«Δεν ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε, εκείνο που ξέρουμε όμως είναι ότι αυτό που έχουμε δεν μας αρέσει». Ηταν τα λόγια μιας μαθήτριας του Λυκείου από την Κέρκυρα, που άφησαν άφωνους τους τηλεκανίβαλους που την φιλοξενούσαν στην εκπομπή τους. Τα λόγια τούτα αποτυπώνουν την κινητήρια δύναμη των μαθητικών καταλήψεων.
Τη δύναμη που βγάζει περιοδικά στον αγώνα γενιές μαθητών, που δε διαθέτουν προηγούμενη αγωνιστική εμπειρία.
Το αυταρχικό, απάνθρωπο, ταξικό σχολείο είναι η αιτία που πυροδοτεί τις μαθητικές καταλήψεις.
Τα παιδιά δε ζουν, δε χαίρονται, δε μαθαίνουν.
Με τους χυμούς της νιότης τους θαμμένους μέσα τους, ξημεροβραδιάζονται πάνω από απωθητικά σχολικά εγχειρίδια προσπαθώντας ν’ αποστηθίσουν αμέτρητες πληροφορίες, που πολλές φορές υπερβαίνουν τις νοητικές τους δυνατότητες, αδυνατώντας να τις συνθέσουν, κάνουν αγώνα δρόμου να προλάβουν τα φροντιστήρια για να εφοδιαστούν με τεχνικές και συνταγές επιτυχίας, πνίγονται στη θάλασσα ενός ατέλειωτου άγχους για το βαθμό, τις ατέρμονες εξετάσεις, την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο απ’ την οποία νιώθουν πως κρέμεται σαν εύθραυστη κλωστή το μέλλον, η ζωή τους.
Ολα γύρω τους γκρίζα, θολά, μίζερα. Οι τοίχοι του σχολείου, τα καγκελόφραχτα παράθυρα, οι σπασμένες τουαλέτες, οι άδειες αυλές, οι ζεστές σχέσεις με τους καθηγητές που δε βρίσκουν έδαφος ν’ ανθίσουν, η απουσία του γονιού που πασχίζει ολημερίς για το μεροκάματο, η άδεια τσέπη των ίδιων και των πατεράδων τους, το αβέβαιο μέλλον.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο τοπίο, η μάθηση δεν είναι χαρά, αλλά καταναγκασμός.
Και τούτος ο καταναγκασμός έγινε δυσβάσταχτος από τη στιγμή που το σχολείο υποτάχτηκε κυριολεκτικά στις εξετάσεις, ειδικά σ’ αυτές που κρίνουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Βία εισπράττει καθημερινά ο μαθητής.
Γι’ αυτό και βάζει λουκέτο στο σχολείο. Γι’ αυτό και απελευθερώνεται στις καταλήψεις. Ανασαίνει αεράκι ελευθερίας, κάνει φίλους, αναπτύσσει δεσμούς αλληλεγγύης, συντροφικότητας, αισθάνεται μέλος της κοινότητας και όχι πιόνι στο παιχνίδι του άγριου ανταγωνισμού, βρίσκει τρόπους έκφρασης της δημιουργικότητας που κρύβει μέσα του και δίνει σάρκα και οστά σ’ αυτή με αυτοσχέδια θεατρικά δρώμενα, μουσικές βραδιές, ζωγραφιές στους τοίχους και εφευρετικά συνθήματα και στιχάκια για τα πανό των διαδηλώσεων.
Ανάγκη ν’ αναπνεύσει έχει τούτος ο μικρός σκληρότατα εργαζόμενος. Γι’ αυτό και βλέπεις 13χρονα να πανηγυρίζουν πίσω απ’ τα κάγκελα και τις αμπαρωμένες αυλόπορτες των σχολείων.
Οταν ανάψει το φυτίλι, τα παιδιά -είναι σίγουρο- πως θα βρουν να γράψουν συνθήματα στις παντιέρες τους. Αλλωστε είναι τόσα τα προβλήματα…βάρος ασήκωτο σηκώνουν στις πλάτες τους.
Παλιά ήταν το πόιντ-σύστεμ του Κοντογιαννόπουλου, έπειτα η «μεταρρύθμιση Αρσένη» και ο εξεταστικός της μαραθώνιος των 14 μαθημάτων, τώρα η «βάση του θανάτου», το 10, που πετά στα αζήτητα δεκάδες χιλιάδες παιδιά, η αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, το δωρεάν δημόσιο σχολειό, η εισβολή των εταιριών στα σχολεία, η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, το άρθρο 16 του Συντάγματος που ανοίγει διάπλατα την πόρτα στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Μπορεί όλα τούτα τα παιδιά της κατάληψης να μην αντιλαμβάνονται πλέρια την ουσία και το εύρος των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Νιώθουν όμως πολύ καλά τη βαθιά αδικία που γίνεται σε βάρος των φτωχών, μισθοσυντήρητων οικογενειών τους. Τρομοκρατούν τα μάτια τους η καρμανιόλα της βάσης του 10, το ότι οι γονείς τους ζορίζονται όλο και πιο πολύ να πληρώσουν τα δίδακτρα των φροντιστηρίων και να βουλώσουν τ’ αυξανόμενα ελλείμματα του κατ’ επίφαση δωρεάν σχολείου, η προοπτική να πεταχτούν απ’ το σχολείο ή και να μη σπουδάσουν, ο εξόφθαλμος ταξικός διαχωρισμός ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Η νεολαία διαθέτει πλούσιους και ευαίσθητους αισθητήρες κι ας θέλουν κάποιοι κρυπτοφασίστες κονδυλοφόροι να τη βγάζουν άχρηστη.
Η συγκίνηση, ο ενθουσιασμός, η συλλογική προσπάθεια για κάτι μεγάλο, κοινωνικά ηθικό και δίκαιο, που έβγαλαν το μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα του καλοκαιριού και η μεγάλη απεργία των δασκάλων άγγιξαν τις χορδές της μαθητικής νεολαίας.
Οι μεγάλοι τούτοι αγώνες έριξαν σπόρο σ’ ένα πρόσφορο και γόνιμο έδαφος. Και γι’ αυτό φύτρωσαν και πάλι οι καταλήψεις.
Γιούλα Γκεσούλη








