Ολοι θεωρούν δεδομένο ότι το 2007 θα είναι προεκλογική χρονιά και έτσι είναι. Αλλωστε, κορυφαία στελέχη της ΝΔ τροφοδοτούν την εκλογολογία με δηλώσεις τους και η διάψευση του Καραμανλή μάλλον σαν καλαμπούρι ακούστηκε (δε μπορούσε να κάνει και τίποτ’ άλλο). Ακόμα και ζήτημα εκλογικού νόμου ανοίγουν άλλα κορυφαία στελέχη της ΝΔ (π.χ. Μεϊμαράκης), καλώντας το ΠΑΣΟΚ να συναινέσει στην αλλαγή του.
Ομως, ενώ η ΝΔ πορεύεται προς τις εκλογές με την πρωτοβουλία στα χέρια της και εμφανίζει την εικόνα «ήρεμης δύναμης», το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δε βρίσκει το βηματισμό του, αλλά βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην εσωστρέφεια.
Περιβόλι πραγματικό οι συνεντεύξεις των στελεχών του στον Τύπο, είναι γεμάτες με αερολογίες και τα γνωστά πασοκοελληνικά που δεν τα καταλαβαίνουν ούτε αυτοί που τα λένε. Αν κάνει κανείς μια στατιστική σε όλες τις μπουρδολογίες που λέγονται από τους Πασόκους θα βρει ότι με τη μεγαλύτερη συχνότητα εκστομίζεται η φράση «αποσαφήνιση του προγραμματικού στίγματος του ΠΑΣΟΚ».
Πρόκειται για μια ακόμα μπούρδα, γιατί οι εκλογές δεν κερδίζονται με τα λαμπρά προγράμματα, που δεν τα διαβάζει κανένας (ειδικά με τη γενικόλογη μορφή που έχουν), αλλά με την καθημερινή συστηματική αντιπολίτευση, με την κινητοποίηση του λαού και με το στρίμωγμα της κυβέρνησης. Μ’ αυτά, δηλαδή, που δε θέλει και δε μπορεί να κάνει το ΠΑΣΟΚ.
Τη φάση αυτή την πέρασε και η ΝΔ. Από το 1993 που ο Μητσοτάκης έχασε τις εκλογές πέρασαν 11 χρόνια για να ξαναδεί κυβερνητική εξουσία. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων η ΝΔ έδειξε αξιοσημείωτη υπομονή και συνέπεια στην ταξική της αποστολή. Δεν ενθάρρυνε λαϊκές κινητοποιήσεις, μάζεψε τα στελέχη της που «έπαιξαν» σ’ αυτό το πεδίο (π.χ. γαλάζιοι αγροτοσυνδικαλιστές) και υιοθέτησε την τακτική του «ώριμου φρούτου». Περίμενε πότε ο κόσμος θα σιχαθεί τελείως το ΠΑΣΟΚ, ανέβασε λίγο το τελευταίο προεκλογικό διάστημα την παροχολογία (πιο πολύ ήταν το σύνδρομο της ήττας, ο φόβος ότι θα χάσει και πάλι, που οδήγησε τον Καραμανλή σε αβέρτα ταξίματα) και νίκησε άνετα ένα ΠΑΣΟΚ σε κατάσταση διάλυσης. Ακριβώς την ίδια τακτική ακολουθεί και το ΠΑΣΟΚ.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ΝΔ είναι ένα παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα που δεν είναι στην πολιτική του κουλτούρα οι λαϊκές κινητοποιήσεις και η άσκηση αντιπολίτευσης «πεζοδρόμιου». Οτι το ΠΑΣΟΚ έχει αυτή την κουλτούρα και θα περιμέναμε να ενεργοποιήσει τις προσβάσεις του σε κοινωνικές οργανώσεις και να πυροδοτήσει διεκδικήσεις ή έστω να «υιοθετήσει» πολιτικά τα κινήματα που κατά καιρούς εκρήγνυνται και συγκρούονται με την κυβερνητική πολιτική. Εκείνο που βλέπουμε, όμως, είναι όχι μόνο να μην πυροδοτείται τίποτα από πλευράς ΠΑΣΟΚ, αλλά τα στελέχη του να απέχουν επιδεικτικά από κάθε εκδήλωση στήριξης των κινητοποιήσεων που ξεσπούν. Κουβέντες μόνο στη Βουλή και στα ΜΜΕ, όχι «πεζοδρόμιο». Δεν είναι καθόλου αυθαίρετο να πούμε ότι αν το ΠΑΣΟΚ στήριζε ενεργά τα διάφορα κινήματα, αν δημιουργούσε πολιτικά ζητήματα κάθε φορά, τότε τα μεν κινήματα θα έδιναν τις μάχες τους από καλύτερες θέσεις, το δε ΠΑΣΟΚ θα έφθειρε πιο γρήγορα την κυβέρνηση και θα έκλεινε την ψαλίδα στα γκάλοπ.
Βλέπετε, όμως, κάποιο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να ζητά έστω πιο ενεργή παρουσία του κόμματος «στο πεζοδρόμιο»;Κανένα. Ούτε καν τα συνδικαλιστικά στελέχη. Στην ηγεσία της ΓΣΕΕ, για παράδειγμα, τοποθέτησαν το πιο δεξιό στοιχείο που υπήρχε στο στελεχικό δυναμικό της ΠΑΣΚΕ (πιο δεξιός κι απ’ τον Πρωτόπαπα). Κάποιοι του λεγόμενου «λαϊκού ΠΑΣΟΚ» αντιμετωπίζονται σαν γραφικές φιγούρες και τους έχει κοπεί κάθε πρόσβαση στα ΜΜΕ. Πρόκειται για συνειδητή πολιτική επιλογή, με την οποία το ΠΑΣΟΚ δείχνει την υπευθυνότητά του έναντι του συστήματος, όπως έκανε και η ΝΔ όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Αυτός είναι ο λόγος που το ΠΑΣΟΚ δε μπορεί να πάρει φόρα και να πλησιάσει έστω τη ΝΔ. Γι’ αυτό βαδίζει περήφανο προς την ήττα, με πλήρη συνείδηση ότι η ώρα του δεν ήρθε ακόμα. Φυσικά, αυτό δεν τους αρέσει καθόλου. Φυσικά, στο εσωτερικό του συγκρούονται στελέχη και φράξιες για τη βελτίωση της θέσης τους, που θα τους φανεί χρήσιμη όταν ξανάρθουν στην εξουσία. Αυτά είναι συνηθισμένα πράγματα για κάθε αστικό κόμμα εξουσίας. Ας μη τρέφει, όμως, κανείς ελπίδες ότι το ΠΑΣΟΚ μπορεί ν’ αλλάξει ρότα, ότι μπορεί να πυροδοτήσει έναν οριακό έστω διεκδικητισμό των εργαζόμενων.