Σε παταγώδη αποτυχία, όπως ομολογούν οι εμπνευστές τους, καταλήγουν τρεις σημαντικές επιχειρήσεις που είχαν ξεκινήσει με βαρύγδουπες δηλώσεις το τελευταίο διάστημα οι Αμερικάνοι και η δωσιλογική ιρακινή κυβέρνηση, τόσο στο μέτωπο της καταστολής της ιρακινής αντίστασης όσο και στο μέτωπο της προπαγάνδας.
Η πρώτη, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση προχωρώντας μαζί», είχε παρουσιαστεί ως μια γιγάντια επιχείρηση καταστολής της ιρακινής αντίστασης στη Βαγδάτη, με τη συμμετοχή 75.000 Αμερικάνων και Ιρακινών στρατιωτών και τη δημιουργία εκατοντάδων νέων σημείων ελέγχου στην ιρακινή πρωτεύουσα, με απαγορεύσεις στην κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων, με επιδρομές σε σπίτια και επιθέσεις σε υποτιθέμενα κρησφύγετα ανταρτών.
Ομως τα σκληρά μέτρα καταστολής όχι μόνο δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα σημειώθηκε αύξηση των επιθέσεων, όπως παραδέχτηκε ο αμερικάνος στρατηγός Τζέφρι Σνόου σε συνέντευξή του στις 30 Ιουνίου στη Βαγδάτη.
Την ίδια τύχη είχε και η επιχείρηση «Σχέδιο Εθνικής Συμφιλίωσης», τα βασικά σημεία του οποίου προβλέπουν χορήγηση αμνηστίας σε μαχητές που δεν είχαν εμπλακεί σε επιθέσεις εναντίον Ιρακινών και των δυνάμεων κατοχής και την απελευθέρωση φυλακισμένων που δεν κατηγορούνται για σοβαρά αδικήματα και ανάμειξη στην ένοπλη αντίσταση. Αφήνει ασαφές το ζήτημα της αντιμετώπισης των σιιτικών πολιτοφυλακών, τμήματα των οποίων συμμετέχουν στα αποσπάσματα θανάτου, και δεν κάνει καμιά αναφορά στο ζήτημα της κατοχής ή σε κάποιο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των κατοχικών δυνάμεων.
Οπως ήταν επόμενο, έντεκα οργανώσεις της ιρακινής αντίστασης, μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτερες και πιο δραστήριες, με ανακοίνωσή τους το απέρριψαν πριν ακόμη δοθεί επίσημα στη δημοσιότητα. Την ίδια θέση υιοθέτησε και ο Σύνδεσμος Μουσουλμάνων Κληρικών, που το χαρακτήρισε άνευ σημασίας και ως άσκηση δημόσιων σχέσεων. Ακολούθησε στις 2 Ιουλίου συνέντευξη στο Αλ Τζαζίρα εκπροσώπων από τον «Ισλαμικό Στρατό» και από τις «Ταξιαρχίες της επανάστασης του 1920», από τις ισχυρότερες ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις, που δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι «η αντίσταση έχει αταλάντευτη στάση αντίστασης στην κατοχή, ότι όλες οι ομάδες της αντίστασης έχουν απορρίψει το κυβερνητικό σχέδιο γιατί δεν αναφέρεται στο ζήτημα της κατοχής και ότι δεν έχουν ακούσει ποτέ τα ονόματα των αντιστασιακών οργανώσεων, που παρουσιάζονται ότι συμφωνούν με το σχέδιο». Ετσι, ελάχιστες μέρες μετά τη δημοσιοποίησή του ένας ακόμη προπαγανδιστικός ελιγμός των Αμερικάνων και των ιρακινών λακέδων τους εξελίχτηκε σε μεγάλο φιάσκο.
Η τρίτη επιχείρηση είναι η προπαγάνδα που στήθηκε πάνω στο πτώμα του Ζαρκάουι. Λευκός Οίκος και ιρακινή κυβέρνηση, για ευνόητους λόγους, την παρουσίασαν ως τεράστια επιτυχία τους, ως ισχυρότατο πλήγμα στο δίκτυο της τρομοκρατίας. Σε λιγότερο από ένα μήνα τους διέψευσε ο ίδιος ο αμερικάνος πρεσβευτής στο Ιράκ Ζαλμάι Κάλιλζαντ, ο οποίος στις 4 Ιουλίου δήλωσε ότι «η δολοφονία του Ζαρκάουι δεν είχε καμιά επίπτωση στην κλιμάκωση της βίας».