Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν μετά την προσευχή της Παρασκευής 27 Μαΐου στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου και σε άλλες πόλεις της χώρας για να διαμαρτυρηθούν για τον αργό ρυθμό των πολιτικών μεταρρυθμίσεων και να απαιτήσουν την επίσπευση των δικών σημαντικών παραγόντων του καθεστώτος Μουμπάρακ.
Τη συγκέντρωση είχαν καλέσει πολλές οργανώσεις και συλλογικότητες, κυρίως νεολαιίστικες, όπως το Κίνημα της Νεολαίας 6ης Απρίλη, ο Συνασπισμός της Νεολαίας της Επανάστασης, η Al – Masry Al – Hurr, η Καμπάνια ΕλΜπαραντέι, το Αιγυπτιακό Κίνημα για την Αλλαγή και το Κίνημα Maspero Copts, και την ονόμασαν «δεύτερη μέρα οργής». Η πρώτη «μέρα οργής» ήταν η 27η Ιανουαρίου, όταν οι διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ έδωσαν πολύωρη σκληρή μάχη με τις ορδές των τραμπού-κων που έστειλε η κυβέρνηση Μουμπάρακ εναντίον τους και κατάφεραν να κρατήσουν την πλατεία.
Τρεις μήνες μετά την παραίτηση Μουμπάρακ, η δυσαρέσκεια για την πολιτική του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου που κυβερνά τη χώρα μεγαλώνει και οι διαδηλωτές ζητούν τη συγκρότηση πολιτικού προεδρικού συμβουλίου που θα εποπτεύει τη διαδικασία για τις εκλογές, νέο σύνταγμα, άμεση παραπομπή σε δίκη όσων ευθύνονται για τις δολοφονίες των 840 διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης και για τη διαφθορά και την κακοδιαχείριση του καθεστώτος Μουμπάρακ και αποπομπή όσων ανθρώπων του καθεστώτος παραμένουν σε διευθυντικές θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς και πανεπιστήμια.
Εντονες αντιδράσεις προκάλεσε η στάση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία συντάχτηκε με το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο. Το τελευταίο, με ανακοίνωση στην ιστοσελίδα του, προειδοποίησε ότι η η διαδήλωση της «δεύτερης μέρας οργής» οργανώθηκε από «ύποπτα στοιχεία που προσπαθούν να προκαλέσουν ρήξη ανάμεσα στο λαό και στο στρατό» και παράλληλα ανακοίνωσε την παραπομπή σε δίκη του Μουμπάρακ και των δύο γιων του, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη μαζική συμμετοχή στη διαδήλωση της 27ης Μαΐου. Πολύτιμος αρωγός του σ’ αυτή την προσπάθεια υπήρξε η Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία τάχθηκε ενάντια στη διαδήλωση και σε ανακοίνωσή της, μεταξύ άλλων, έθεσε το ερώτημα «Εναντίον ποιων στρέφεται η οργή τώρα;». Και πρόσθεσε: «Το κάλεσμα σε διαμαρτυρία τώρα μπορεί να σημαίνει μόνο ότι η οργή στρέφεται εναντίον του ίδιου του λαού ή του στρατού».
Σε μια άλλη ανακοίνωσή της κατηγόρησε «τους κομμουνιστές και τους κοσμικούς ότι προσπαθούν να καταστρατηγήσουν τη θέληση του λαού καλώντας για αναβολή των βουλευτικών εκλογών». Σημειωτέον ότι μετά την παραίτηση Μουμπάρακ, πολλές πολιτικές δυνάμεις και συλλογικότητες έχουν ζητήσει την αναβολή των εκλογών για να μπορέσουν να οργανωθούν καλύτερα. Διαφορετικά, η Μουσουλμανική Αδελφότητα και τα απομεινάρια του κόμματος του Μουμπάρακ θα κυριαρχήσουν στη βουλή. Γι’ αυτό και η Μουσουλμανική Αδελφότητα τάσσεται ενάντια στην αναβολή των εκλογών και καλωσόρισε την απόφαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου να προκηρύξει τις εκλογές το Φθινόπωρο.
Η στάση της ηγεσίας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και μέσα στις γραμμές της, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του αιγυπτιακού τύπου. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας να αποτρέψει τη συμμετοχή της νεολαιίστικης οργάνωσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας συμμετείχε στη διαδήλωση της 27ης Μαΐου. Το ίδιο και δύο ηγετικά στελέχη της νεολαίας και εκπρόσωποί της στο Συνασπισμό της Νεολαίας της Επανάστασης. Την επόμενη μέρα, ο Γενικός Γραμματέας της Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μαχμούντ Χουσεΐν ανακοίνωσε ότι αποσύρονται οι εκπρόσωποι της νεολαίας από το Συνασπισμό και αναστέλλεται η συμμετοχή της σ΄αυτόν.
Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν επίσης στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ, στο Πορτ Σάιντ, στην Ισμαΐλια, στη Φαγιούμ, στη Μανσούρα, στο Λούξορ και στο Ασουάν.
Η μεγάλη συμμετοχή στις διαδηλώσεις της 27ης Μαΐου, παρά τη σφοδρή αντίθεση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, δείχνει ότι το πνεύμα της λαϊκής εξέγερσης παραμένει ζωντανό. Γεγονός που δυσκολεύει τις κινήσεις του κυβερνώντος Στρατιωτικού Συμβουλίου και το αναγκάζει άλλοτε να ελίσσεται και άλλοτε να κάνει κάποιες υποχωρήσεις για να μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση προς όφελος των συμφερόντων της αστικής τάξης, σημαντικό τμήμα της οποίας είναι η στρατιωτική κάστα. Ετσι, μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις της 27ης Μαΐου, σε ένδειξη καλής θέλησης, κάλεσε σε διάλογο όλες τις νεολαιίστικες συλλογικότητες, καθεμιά από τις οποίες έπρεπε να στείλει 10 εκπροσώπους στη συνάντηση με τη στρατιωτική ηγεσία την 1η Ιουνίου. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, δεν είναι γνωστή η έκβαση της συνάντησης, όμως οι περισσότερες οργανώσεις εξέφρασαν εξαρχής την αντίθεση ή τον σκεπτικισμό τους για τη σκοπιμότητα της συνάντησης και την όποια δυνατότητα διατύπωσης απόψεων σε μια μάζωξη 1.000 περίπου εκπροσώπων. Μάλιστα μια από τις μεγαλύτερες συλλογικότητες, ο Συνασπισμός Νεολαίας της Επανάστασης, ανακοίνωσε ότι εμμένει στην απόφαση που πήρε να παγώσει κάθε διάλογο με τη στρατιωτική ηγεσία μετά τη βίαιη διάλυση από τη στρατιωτική αστυνομία της διαδήλωσης της 9ης Απριλίου στην πλατεία Ταχρίρ, θέτοντας ως όρο για συμμετοχή στο διάλογο τη διερεύνηση του περιστατικού από το στρατό και τον τερματισμό των δικών πολιτών από στρατιωτικά δικαστήρια
Στο μεταξύ, στις μαζικές συλλήψεις, στους ξυλοδαρ- μούς και στα βασανιστήρια που κατηγορείται ότι διέπραξε ο στρατός κατά τη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης αλλά και μετά την παραίτηση Μουμπάρακ, προστίθενται τώρα οι «έλεγχοι παρθενιάς». Το εξευτελιστικό αυτό βασανιστήριο κατήγγειλε για πρώτη φορά η Διεθνής Αμνηστεία σε ανακοίνωσή της μετά τη βίαιη διάλυση της διαδήλωσης στην πλατεία Ταχρίρ στις 9 Μαρτίου. Στην ανακοίνωση αυτή παραθέτει 17 περιπτώσεις διαδηλωτριών που συνελήφθηκαν, βασανίστηκαν, ακόμη και με ηλεκτροσόκ, και εξαναγκάστηκαν να υποστούν έλεγχο παρθενιάς. Οι αιγυπτιακές αρχές διέψευσαν την καταγγελία, την επιβεβαίωσε όμως ένας στρατηγός σε συνέντευξή του στο CNN στις 31 Μαΐου, λέγοντας: «Τα κορίτσια που συνελήφθηκαν δεν ήταν σαν την κόρη σας ή τη δική μου. Αυτά ήταν κορίτσια που είχαν κατασκηνώσει με άντρες διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ και βρήκαμε στις σκηνές βόμβες μολότοφ και ναρκωτικά. Δεν θέλαμε να πούνε ότι κακοποιήθηκαν σεξουαλικά ή βιάστηκαν. Θέλαμε να αποδείξαμε ότι δεν ήταν παρθένες και δεν ήταν καμιά απ’ αυτές».