Δύο χιλιάδες έντεκα και τζάμπα φασαρία
Αναζητείται έξοδος απ’ την προϊστορία…
Να που φτάσαμε (απ)αισίως στο εθνοσωτήριο έτος με τη συμβολική γραφή, αφού από τα τέσσερα ψηφία του τα τρία είναι μηδενικά και παλούκια… Τώρα, ας παρακάμψουμε τις ευχές που μόνο σαν ειρωνεία ή σαν κακεντρέχεια και βρισιά ακούγονται, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουμε προσωπικές και συλλογικές επιθυμίες. Ομως οι επιθυμίες είναι για να γίνονται και όχι δικαιολογίες για να λέγονται και να ξαναλέγονται για να περνάει ο καιρός… Πάντως, γεγονός είναι ότι «λεφτά υπάρχουν» και… «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», αλλά δεν βλέπω καμιά κίνηση. Προς το παρόν βουλιάζουμε όλο και περισσότερο, ακόμα και στον καναπέ…
Κυλάνε τα χρόνια μέσα στα ψέματα και τη χυδαιότητα μιας πάνοπλης κάστας επικυρίαρχων που κατάφερε να πάρει τα πάνω της και να παίζει μονότερμα στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο. Τρομαγμένη όσο ποτέ και μ’ ένα αίσθημα εγκατάλειψης που αγγίζει τα όρια της προδοσίας, η εργατική τάξη αναζητά τη χαμένη ταυτότητά της ή δεν αναζητά τίποτε. Βλέπει τα χρόνια να περνάνε, ανήμπορη και στριμωγμένη, την ώρα που όσο αυξάνει η δύναμη των εχθρών της τόσο μειώνονται οι δικές της αντιστάσεις. Ο θόρυβος περιορίζεται στα «μαγαζάκια» (και μάλιστα στο εσωτερικό τους, τόσο που δεν ακούγεται πια έξω) και ο βαρέως ασθενής δεν δείχνει κανένα σημάδι ανάνηψης. Μόνο αφορισμοί και ο ένας να περιμένει από τον άλλο, ένας μεσσιανισμός που στις παρούσες συνθήκες μπορεί να αποδειχτεί και ολέθριος για ευνόητους λόγους. Κι όσο δεν αυτοοργανωνόμαστε, όσο δεν σφίγγουμε το χέρι του διπλανού, όσο τα περιστατικά τύπου Χατζηδάκη παραμένουν μεμονωμένα και όσο δεν ακούγεται η φωνή και η θέλησή μας, τόσο θα μεγαλώνει ο ζόφος, η ληστεία σε βάρος μας, ο στραγγαλισμός της καθημερινότητας, της αξιοπρέπειας και της ίδιας της ζωής…
«Στα σαλόνια της διαμαρτυρίας, τα οποία είναι γεμάτα ιδεολογικές ταμπέλες τόσο μεγάλες που σέρνονται καταγής σαν κουρέλια και απορροφούν σα σφουγγαρόπανα τα απόνερα των υπονόμων, πάντοτε προτιμούσαν τους επαναστάτες άλλων εποχών. Ή ακόμα κι εκείνους άλλων ηπείρων, ιδίως αυτούς που βρίσκονται στις τροπικές νοτιοαμερικάνικες σιέρρες. Οι ταρτούφοι μεταμφιέζονται για να μη χρειαστεί να υποστηρίξουν τους επαναστάτες που μάχονται εδώ, για να μη χρειαστεί να διακινδυνεύσουν ποτέ τίποτα, για να παρακάμψουν τα ερωτήματα σχετικά με τη δική τους παραίτηση, την αιώνια χλιαρότητά τους, την ύπουλη προδοσία τους που στάζει καθημερινά δηλητήριο» (Jean Marc Rouillan).
Κατά τα λοιπά, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη και εχθρός του κοπρίτη (όλο τον Πάγκαλο θυμάμαι, λέτε να έχω προ-βλήμα;) Χρήστος Παπουτσής, ο στο παρελθόν «μίστερ Σάμαινα» και εφεξής και μίστερ Σαρόν επιλεγόμενος, φιλοδοξεί να υψώσει τείχος στον Εβρο. Αυτό που δεν διευκρινίζεται απόλυτα είναι αν το τείχος αποτρέπει τους έξω να μπουν μέσα ή τους μέσα να την κάνουν προς τα έξω. Πρέπει να είμαστε καχύποπτοι με όλα και έτοιμοι για όλα πλέον…
Θα σφραγίζονται τα πρατήρια καυσίμων που οι αντλίες τους κλέβουν, λέει. Εντάξει με τους κλέφτες της καθημερινότητας και του κόσμου της δουλειάς. Με τους αργόσχολους κηφήνες που λυμαίνονται τον ιδρώτα του κοσμάκη και ενθυλακώνουν μεμιάς εκατομμύρια, θα γίνει κάτι πριν φτάσουμε στα λαϊκά δικαστήρια και στις κρεμάλες; Οσοι το θεωρούν αυτό «ανέκδοτο» και γελάνε ας μη βιάζονται κι ας θυμούνται ότι οι τελευταίοι γελάνε καλύτερα… Δεν θα είναι πάντα έτσι τα πράγματα, όπως δεν ήταν πάντα έτσι και για την εργατική τάξη…
Σαν σήμερα το 1977, έντεκα τόνοι χασίς βρίσκονται κρυμμένοι σε κεντήματα στον ισθμό της Κορίνθου και κατάσχονται. Το γεγονός εμπνέει τον Βασίλη Τσιτσάνη που γράφει το τραγούδι «Το βαπόρι απ’ την Περσία». Σήμερα γίνονται τόσα πράγματα γύρω, που θα έπρεπε κάθε μέρα να γράφεται και από ένα τραγούδι, όπως «ο αλκοολικός απ’ τη Ραφήνα», «ο αμερικάνος προδότης», «μαζί τα φάγαμε αγάπες μου», «δεν βγαίνω έξω μόνος μου, μαζί κι ο αστυνόμος μου» και τόσα άλλα…
Τα χρόνια περνάνε, αλλά μερικές σταθερές παραμένουν: τι θα γίνει με τον Σάββα και τον Χριστόδουλο ρεεεεε;
Ο κανόνας «μία πρόσληψη για πέντε αποχωρήσεις» που αναγράφεται στο μνημόνιο, υπενθυμίζεται από το υπουργείο Εσωτερικών, το και ΥπΕσΑΗΔια (είπες αηδία) συντετμημένα επιλεγόμενο. Εμείς να θυμίσουμε με τη σειρά μας τον τίτλο της ταινίας «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία» και να ευχηθούμε αμήν. Α, μην…
Κοκκινοσκουφίτσα