Μετά τη Φαλούτζα, τη Χαντίθα, την Αλ – Κάιμ, τη Σαμάρα, τη Μπαλάντ, οι Αμερικάνοι είναι έτοιμοι να μετατρέψουν σε ερείπια και το Ραμάντι, την πρωτεύουσα της επαρχίας Ανμπάρ, που αποτελεί την καρδιά της ιρακινής αντίστασης. Το σκηνικό έχει στηθεί και είναι ζήτημα χρόνου η κορύφωση της μεγάλης επίθεσης, που έχει ήδη αρχίσει. Η τακτική είναι γνωστή: περικύκλωση, απομόνωση και καταστροφή.
Η πόλη έχει περικυκλωθεί από αμερικάνικα και ιρακινά στρατεύματα και έχει αποκλειστεί με τείχος από σάκους άμμου. Τις τελευταίες μέρες οι αμερικάνικες και ιρακινές δυνάμεις που πολιορκούν την πόλη ενισχύθηκαν με 1.500 αμερικάνους στρατιώτες που μεταφέρθηκαν από το Κουβέιτ, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί κατοικημένων περιοχών αυξάνονται, ενώ τα μεγάφωνα καλούν τον πληθυσμό να την εγκαταλείψει το συντομότερο ενόψει της επικείμενης σφοδρής επίθεσης. Η ζωή έχει γίνει κόλαση. Εδώ και βδομάδες δεν υπάρχει νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, δεν επιτρέπεται ο εφοδιασμός με φάρμακα και τρόφιμα και οι υπηρεσίες δεν λειτουργούν.
Η επαρχία Ανμπάρ και ιδιαίτερα το Ραμάντι, με 400.000 πληθυσμό, είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αμερικάνικες δυνάμεις κατοχής. Να πως παρουσιάζουν, μεταξύ άλλων, την κατάσταση στην πόλη σε σχετικό άρθρο τους οι «Los Angeles Times» (11/6/06): «Γενικά, η Ανμπάρ ελέγχεται από τρομοκρατικές ομάδες. Η επαρχιακή διοίκηση δεν έχει καμιά εξουσία. Τα υπουργεία Εσωτερικών και Αμυνας δεν έχουν καμιά επιρροή εκεί», μας είπε ο Σεϊκ Γιασίν Γκαούντ, αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, υπεύθυνος για τις δυτικές επαρχίες.
«Μετά την επίθεση στη Φαλούτζα, οι Αμερικάνοι προσπάθησαν να καταστείλουν την εξέγερση στο Ραμάντι με ένα συνδυασμό πολιτικών ελιγμών και συνεργασίας με τοπικούς φύλαρχους για να ξεριζώσουν τους ξένους μαχητές.
Ομως το σχέδιο αυτό απέτυχε παταγωδώς. Οι άνθρωποι που τόλμησαν να συνεργαστούν με τους Αμερικάνους και να μιλούν ενάντια στο Ζαρκάουι και τους υποστηριχτές του έμαθαν γρήγορα ότι ο αμερικάνικος στρατός δεν μπορούσε να τους προστατέψει. Οι αντάρτες σκότωσαν 70 νεοσύλλεκτους αστυνομικούς τον περασμένο Γενάρη και εκτέλεσαν τουλάχιστον 6 φύλαρχους από τότε.
Το Ραμάντι έχει γίνει μια πόλη όπου οι αντιαμερικάνοι αντάρτες επιχειρούν ανοιχτά και οι τοπικοί γραφειοκράτες φοβούνται να γνωστοποιήσουν τα αξιώματά τους από φόβο μήπως δολοφονηθούν… Τα κυβερνητικά γραφεία στο κέντρο του Ραμάντι, ένα οχυρωμένο συγκρότημα όπου ο κυβερνήτης συγκαλεί τις συσκέψεις με αμερικάνους αξιωματούχους και τοπικούς φύλαρχους, δέχονται πυρά και επιθέσεις με όλμους καθημερινά. Ενώ οι αμερικάνοι ελεύθεροι σκοπευτές στριμώχνονται κάτω από δίχτυ παραλλαγής σε οροφές κτιρίων, άντρες με μάσκες σκι στα πρόσωπα εμφανίζονται ξαφνικά από τα απέναντι παράθυρα και τους πυροβολούν με Καλάσνικοφ».
Οι μνήμες από την πολιορκία και την καταστροφή της Φαλούτζα είναι ζωντανές για τους κατοίκους του Ραμάντι, πολλοί από τους οποίους έχασαν συγγενείς τους εκεί. Ενόψει της επικείμενης μεγάλης επίθεσης, χιλιάδες εγκαταλείπουν την πόλη. Απ’ αυτούς, εκατοντάδες οικογένειες που προσπάθησαν να καταφύγουν στη Βαγδάτη, τις σταμάτησαν σ’ ένα φυλάκιο ελέγχου στα δυτικά όρια της πόλης και αναγκάστηκαν να φύγουν. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν το Ραμάντι δεν έχουν ούτε σκηνές, ούτε τρόφιμα, ούτε κανενός είδους βοήθεια και οι περισσότεροι ούτε μέρος να πάνε. Ωστόσο, πολλοί είναι και αυτοί που παραμένουν στην πόλη, γιατί δεν μπορούν να φύγουν είτε γιατί είναι πολλοί φτωχοί, είτε γιατί δεν έχουν ή δεν μπορούν να βρουν μέσο μεταφοράς, είτε γιατί θέλουν να περιφρουρήσουν τα σπίτια τους, γιατί είναι το μόνο που τους έχει μείνει.
Κι ενώ η μεγάλη επίθεση που θα μετατρέψει σε ερείπια την πόλη του Ραμάντι είναι ζήτημα χρόνου, οι Αμερικάνοι έχουν επιβάλει μπλακάουτ στην ενημέρωση, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Οι δημοσιογράφοι είναι αποκλεισμένοι από το Ραμάντι, ακόμη και αυτοί που σε άλλες περιπτώσεις ακολουθούν τα αμερικάνικα στρατεύματα και μεταφέρουν την κατευθυνόμενη από τις αρχές κατοχής πληροφόρηση. Γι’ αυτό και οι πληροφορίες είναι ελάχιστες και μόνο από κάποιες πηγές μέσα από την πόλη ή από πρόσφυγες.
Στο μεταξύ, από την περασμένη Τετάρτη,14 Ιουνίου, βρίσκεται σε εξέλιξη η μεγαλύτερη επιχείρηση καταστολής στη Βαγδάτη, με το κωδικό όνομα «Προχωρώντας μπροστά μαζί», στην οποία παίρνουν μέρος 75.000 περίπου αμερικάνοι και ιρακινοί στρατιώτες. Στα πλαίσια της επιχείρησης αυτής επιβάλλεται απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 21.00 – 06.00 καθημερινά και απαγόρευση της κυκλοφορίας αυτοκινήτων για 4 ώρες το μεσημέρι της Παρασκευής που οι Μουσουλμάνοι προσεύχονται στα τζαμιά. Δεν επιτρέπεται στους πολίτες να φέρουν μαζί τους όπλα όταν βρίσκονται έξω από το σπίτι. Αυξάνονται οι περιπολίες, τα σημεία ελέγχου και οι έρευνες στα σπίτια. Η χρονική διάρκεια της επιχείρησης δεν έχει προσδιοριστεί, ωστόσο είναι βέβαιο ότι αυτά τα μέτρα καταστολής δεν μπορούν να παραταθούν για πολύ και να αποδώσουν τα αναμενόμενα. Αλλωστε, μια ανάλογη επιχείρηση, με το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Αστραπή» και με τη συμμετοχή 40.000 ιρακινών και αμερικάνων στρατιωτών και την υποστήριξη πολεμικών αεροσκαφών, είχε πραγματοποιηθεί το Μάιο του 2005, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, οι επιθέσεις συνέχισαν να αυξάνονται και η αντίθεση πολλών Σουνιτών στις δυνάμεις κατοχής και στην ιρακινή κυβέρνηση μεγάλωσε, γιατί οι γειτονιές τους κυρίως έγιναν στόχος των μέτρων καταστολής.
Στην ουσία, η επιχείρηση αυτή αποτελεί κυρίως επίδειξη αποφασιστικότητας και πυγμής του νέου ιρακινού πρωθυπουργού Αλ – Μαλίκι, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος και την εξόντωση του Ζαρκάουι, θέλει να δείξει ότι η νέα κυβέρνηση είναι σε θέση να πάρει την τύχη της χώρας στα χέρια της και να πατάξει τους «τρομοκράτες».Φυσικά, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και πολύ γρήγορα θα βάλει κάθε κατεργάρη στη θέση του.
Είχε προηγηθεί μια μέρα νωρίτερα η επίσκεψη Μπους στη Βαγδάτη σε μια προσπάθεια να δείξει ότι με το θάνατο του Ζαρκάουι και την ολοκλήρωση του σχηματισμού της νέας ιρακινής κυβέρνησης έξι μήνες μετά τις εκλογές σημειώνεται πρόοδος στο Ιράκ, με στόχο να αναστηλώσει το κύρος του στην αμερικάνικη κοινή γνώμη.