Αγαπημένα μου παιδιά κι εσείς ανταρτοπαίδια, καθίστε να σας διηγηθώ τούτο το παραμύθι.
Δεν έχει δράκο κι αετούς, νεράιδες και γοργόνες, μόνο έχει «βλήματα» πολλά και τρωκτικά και λίρες,
«εγκέφαλους» και ίντριγκες, σασπένς και λαμακίες που θα μας φύγουν τα μαλλιά. Καθίστε και ακούστε.
Σαρανταπέντε πράκτορες κι εξήντα παπαγάλοι τρία χρόνια γυρεύανε το σαρανταπεντάρι,
τρία τη γραφομηχανή και τρία τη σφραγίδα, τρία εδώ, τρία εκεί και τρία παραπέρα
και τρία χρόνια σκάλιζαν κλειδιά και κάτι γόπες, ώσπου στο τέλος μπούχτισαν κι είπαν να μαγειρέψουν.
Κι από την μπόχα άνοιξαν τα τρομοπαραθύρια κι αγνάντευαν σαν τις γριές ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει,
ποιος ήρθε και ποιος έφυγε, ποιος πέρασε, πού πάει. Μάθανε τι ‘ναι DNA, μάθανε τον Δαρβίνο,
πλουτίσανε τις γνώσεις τους και γίνανε «κεφάλια», εκείνοι που δεν ήξεραν πέντε σειρές να γράψουν.
Τηράν’ ζερβά, τηράν’ δεξιά, κοιτάζουν και στο μέσον, σπουδάζουνε τον Κάρολο με τα πολλά τα γένια,
μα απ’ έναν άλλο Κάρολο που Charles τον εφωνάζαν παίρνουν χαρτιά κι ονόματα, φώτα και κατευθύνσεις.
Και τότε ένας κότσυφας που ζούσε στα υπόγεια, τσουρομαδιέται κλαίγοντας κι όλο αναρωτιέται:
Πού ‘ναι η Αννα άραγε κι ο Πάρκινσον πού είναι, γίναν’ σαν την Περιμπανού, ποιος τάχα τους θυμάται
στον κόσμο τον αδιάφορο, στον κόσμο τον μεγάλο. Πράκτορες βοηθήστε μας, βοήθεια παπαγάλοι.
Ποιος ήτανε διευθυντής και ποια η γραμματέας, των δημοσίων σχέσεων ποιος είχε το γραφείο,
ποιος έπαιρνε τις συνδρομές, τι έγιναν τα ρούβλια, ποιο το παιδί για τις δουλειές και πού το κυλικείο,
γιατί δεν μας υπέβαλαν κατάσταση ενσήμων; Εδώ έχουμε εγκλήματα του εργατικού δικαίου,
κέρδη αφορολόγητα γίναν’ καπνοσακούλες (για τα λεφτά της Ριανκούρ – άσχετο – μην σκαλίζεις,
αν θες συνέχεια μ’ αυτά βγάλε νέα κονδύλια, να ξαναβγούμε στο κλαρί, να φάμε και να πιούμε).
Σαρανταπέντε πράκτορες άκουγαν το κοτσύφι και παπαγάλοι εξήκοντα, όσα ‘ναι και τα χρόνια
απ’ τον εμφύλιο ως εδώ κι ακόμα παραπέρα, την ιστορία απ’ την αρχή θέλουν να ξαναγράψουν.
«Πρώτα να πάμε τα κλειδιά, αργότερα τις γόπες. Μετά έχουμε Πόντιο, ύστερα Θεολόγο
κι ως τότε κάτι θα βρεθεί, ο διάολος να πάρει».
Μα άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα του Ούγκο Τσάβες, άλλο το γάλα του πουλιού κι άλλο η γαλοπούλα
για να μην τα πολυλογώ, ο κόσμος δεν μασάει κι έτσι τα μαγειρέματα τελειωμό δεν είχαν
κι η σάλτσα όλο δεν έδενε, έκοβε το σιρόπι κι οι πράκτορες με τα πουλιά μαδούσαν τα φτερά τους.
Κι η ιστορία πάει μακριά, μα η καλή μας μούσα
θα γράψει τη συνέχεια με τον καινούργιο χρόνο.
Και τώρα συγχωρείστε με, κάποιος χτυπάει την πόρτα,
«ποιος είναι;» «Μαίρη» λέει αυτή, «Mary, who?» «Merry Christmas»!
Ο αριστερός τάρανδος
του κόκκινου Santa Claus