικαλούνται σαν τους στριμώξεις) φαντάζει τόσο μακρινός! Τώρα πια είναι οριστικά απόντες από τα πεδία των διεκδικήσεων. Τώρα πια έχουν διεισδύσει στις εξουσιαστικές δομές, τώρα μπορούν να επιβάλλουν τις απόψεις τους μέσα από τη χρήση εξουσιαστικών μέσων και μεθόδων. Είναι πλέον εξουσία…
Η κατάσταση με τους εξωνημένους, τσαρλατάνους κονδυλοφόρους (για να χρησιμοποιήσουμε γνωστές παλιότερες εκφράσεις που δεν έχουν θαφτεί παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες), έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Ενας κατακλυσμός από σκουπιδοέντυπα έχει βουλιάξει την Θεσσαλονίκη (και σύμπασα την επικράτεια) στην αποχαύνωση και στον κρετινισμό. Ανοίγοντας ένα οποιοδήποτε αστικό έντυπο, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εξοργιστείς, αν φυσικά παραμένεις έστω και στοιχειωδώς ανθρώπινος και δεν έχεις ακόμα μετατραπεί σε «ακριβές φωτοαντίγραφο» νούμερο τάδε. Ενας οχετός έκκρισης απίστευτης αμάθειας και παραπληροφόρησης σε λούζει με τα πνευματικά λύματα των αρθρογράφων, τα οποία παράγονται, υπαγορεύονται και διοχετεύονται μέσα από την κεντρική δεξαμενή επεξεργασίας λυμάτων, την ορατή και αόρατη ξεπουλημένη εξουσία.
Εκποιημένα ανθρωπάρια γελούν και χαριεντίζονται με την κυνωνία, ακρωτηριάζοντας έντεχνα το όποιο ίχνος κριτηρίου και συντάσσοντάς την στις άμαχες, νωθρές στρατιές των θυμάτων μιας προκάτ πανάθλιας και χαλκευμένης «πληροφόρησης».
«Στην κρεμάστρα της δημοσιογραφίας ο εικοστός αιώνας» έγραφε πριν δυο δεκαετίες ο σπουδαίος και ξεχασμένος ποιητής Νίκος Καρούζος, συμπληρώνοντας: «Πότε τραχύς κρουνός βλακείας το γέλιο και πότε ωσάν χέσιμο». Κι είναι αυτό ακριβώς που βιώνει με την ενεργό ή μη συναίνεσή της η κυνωνία, όσο κι αν παριστάνει την ανυποψίαστη, την αμέτοχη ή και κάπου-κάπου την δυσαρεστημένη: Τον τραχύ κρουνό βλακείας και το χέσιμο.
Τα φύλλα των αστικών φυλλάδων μεταφέρουν με εξοργιστική ευλάβεια την ακρισία και την υποταγή. Το κάθε μεταλλαγμένο, λοβοτομημένο για δόξα και για φράγκα ανθρωποειδές, ο κάθε προσκυνημένος Νενέκος του δημόσιου βίου, ο κάθε Κουίσλινγκ και Τσολάκογλου της κατευθυνόμενης περιγραφής της επικαιρότητας, επιχρίζει με τους προδοτικούς κανόνες της εξαγοράς την πρόσοψη του κυνωνικού μαυσωλείου. Τόσο που να μην διακρίνεται πια το αίμα, τόσο που να έχει σχεδόν πειστεί η κυνωνία ότι «αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι από κέτσαπ».
Αφορμές για τέτοιες σκέψεις, δίνονται καθημερινά μέσα από τις σελίδες της κακοήθειας, της χαμέρπειας και της υποταγής. Δεκάδες άρθρα που μένουν αναπάντητα (ποιος να μπει στον κόπο; ποιος να εκτεθεί;), δεκάδες απόπειρες χειραγώγησης, δεκάδες πιστοποιητικά και δηλώσεις υποταγής από τα γραφικά κονδυλοφόρα σκυλάκια προς τα αφεντικά τους. Αμέτρητα μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση. Κι από κει και πέρα ένας αχανής χαβαλές, η μετατροπή του κυνωνικού τοπίου σε σάλα αναμονής πολυτελούς κομμωτηρίου ή σε καφενέ της ραστώνης, της απάθειας και του ωχαδερφίστικου χαριεντισμού. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καμιά αφύπνιση συνειδήσεων και για καμία μεταλαμπάδευση παιδείας κι επαναστατικού πνεύματος, αν δεν ξηλωθούν απ’ άκρου εις άκρο οι δήθεν αθώοι μηχανισμοί ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, οι κυβερνήτες της καθημερινότητας που δηλητηριάζουν και αποπροσανατολίζουν ακόμα κι όταν είναι σε διάλειμμα ή εκτός λειτουργίας.
Σε μια έστω και κατ’ επίφαση υγιή κοινωνία, όλα αυτά θα ήταν ένα κακόγουστο αστείο. Ομως, σε μια κυνωνία που νοσεί πασιφανώς βαθύτατα, σε μια κυνωνία που αυνανίζεται αυτάρεσκα ενώ την ίδια ώρα γκρινιάζει για την κατάντια της, σ’ αυτό τον σχιζοειδή συρφετό που ανέχεται να κατευθύνεται από σκατοέντυπα (με την tv δεν ασχολούμαστε ούτε για πλάκα) με έμβλημα την γονυκλισία και τον χαβαλέ, δεν πρέπει άλλο από το «καλά ακονισμένο τσεκούρι» της Κατερίνας Γώγου. Ενα τσεκούρι που αρχικά θα την αποκεφαλίσει, αφαιρώντας την κεφαλή-εξουσία. Και που αν διαπιστωθεί ότι ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση και σε άλλα μέλη, δεν θα διστάσει να τα ακρωτηριάσει, έτσι που κάποτε επιτέλους η γη να γίνει κόκκινη και η ζωή να φωνάξει «νίκησα», έστω και μια στιγμή πριν χαθεί οριστικά.
Θοδωρής Μπακάλης