Στην ίδια σελίδα μιας εφημερίδας («Ελευθεροτυπία», 3.5.05) δυο εκ διαμέτρου αντίθετες επιστημονικές προσεγγίσεις για το ίδιο ζήτημα: προξενούν ή όχι βλάβες οι πυλώνες υψηλής τάσης της ΔΕΗ, που περνούν μέσα από κατοικημένες περιοχές;
Ο Δ. Τσανάκας, διευθυντής του Εργαστηρίου Παραγωγής, Μεταφοράς, Διανομής και Χρησιμοποίησης Ηλεκτρικής Ενέργειας του Πολυτεχνείου της Πάτρας, διαβεβαιώνει ότι δεν τρέχει τίποτα. Γιατί; Διότι «για την εξαγωγή συμπερασμάτων, οι μέγιστες τιμές των πεδίων σε θέσεις προσιτές σε ανθρώπους πρέπει να συγκρίνονται με τις επιτρεπόμενες οριακές τιμές». Οι τιμές στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, για την οποία γινόταν η έρευνα της εφημερίδας, είναι χαμηλότερες από τα επιτρεπόμενα όρια που ισχύουν στην ΕΕ, άρα δεν τρέχει τίποτα.
Εδώ έχουμε την ψυχρή λογική του τεχνοκράτη απολογητή της εταιρίας (επί τη ευκαιρία, θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε αν ο ίδιος ο κ. Τσανάκας, το πανεπιστημιακό εργαστήριο που διευθύνει και οι συνεργάτες του έχουν ή είχαν οποιαδήποτε επαγγελματική σχέση με τη ΔΕΗ ή με υπεργολάβους της ΔΕΗ). Αυτά είναι τα όρια, είμαστε μέσα σ’ αυτά, δεν τρέχει τίποτα. Σ’ αυτή τη σύγκριση, βέβαια, δεν υπάρχει ίχνος επιστημοσύνης. Είναι κάτι που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε, συγκρίνοντας δυο αριθμούς. Στο ερώτημα, αν τα επιτρεπόμενα όρια εξασφαλίζουν την προστασία της υγείας, δεν υπεισέρχεται καν.
Αντίθετα, ο διευθυντής του τομέα Βιολογίας του Κυττάρου και Βιοφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθήνας Λ. Μαργαρίτης και ο διδάκτωρ Βιοφυσικής Δ. Παναγόπουλος, μιλούν καθαρά επιστημονικά: «Τα ισχύοντα όρια επιτρεπόμενης έκθεσης δεν έχουν θεσπιστεί με βάση σαφή γνώση των μηχανισμών δράσης των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στους ζωντανούς οργανισμούς, οι οποίοι ακόμη παραμένουν υπό διερεύνηση, αλλά περισσότερο έχουν θεσπιστεί με βάση πολιτικο-οικονομικά κριτήρια». Αναφέρουν τις τεράστιες διαφορές στα όρια που υπάρχουν από χώρα σε χώρα και πετούν το γάντι στους ανάλγητους τεχνοκράτες, αναφερόμενοι σε «μεγάλο πλήθος πειραμάτων και επιδημιολογικών μελετών που έχουν καταγράψει σοβαρές επιδράσεις με πεδιακές εντάσεις πολύ κάτω των ισχυόντων ορίων». Μάλιστα, «σύμφωνα με αρκετές επιδημιολογικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί από το 1979 έως σήμερα σε διάφορες χώρες της Βορείου Αμερικής και Ευρώπης, έχει διαπιστωθεί αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου σε πληθυσμούς που κατοικούν κοντά σε γραμμές μεταφοράς υψηλής τάσης (αποστάσεις έως 300 μέτρα), ιδιαίτερα σε μικρές ηλικίες».
Η άποψή τους είναι σαφής και στηριγμένη σε επιστημονικά δεδομένα, ενώ η πρώτη δεν στηρίζεται πουθενά, παρεκτός ένα θεσπισμένο όριο, που μπήκε γιατί έτσι βόλευε τις εταιρίες και τα κράτη. Γνωρίζουν τις τιμές εκπομπής των δικτύων τους και βάζουν τα επιτρεπόμενα όρια λίγο παραπάνω, για να μην αντιμετωπίσουν νομικό πρόβλημα (αγωγές για αποζημιώσεις κ.λπ.). Φυσικά, τις επιστημονικές μελέτες τις γράφουν κανονικότατα. Γιατί προκαλούν κόστος. Φανταστείτε να απαιτηθεί από τη ΔΕΗ να πάρει τα δίκτυα υψηλής τάσης μέσα από τις πόλεις.
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η προοδευτική επιστήμη είναι ανίσχυρη να επιβάλει τις απόψεις της. Αυτή μπορεί μόνο να βγάλει στο φως την αλήθεια. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των ανθρώπων που πλήττονται. Αυτοί πρέπει να βγουν στο δρόμο και να επιβάλουν λύσεις που θα προστατεύουν την υγεία τους.
Π.Γ.