Τρεις νεαροί ακτιβιστές εμπλέκονται άθελά τους στην απαγωγή ενός βιομήχανου και έρχονται αντιμέτωποι με τα δικά τους ερωτήματα και αμφιβολίες αλλά και με τον εκπρόσωπο μιας γενιάς που τώρα κατέχει τη δύναμη και το χρήμα, όμως το ‘68 συμμετείχε σε μαχητικές ενέργειες και στα ηγετικά κλιμάκια του SDS.
Τι είναι τελικά η ιστορία που διηγείται ο Χ. Βαϊνγκάρτνερ; Η αποδοχή της ήττας όσων ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; Η απολογία της λογικής ενσωμάτωσης; ‘Η μήπως μια ρεαλιστική προσέγγιση της παρούσας ιστορικής φάσης; Είναι βέβαιο ότι κάθε θεατής θα δει την ταινία αυτή μέσα από την οπτική γωνία της δικής του πολιτικής κουλτούρας.
Ομως, παρά το γεγονός ότι από τον Βαϊνγκάρτνερ λείπει το ταξικό κριτήριο και καθένας καταλαβαίνει πως μια δράση με ατομικά, περιθωριακά χαρακτηριστικά έχει μεγαλύτερες πιθανότητες ήττας από μια συλλογική δραστηριότητα, παρά ταύτα δεν του λείπουν οι καλές προθέσεις. Σε μια εποχή που οι ταξικές αντιθέσεις στην Ευρώπη (και όχι βέβαια σ’ άλλες ηπείρους) είναι αμβλυμένες και η αστική τάξη ηγεμονεύει ιδεολογικοπολιτικά, διανύοντας μια παρατεταμένη περίοδο σταθερότητας, οι βασικές ιδέες που προβάλλονται στην ταινία, όπως «οι επαναστατικές ιδέες επιζούν ακόμα και μιας ηττημένης επανάστασης» ή ότι «κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ», δείχνουν ασφαλώς καλή προαίρεση. Βέβαια, κάποιου είδους αφελής και απλουστευμένη προσέγγιση υπάρχει, όμως, σε γενικές γραμμές η γερμανική αυτή ταινία έχει κάτι να πει. Πέρα από το καλό στήσιμο, το σασπένς και τις ερμηνείες, είναι πάνω απ’ όλα μια πολιτική ταινία, απ’ αυτές που σπανίζουν στις μέρες μας. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο αξίζει να τη δείτε.