Αυτές τις μέρες, στο έκτακτο τρομοδικείο του Κορυδαλλού συζητιέται η πιο σοβαρή από τις ενστάσεις της υπεράσπισης των κατηγορούμενων. Αυτή που έχει κωδικοποιηθεί ως ένσταση για το «πολιτικό έγκλημα». Ζητά η υπεράσπιση να αποφασίσει το δικαστήριο, ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι δικαζόμενοι είναι πολιτικά, ότι έγιναν στο πλαίσιο της πολιτικής πάλης μιας επαναστατικής οργάνωσης, και για τούτο αρμόδιο να τα δικάσει είναι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα.
Μπορεί το αίτημα από τους συνηγόρους να επενδύεται αναγκαστικά με νομική επιχειρηματολογία, όμως η πολιτική του διάσταση είναι αυτή που υφέρπει και το σφραγίζει. Είναι ένα πολιτικό αίτημα, μολονότι υποβάλλεται σ’ ένα δικαστήριο. Και είναι αυτός ο πολιτικός του χαρακτήρας που το αναγορεύει σε κομβικό ζήτημα αυτής της δίκης.
Το μείζον πρόβλημα δεν είναι η εκδίκαση από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, μολονότι και αυτή έχει τη σημαντικότητά της για την ποινική πλευρά της δίκης. Οχι μόνο για εκείνους τους κατηγορούμενους που διεκδικούν την αθώωσή τους, αλλά και για εκείνους που έχουν δεχτεί τη συμμετοχή τους στην οργάνωση, όμως αντιμετώπισαν ένα υπερδιογκωμένο κατηγορητήριο, που δεν εδράζεται σε αποδείξες. Το μείζον πρόβλημα, κατά τη γνώμη μας, είναι μια άλλη πρόβλεψη του Συντάγματος. Αμνηστεία, αναφέρει το Σύνταγμα, μπορεί να υπάρξει μόνο για τα πολιτικά αδικήματα.
Βεβαίως, οι κατηγορούμενοι που διακηρύσσουν ότι είναι αθώοι, ότι δεν έχουν καμιά σχέση με την υπόθεση, δεν μπορούν να μιλούν για αμνηστεία. Ειδικά τώρα, ενόσω οι σε βάρος τους κατηγορίες κρίνονται σε δεύτερο βαθμό. Εκείνοι, όμως, που έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη για την (όποια) συμμετοχή τους στην οργάνωση, έχουν κάθε λόγο να διεκδικούν τον τιμητικό τίτλο του «πολιτικού αδικηματία». Και εμείς που είμαστε αλληλέγγυοι μ’ αυτούς έχουμε κάθε λόγο να ζητάμε από τώρα ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΥΣΗ γι’ αυτή την υπόθεση, πρώτο βήμα της οποίας είναι η αναγνώριση των αδικημάτων ως πολιτικών.
Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη ότι ένα τέτοιο δικαστήριο, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, θα δεχτεί αυτή την ένσταση. Η λεγόμενη αντικειμενική θεωρία τους δίνει τη δυνατότητα να αποφύγουν νομότυπα το βάρος της αλήθειας. Γι’ αυτό λέμε ότι το αίτημα είναι πολιτικό. Δεν απευθύνεται στενά σε ένα έκτακτο δικαστήριο, αλλά απευθύνεται στον ελληνικό λαό. Αυτός είναι που θα πει τον τελικό λόγο, αυτός είναι που θα απαιτήσει να δοθεί πολιτική λύση και να αποφυλακιστούν όσοι καταδικαστούν γι’ αυτή την υπόθεση, είτε έχουν αναλάβει πολιτική ευθύνη είτε έχουν αρνηθεί κάθε σχέση με την κατηγορία.
Η μεγάλη μάχη θα δοθεί μετά τη δίκη. Θα είναι μια μάχη πολιτική, μια μάχη ταξική. Μια μάχη για να κερδηθεί ο ελληνικός λαός από μας και όχι από τους φορείς της αστικής εξουσίας. Μια μάχη στην οποία φαινομενικά μόνο ξεκινάμε από μειονεκτική θέση. Γιατί στην ουσία ο ελληνικός λαός είναι μαζί μας. Ουδέποτε ο ελληνικός λαός αισθάνθηκε φόβο ή ανασφάλεια από τη δράση του αντάρτικου πόλης. Ουδέποτε τοποθετήθηκε απέναντι από τις ενέργειες των οργανώσεών του. Αντίθετα, πολλές φορές είπε το «γεια στα χέρια τους», πολλές φορές αισθάνθηκε δικαιωμένος από τη δράση τους. Αυτό είναι το μεγάλο μας πλεονέκτημα σ’ αυτόν τον αγώνα. Ενα πλεονέκτημα που δεν έχουμε αξιοποιήσει όπως πρέπει, για να μην πούμε ότι δεν το αξιοποιήσαμε καθόλου. Καιρός είναι, λοιπόν.
Π.Γ.