Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες της χρονιάς, ο «Κρυμμένος» προεκτείνει τον κινηματογραφικό στοχασμό του Μίκαελ Χάνεκε πάνω στη βία και την εικόνα-αναπαράσταση-πρόσληψή της από τα ΜΜΕ και τις αποκοιμισμένες συνειδήσεις των πολιτών της ευημερούσας Δύσης. Μια από τις ελάχιστες σήμερα ταινίες που δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό τους ως πολιτικές, ο «Κρυμμένος» εμπνέεται από τη σφαγή των αλγερινών μεταναστών στη Γαλλία του 1961, ένα από τα αναρίθμητα πολιτικά εγκλήματα του 20ού αιώνα που η γενέτειρα του Διαφωτισμού αρνούνταν να συζητήσει επί 40 χρόνια, και αποδομεί αριστοτεχνικά την εύθραυστη υπόσταση της στερεοτυπικά ευτυχισμένης μεσοαστικής οικογένειας.
Οι καταχωνιασμένες στο υποσυνείδητο τύψεις ενός τηλεοπτικού παρουσιαστή για ένα σκοτεινό γεγονός της παιδικής του ηλικίας γίνονται στον «Κρυμμένο» το νήμα μιας αλληγορίας για την απωθημένη ενοχή και την επιλεκτική μνήμη των δυτικών κοινωνιών -«σε όλες τις χώρες υπάρχουν σελίδες ιστορίας που οι πολίτες της τείνουν να ξεχνούν», σημειώνει ο σκηνοθέτης, ενώ η πρωταγωνίστριά του, Ζιλιέτ Μπινός, συμπληρώνει ότι «η κοινωνική αλλοτρίωση είναι σύνθετο φαινόμενο για να εξηγηθεί εδώ, αλλά πρέπει να αναζητήσουμε την ευθύνη και στην καθημερινή μας αδιαφορία».
Το θρίλερ, το οποίο ως κινηματογραφικό είδος δικαιώνεται στις ταινίες του Χάνεκε ως η πλέον κατάλληλη δομή πολιτικής μυθοπλασίας, φτάνει στον «Κρυμμένο» σε κάποιες από τις καλύτερες στιγμές του. Ο θεατής, καλείται με τη σειρά του να εγκαταλείψει το ρόλο του αθώου ή αμέτοχου καταναλωτή εικόνων και να προετοιμαστεί να λάβει μια θέση που συνήθως του στερούν: αυτή του κριτικού παρατηρητή που αντιδρά, ενοχλείται και αναζητά ενεργά απαντήσεις.