Η Ιταλοελβετίδα δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστρια Χάιντι Σπεκόνια είχε μια καταπληκτική ιδέα: Οταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του πρώτου «Αμερικανού» στρατιώτη στο Ιράκ, του στην πραγματικότητα προερχόμενου από τη Γουατεμάλα μετανάστη Χοσέ Αντόνιο Γκουτιέρες, η Σπεκόνια με μόνα στοιχεία δυο φωτογραφίες του νεκρού ξεκίνησε μια τρίχρονη έρευνα διανύοντας 3.000 χιλιόμετρα, από τη Γουατεμάλα ως την Τιχουάνα του Μεξικού και από κει στο Λος Αντζελες, ακολουθώντας τα άγνωστα ίχνη ενός ορφανού χαμινιού του δρόμου, που άφησε τα ιδρύματα για μια καλύτερη ζωή στις ΗΠΑ. Σκοπός; Να καταδειχτεί το χρονικό της σύντομης ζωής ενός παρία που γεννήθηκε σ’ ένα πόλεμο και πέθανε σ’ έναν άλλο, χωρίς κανένας απ’ αυτούς να είναι δικός του. Κατά μια σύμπτωση (;) πίσω και από τους δυο πολέμους βρισκόταν η Αμερική: Στον τριαντάχρονο εμφύλιο της Γουατεμάλα στήριξε τις στρατιωτικές χούντες ενάντια στο αντάρτικο και τους Ινδιάνους Μάγια. 100.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν τότε, άλλες 4.000 εξαφανίστηκαν και 440 χωριά καταστράφηκαν. Η εκστρατεία ενάντια στους Μάγια πήρε χαρακτηριστικά εθνοκάθαρσης. Τότε ήταν που δολοφονήθηκαν οι δυο γονείς του Αντόνιο Γκουτιέρες, που πεντάχρονος τότε περιπλανήθηκε καιρό στους δρόμους, πριν καταλήξει στο ίδρυμα Casa Alianza.
Χρόνια μετά το σκάει για τις ΗΠΑ μέσω Μεξικού, όπου καταφέρνει να αποφύγει την απέλαση παρουσιαζόμενος σαν ανήλικος. Ζει ξανά σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες εξαντλώντας όλα τα περιθώρια νόμιμης παραμονής, ως ότου μοναδική διέξοδος για πράσινη κάρτα διαφαίνεται μόνο η κατάταξή του στο στρατό για τον οποίο δεν τρέφει καμμιά συμπάθεια. Ομως, είναι ο μόνος τρόπος για να κάνει τις σπουδές αρχιτεκτονικής που ονειρεύεται μετά την αποστρατεία του. Αλλά δεν θα προλάβει. Αμέσως μετά την άφιξη του στο Ιράκ, στην πρώτη μάχη, στο Ουμ Κασρ, θα σκοτωθεί από φίλια πυρά. Τα ΜΜΕ χαιρέτισαν το νέο Αμερικανό ήρωα που έδωσε το αίμα του για τη νέα του πατρίδα, η χαμένη αδερφή του, που ο ίδιος είχε ανακαλύψει με κόπο λίγα χρόνια πριν, πήρε μια παχυλή αποζημίωση και μια βίζα για τις ΗΠΑ, ο ίδιος πήρε την αμερικάνικη υπηκοότητα μετά θάνατον και το Χόλιγουντ ετοιμάζεται να γυρίσει μια άθλια ταινία για τη ζωή του. Τάφηκε σε μια άγνωστη γη με κανονιοβολισμούς και λάθος ηλικία στην ταφόπλακα.
Σε μια εποχή που οι εντεταλμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αμερικανών ανά τον κόσμο απαιτούν όλο και περισσότερο κρέας για τα κανόνια τους, ο στρατός των ΗΠΑ βρίθει από μετανάστες κάθε είδους, μαύρους και νεαρούς των γκέτο, που στρατολογούνται με παραπειστικές τακτικές από τα σαΐνια του στρατού που αλωνίζουν τις φτωχογειτονιές. Σχεδόν κάθε οικογένεια Λατίνων έχει από έναν στρατιώτη σε διάφορα μέτωπα και το ποσοστό τους ανέρχεται στο 9,2% του αμερικάνικου στρατού. 215 απ’ αυτούς έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής. Με βάση ένα διάταγμα του Μπους, η κατάταξη στο στρατό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για όσους αλλοδαπούς θέλουν να αποκτήσουν πράσινη κάρτα. Ομως και για αρκετούς γηγενείς είναι ο μόνος τρόπος να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονται για τις σπουδές ή απλώς την επιβίωσή τους.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η κεντρική ιδέα που η Χάιντι Σπεκόνια θέλησε να υλοποιήσει μ’ αυτό το ντοκιμαντέρ. Ξεσκονίζοντας παλιά αρχεία και συναντώντας ανθρώπους που έζησαν έστω για λίγο με τον Γκουτιέρες, κατάφερε ν’ ανασυνθέσει κάποια κομμάτια της άγνωστης και ταπεινής ζωής του. Προσπάθησε επίσης να δώσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του σκληρού οδοιπορικού στους συνοριακούς σταθμούς, στους δρόμους του Λος Αντζελες, τα φτωχόσπιτα της Γουατεμάλα, στα ιδρύματα. Παρολαυτά, οι καλές προθέσεις της Σπεκόνια έμειναν στην μέση, υπονομευμένες από μια υπερβολική προσπάθεια αντικειμενικότητας και μια επίπεδη και αδιάφορη σκηνοθετική γραφή. Η αρχική καταπληκτική της ιδέα κατέληξε μια άτολμη και σχεδόν ανιαρή αφήγηση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δε χρειάζεται φτηνή προπαγάνδα και σκληρός καταγγελτικός λόγος. Χρειάζεται όμως πιο καθαρή στόχευση, ακόμα κι όταν η ιστορία μιλά από μόνη της. Το κοινό αντιλαμβάνεται μέσα από τις εικόνες τη φρίκη της αναγκαστικής μετανάστευσης και της απόλυτης φτώχειας. Ομως δεν έχει καμμιά εξοικείωση με το πώς ο καπιταλισμός γεννά την αλλοτρίωση ή με το πώς στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους οι φτωχοί είνα οι χαμένοι, είτε ανήκουν στους νικητές είτε ανήκουν στους ηττημένους.
Είναι κρίμα που η Σπεκόνια πήρε μια ιστορία που μας αφορά όλους κι έναν ήρωα που ήταν δικός μας άνθρωπος και αντί να τους μετατρέψει σε δυναμίτη αφύπνισης τους αποδυνάμωσε εγκλωβίζοντάς τους σ’ ένα ήρεμο και γεμάτο κλισέ ντοκιμαντέρ.