«Οσο η χώρα μας ταλανίζεται από ανέλεγκτες και αναρμόδιες κατηγορίες για τη λειτουργία καρτέλ στους πιο σημαντικούς κλάδους της οικονομίας, η επιχειρηματικότητα στον τόπο μας αντιμετωπίζει μία συλλήβδην και πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίθεση, το κράτος παραμένει τεράστιο και αναποτελεσματικό, η δημόσια διοίκηση αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια για αλλαγή, τόσο δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς μας και τόσο το φάσμα της διόγκωσης της ανεργίας και της υποβολής της κοινωνικής συνοχής σε νέες δοκιμασίες θα μεγαλώνει». (Από Δελτίο Τύπου του ΣΕΒ, 26.9.06).
Βρήκαν την ευκαιρία οι βιομήχανοι να περάσουν στην αντεπίθεση. Ετσι νομίζουν τουλάχιστον. Η ευκαιρία ήταν η ανακοίνωση των δεικτών ανταγωνιστικότητας από το World Economic Forum (το γνωστό «Φόρουμ του Νταβός»), σύμφωνα με τους οποίους «η θέση της Ελλάδας με βάση το κριτήριο της ολικής ανταγωνιστικότητας παραμένει αμετάβλητη (47η μεταξύ 125 χωρών), ενώ στην ΕΕ των 25 κατέχουμε πλέον την προτελευταία θέση – “καλύτεροι” μόνο από την Πολωνία.
Αν ρωτήσεις, βέβαια, έναν οικονομολόγο (αστό οικονομολόγο) που σέβεται την επιστημοσύνη του θα σου πει ότι οι δείκτες του WEF δεν έχουν καμιά επιστημονική βάση. Δεν είναι δείκτες με βάση δεδομένα της πραγματικής οικονομίας, αλλά αποτελέσματα… δημοσκοπήσεων που γίνονται μεταξύ των καπιταλιστών. Θα δούμε παρακάτω περί τίνος ακριβώς πρόκειται, όμως επί του παρόντος ας σημειώσουμε το θράσος των καπιταλιστών. Την ώρα που βοά ο τόπος από τα σκάνδαλα, την ώρα που οι μεγαλύτερες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ανακοινώνουν στοιχεία που δείχνουν ότι και φέτος συνεχίζεται ο τρελός χορός των υπερκερδών (ιλιγγιώδη ποσοστά αύξησης, που ξεκινούν από 60% και συχνά ξεπερνούν το 150%), προσπαθούν να βγουν και από πάνω, διαμαρτυρόμενοι ότι τα όσα συζητούνται τελευταία κάνουν ζημιά στην οικονομία!
Η κυβέρνηση, πάντως, ουσιαστικά τους διέψευσε. Το υπουργείο Οικονομίας έβγαλε ανακοίνωση που αναφέρει: «Με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που εφαρμόζει η κυβέρνηση, η θέση της Ελλάδας ως προς την ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε κατά 8 θέσεις με βάση την έκθεση του International Institute for Management Development (IMD) και κατά 2 θέσεις σύμφωνα με την κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας». Εχει, βέβαια, τους δικούς του λόγους ο Αλογοσκούφης. Δε μπορεί να τον λένε και αποτυχημένο. Τόσα έχει δώσει στους καπιταλιστές και γι’ αυτό από τη σκοπιά του πρέπει να δείξει «έργο». Ομως, οι καπιταλιστές απάντησαν ότι «η βελτίωση κατά 8 θέσεις στην έκθεση της IMD και κατά 2 στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ικανοποίησης ή έπαρσης. Είμαστε μόνιμα στις τελευταίες θέσεις και τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι ήδη εμφανή και θα γίνουν ακόμη πιο αισθητά για το κοινωνικό σύνολο». Εννοείται πως όπου «κοινωνικό σύνολο» θα πρέπει να διαβάζουμε «καπιταλιστές».
Αναρωτιέται κανείς: πώς είναι δυνατόν ο ελληνικός καπιταλισμός να αναπτύσσεται με τον υψηλότερο ρυθμό στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, τα κέρδη να σημειώνουν αυξήσεις ρεκόρ από χρόνο σε χρόνο και ταυτόχρονα να μιλούν για μείωση ή στασιμότητα στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η ανταγωνιστικότητα; Ποιο είναι το περιεχόμενό της; Για παράδειγμα, η παραγωγικότητα ως έννοια ορίζεται και από τη μαρξιστική και από την αστική πολιτική οικονομία. Η μαρξιστική πολιτική οικονομία ορίζει την παραγωγικότητα ως το σύνολο της παραγωγής ανά εργάτη, με διατήρηση σταθερών των νορμών εργασίας (εκτατικό και εντατικό μέγεθος της εργασίας). Η αστική πολιτική οικονομία ορίζει την παραγωγικότητα ως το σύνολο της παραγωγής ανά εργάτη (δηλαδή, της είναι αδιάφορο αν η αύξηση προκύψει από παράταση της εργάσιμης μέρας ή αύξηση της εντατικότητας της εργασίας). Και στη μια και στην άλλη περίπτωση έχουμε μετρήσιμα οικονομικά μεγέθη.
Με την ανταγωνιστικότητα, όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζονται οι δείκτες του IMD και της Παγκόσμιας Τράπεζας για να τους σχολιάσουμε. Ο ΣΕΒ, όμως, μέσα στην αποθράσυνσή του και έχοντας επίγνωση ότι ο πολύς κόσμος δεν ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα και μένει μόνο η προπαγάνδα, έδωσε στη δημοσιότητα τα συστατικά στοιχεία του «δείκτη επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας» του WEF.
Τι βλέπουμε από το σχετικό δημοσίευμα; Οτι έχουν καταρτίσει ένα ερωτηματολόγιο που αφορά 14 παράγοντες. Οι ερωτώμενοι εκπρόσωποι επιχειρήσεων καλούνται να κατατάξουν αυτούς τους παράγοντες σε μια κλίμακα προβληματικότητας σε σχέση με την επιχειρηματικότητα, αξιολογώντας τους με βαθμολογία από 1 (ο περισσότερο προβληματικός) μέχρι 5 (ο λιγότερο προβληματικός). Μιλάμε, δηλαδή, για γκάλοπ μεταξύ των καπιταλιστών. Προσέξτε τώρα ποιο είναι το αποτέλεσμα για την Ελλάδα. Και βέβαια, προσέξτε τους παράγοντες που «μετρούν»:
Γραφειοκρατία: ο πιο προβληματικός παράγοντας που εμφανίζει επιδείνωση τον τελευταίο χρόνο. Περιοριστική εργατική νομοθεσία: ο δεύτερος σε προβληματικότητα παράγοντας (επίσης επιδείνωση). Φορολογική νομοθεσία: ο τρίτος σε προβληματικότητα παράγοντας (αυτός εμφανίζει βελτίωση, προφανώς λόγω της κατά 10% μείωσης της φορολογίας κερδών, η οποία βεβαίως δεν θεωρείται επαρκής). Φορολογικοί συντελεστές: τέταρτος κατά σειρά παράγοντας (εμφανίζει επιδείνωση, γεγονός ακατανόητο ενόψει της μείωσης της φορολόγησης των κερδών). Ακολουθούν κατά σειρά κατάταξης η διαφθορά (βελτίωση!!!), η ανεπάρκεια υποδομών (επιδείνωση), οι συχνές αλλαγές εφαρμοζόμενης πολιτικής (σημαντική βελτίωση), η πρόσβαση σε χρηματοδότηση (επιδείνωση), η κακή εργασιακή ηθική (επιδείνωση), η ανεπαρκής εκπαίδευση ανθρώπινου δυναμικού (βελτίωση), ο πληθωρισμός (βελτίωση), η κυβερνητική αστάθεια (βελτίωση), ενώ οι κανονισμοί ξένου συναλλάγματος και η εγκληματικότητα δεν καταγράφονται καθόλου ως πρόβλημα.
Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Από οικονομική άποψη τίποτα. Σε απλά ελληνικά, οι καπιταλιστές ζητούν: Να γίνει το κράτος εντελώς μπάχαλο για να μπορούν να δρουν τελείως ανεξέλεγκτα (πόσο πιο ανεξέλεγκτα;). Να καταργηθούν και οι λίγες εναπομείνασες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προστατεύουν τους εργαζόμενους (ομαδικές απολύσεις, συλλογικές συμβάσεις κ.λπ.). Να γίνει ακόμα πιο ευνοϊκή γι’ αυτούς η φορολογική νομοθεσία. Και τα λοιπά.
Οπως βλέπουμε, τα περί ανταγωνιστικότητας δεν είναι παρά ένα εφεύρημα, μέσω του οποίου οι καπιταλιστές, χωρίς κανένα αντικειμενικό οικονομικό κριτήριο, χρησιμοποιώντας ως μοναδικό κριτήριο τη δική τους θέληση (την οποία μετρούν με γκάλοπ), ασκούν πιέσεις για να κινηθεί η οικονομική και κοινωνική πολιτική σύμφωνα με τις πιο αντεργατικές, τις πιο αγριανθρωπικές επιδιώξεις τους. Ας σταματήσει, λοιπόν, αυτό το παραμύθι. Ας έχουμε υπόψη μας, κάθε φορά που ακούμε παπαριές περί μειωμένης ανταγωνιστικότητας, ότι πρόκειται για ικανοποίηση των πιο «τρελών» απαιτήσεων των καπιταλιστών.