Μια κυρία, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, δημι-ούργησε σε δωμάτιο του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου St. George Lycabettus στο Κολωνάκι μια κατασκευή, που αποτελείται από το προσωπείο της Κ. Κούνεβα, που χρησιμοποιήθηκε σε καλοκαιρινή παράσταση. Μια οθόνη προβάλλει στο σκοτεινό δωμάτιο αποσπάσματα από την παράσταση, ενώ ακούγεται η φωνή της Κούνεβα. Η συγκεκριμένη εγκατάσταση γίνεται στο πλαίσιο έκθεσης σύγχρονης τέχνης, που οργανώνει στο ξενοδοχείο γνωστή γκαλερί.
Το γεγονός ότι η ίδια η Κούνεβα έδωσε την άδεια για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση δεν μας λέει τίποτα. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Κούνεβα επιτρέπει να γίνεται εμπόρευμα το προσωπικό της δράμα. Εμάς μας ενδιαφέρει η ίδια η σύλληψη. Η περίπτωση Κούνεβα, η περίπτωση μιας εργάτριας που δέχτηκε δολοφονική επίθεση επειδή σήκωσε κεφάλι στους δουλέμπορους, γίνεται εμπόρευμα για το αστικό κοινό. Ούτε οι προθέσεις της καλλιτέχνιδας μας ενδιαφέρουν (δεν την γνωρίζουμε, άλλωστε). Το αποτέλεσμα μετράει.
Ενας άλλος καλλιτέχνης, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, άνθρωπος προοδευτικός κατά τεκμήριο και ίσως η σημαντικότερη δύναμη στο πρωτοποριακό θέατρο στην Ελλάδα, ανέλαβε να οργανώσει τα εγκαίνια της φαραωνικής Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, με την οποία το Ιδρυμα Ωνάση θέλει να ανταγωνιστεί το Μέγαρο Μουσικής του Λαμπράκη (των επιγόνων του πλέον). Παραβλέποντας την περίπτωση της αρπαχτής, στεκόμαστε μόνο στο ανοσιούργημα.
Θέλησε, λέει, ο Μαρμαρινός να αφιερώσει το θέαμα των εγκαινίων στους εργάτες που έχτισαν το φαραωνικό κτίριο. Πήρε και καμιά κατοστή απ’ αυτούς και τους έβγαλε βουβούς στη σκηνή, να ατενίζουν το κοινό, ενώ μια σοπράνο ανάμεσά τους τραγουδούσε άριες και ακούγονταν στίχοι από το ποίημα «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» του Μπρεχτ.
Μόνο που ο Μπρεχτ ήθελε άλλο ακροατήριο για το ποίημά του και όχι το ακροατήριο που επέλεξε ο Μαρμαρινός. Ο Μπρεχτ μιλούσε σε εργατικό ακροατήριο, που το ήθελε σκεπτόμενο, ενεργό, συμμέτοχο στο καλλιτεχνικό έργο (είναι, ασφαλώς, γνωστή και στον Μαρμαρινό η θεωρία του επικού θεάτρου). Δεν απευθυνόταν στο αστικό κοινό, όπως έκανε ο Μαρμαρινός, χρησιμοποιώντας τους εργάτες για μια φορά ακόμη ως αντικείμενα (ελπίζουμε τουλάχιστον να τους πλήρωσαν τα μεροκάματα και να μην τους παραμύθιασαν).
Χειροκροτούσε, λέει, εκστασιασμένο το αστικό κοινό (από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και το ζεύγος Αγγελόπουλου μέχρι τον Τσίπρα) των αυστηρώς πριβέ εγκαινίων. Χειροκροτούσε εκστασιασμένο τι; Τους στίχους του Μπρεχτ, τους εργάτες που έστεκαν ακίνητοι στη σκηνή ή τη μαγκιά του Μαρμαρινού να μετατρέψει τους δημιουργούς σε βουβά αντικείμενα, εκθέτοντάς τους σαν υποταγμένα στρατιωτάκια μπροστά στη συμμορία των αφεντικών.
Τι επεδίωξε, άραγε, ο σκηνοθέτης; Να υπενθυμίσει στο αστικό κοινό πως οι εργάτες δημιουργούν; Λέτε να μην το ξέρουν οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές; Αν ήθελε να προκαλέσει αυτό το κοινό, δεν θα ξεφτίλιζε τον Μπρεχτ, αλλά θα έκανε κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έκανε ο Μπρεχτ, όταν έγραψε έναν κρυφό από τους παραγωγούς αντικαπιταλιστικό μονόλογο για το τέλος του έργου του Happy End, η ανάγνωση του οποίου προκάλεσε σάλο και σύρραξη ανάμεσα στο αστικό κοινό και τους φοιτητές. Ο Μπρεχτ, όμως, είχε αρχίδια, ενώ οι διάφοροι Μαρμαρινοί δεν είναι παρά μικροαστούληδες που επιζητούν τον έπαινο του αστικού κοινού και τη σίτισή τους απ’ αυτό.
Π.Γ.