Πριν λίγο καιρό, συντάκτης της «Κ», μιλώντας με γραφειοκράτη συνδικαλιστή της Coca Cola και επιπλήττοντας τη διοίκηση του σωματείου για το ξεπούλημα των αιτημάτων και την αποδοχή των απολύσεων, είχε εισπράξει την απάντηση: «Και τι να κάνουμε εμείς, όταν αυτοί (δηλαδή οι εργάτες) πήραν τις απολύσεις και το μπόνους που τους έδωσε η εταιρία και έφυγαν;».
Την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύσαμε ρεπορτάζ για το «δούλεμα» που επιχειρείται να γίνει στους εργάτες της Κεράνης. Οταν ο συντάκτης της «Κ» ανέπτυξε τις σκέψεις του για τη λύση που σερβίρεται στους εργάτες, εισέπραξε από τον Πολυζωγόπουλο την απάντηση: «Βρες εσύ άλλη λύση»!
Κάπως έτσι παρουσίασε τα πράγματα ο Πολυζωγόπουλος και στη συνεδρίαση της διοίκησης της ΓΣΕΕ, στην οποία επικυρώθηκε η συμφωνία για τη νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας: «Δε μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι καλύτερο με τους σημερινούς συσχετισμούς».
Πρόκειται για ένα σχετικά νέο χαρακτηριστικό του επαγγέλματος «συνδικαλιστής». Να φορτώνει στον εργαζόμενο την ευθύνη για τα ξεπουλήματα και ο ίδιος να αίρεται υπεράνω κάθε κατάστασης. Οπως ένας δικηγόρος σηκώνει τις πλάτες του μπροστά στον πελάτη του που μόλις έχασε μια δίκη: «Εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο». Γι’ αυτό μιλάμε για επαγγελματίες του συνδικαλισμού. Γιατί θεωρούν τον εαυτό τους ως κάτι έξω από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Σαν να ‘ναι απλά κάποιοι που πληρώνονται για να μεσολαβούν ανάμεσα σε εργαζόμενους και αφεντικά. Το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ταξικών ανταγωνισμών (σ’ αυτό το επίπεδο, το «οικονομικό») έχει μετατραπεί σε ένα είδος δικαστήριου, στο οποίο διασταυρώνουν τα ξίφη τους εντολοδόχοι.
Αυτό είναι το μοντέλο του αστικοποιημένου γραφειοκράτη συνδικαλιστή, που διαφέρει αισθητά από τον παλιό ρεφορμιστή γραφειοκράτη συνδικαλιστή. Εκείνος διεκδικούσε, οριοθετώντας τα μέσα πάλης έτσι που να φτάνουν μέχρι τα όρια της αστικής νομιμότητας. Διεκδικούσε, πάντως, και ορισμένες φορές έπαιρνε και ρίσκα προσωπικά. Και βέβαια, αντλούσε δύναμη από τους εργαζόμενους. Από τις συνδικαλιστικές διαδικασίες. Επαιρνε -αναγκαστικά- το ρίσκο της έκθεσης. Δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ο αστικοποιημένος επαγγελματίας συνδικαλιστής δεν εκτίθεται. Φροντίζει να αποφεύγει την επαφή με τους «εντολείς» του. Η επαφή διαμεσολαβείται από την κάλπη. Κι εκεί που αναγκαστικά έρχονται σε επαφή με τη βάση (στο πρωτοβάθμιο επίπεδο) συμπεριφέρονται πλέον σαν τους παλιούς εργοδοτικούς συνδικαλιστές. Εχουν την κάλυψη της εταιρίας, έχουν προνόμια (η τεμπελιά το μεγαλύτερο απ’ αυτά) και φροντίζουν να το δείχνουν, για να μην αμφισβητούνται από «ζωηρούς» εργαζόμενους, οι οποίοι πρέπει να αισθάνονται την απειλή της απόλυσης, έτσι και η «ζωηράδα» τους προσπαθήσει να διασαλεύσει την «τάξη» του πειθαρχημένου συνδικαλισμού που εξασφαλίζει την εργασιακή ειρήνη στην επιχείρηση.
Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, με αγώνες και διώξεις πρωτοπόρων εργατών τσακίστηκε το οικοδόμημα του παλιού εργατοπατερικού συνδικαλισμού. Μια ανάλογη εποχή πρέπει ν’ ανοίξει τώρα, για το τσάκισμα του νέου εργατοπατερισμού.
Π.Γ.