Αγαπητά μου παιδιά
Το λόγο σήμερα έχει η αιώνια παράδοση και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. Από τα «Χοιρόγραφα της Μεβγάλης Πυραμίδας», σας παραθέτω το «Τι σκ… να κάνουμε», ένα μικρό απόσπασμα (μη εκτελεστικό, μέχρι να ξυπνήσει και να λογικευτεί η εκλογικευμένη – εφτά και σήμερα – εργατική τάξη):
Πάνω στης Πίνδος τα βουνά, στα σκιερά πλατάνια
συνάχτηκαν τ’ απόβραδο του Λιάκου τα ξεφτέρια
παράτησαν το ΤΝΤ, αφήσαν τα μπαζούκας
κι όλη τη νύχτα έλεγαν ωραίες ιστορίες.
Ο Κωνσταντής του Μπάκακα, είπε για μία λάμια
που έστεκε αγάμητη κοντά σαράντα χρόνια
κι όλο σ’ αυτούς γονάτιζε και έκραζε τους άλλους
έτσι καθώς εστόλιζε τον ξύλινό της κόσμο.
Το Νικολιό του Τσαρουχά, τους θύμισε τις μέρες
που κυνηγούσαν τούτων δω των γυναικών τους άντρες.
Κάτι φλωροκωλόπαιδα με Rolex και Armani
που από το φόβο πέρδονταν κι αντιλαλούσε η Κιάφα.
Τότε σαν που…πετάγεται ο Βάγγος της Μαλάμως
που όλο τσίπ’ρα έπινε γελώντας για τον Τσίπρα.
«Για σώπασε ρε Κωνσταντή και Νικολιό μου σκάσε
ν’ ακούσετε τι θα σας πω κι απέ ξαναλαλείτε».
Ολοι αμέσως σώπασαν ν’ ακούσουνε τον Βάγγο
που ‘τανε πρώτος στο τρεχιό και στις μεταμφιέσεις
που έκλεβε τις τράπεζες και τα ‘κανε όλα ρούβλια
και μια φορά στου Βύρωνα ζούληξε και μια κότα.
«Σ’ αυτά δω πάνω τα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
που ο Παλαιοκώστας έπαιζε κρυφτό με τα κορίτσια
πρέπει εμείς λεβέντες μου να ξανασυναχτούμε
τ’ αντάρτικο των πόλεων να κάνουμε βουνίσιο».
Σώπασαν όλοι, τα ‘παιξαν. «Τι λες ωρέ Βαγγέλη;»
του φώναξε ο Τσίτουρας και τα πουλιά λουφάξαν.
«Τι λαμακίες είν’ αυτές, μας λες άστε το άστυ
και ανεβείτε στα βουνά σαν σκιέρ της Παρνασσίδας;»
Ο Βάγγος χαμογέλασε στον Τσίτουρα και λέει:
«Εγώ είμαι ο Βάγγος ο τρανός, ο χιλιοπαινεμένος
που έχεσε νεοναζί και υπερασπιστές τους
όταν μου είπανε να μη φοράω παντελόνια,
αυτές οι κλώσες του παρά και οι προσκυνημένοι
που παντελόνια βάλανε να κρύψουν τα στριγκάκια.
Και φουστανέλα έβαλα να φαίνονται εκείνα
που τούτοι δω τα έχουνε μες στο μυαλό χωμένα.
Γι’ αυτό άσε τον πρόλογο, μου φαίνεσαι ρουφιάνος,
Τσίτουρα αν ήσουν πόντιος θα ‘σουνα Τσιτουρίδης
και θα ‘χες γιο που έφερες πίσω από τα ξένα
θα ‘χες κουμπάρους και προικιά και γκαντεμιά μεγάλη
να βγαίνουν οι μεβγάλες σου κοτσάνες στην αράδα.
Και γω δεν θα ‘μουν δάμαλος για να σε κουκουλώνω
μον’ θα σου έπαιρνε, τζουτζέ, ο διάολος τον πατέρα.
Μάγκες, ό,τι είχα για να πω θαρρώ πως σας το είπα
λογιάστε το πρώτα καλά κι απέ τα ματαλέμε.
Hesse τον καπιταλισμό, κι αν θες να τον πεθάνεις
δοκίμασέ τον κι αλλαχού, συρ’ τον στα κορφοβούνια
τουφέκα τον εδώ κι εκεί, όπου γουστάρεις τράβα,
βάλε τη φαντασία σου και τρέχα τον ολούθε
βγες στο βουνό όπως παλιά, κάνε και καμιά τρέλα
μόνο μην κάθεσαι εδώ και παίζεις το πουλί σου».
Ο Τσίτουρας ντροπιάστηκε, οι άλλοι το σκεφτόταν
κι ο Βάγγος εροβόλησε προς το Τραχανοχώρι
κει που ‘χε για σκοποβολή εικόνες των Νενέκων
για να περνάει την ώρα του ώσπου να έρθει η ώρα…
Παπαρίας Ζαχαντωνίου