Με τον κυβερνητικό λόχο συντεταγμένο πίσω από τη Μαριέττα Γιαννάκου, ύστερα από τη σαφή εντολή που έδωσε ο ίδιος ο Καραμανλής με τη στάση του στην όλη επιχείρηση δημοσιοποίησης και κατάθεσης του νόμου πλαισίου στη Βουλή, και τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ να ασκούν «αντιπολίτευση» του στυλ «ο νόμος δεν συνιστά μεταρρύθμιση», «είναι άτολμος», «ελλιπής», «αναποτελεσματικός», ολοκληρώθηκε η συζήτηση του νομοσχέδιου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής για τον νέο νόμο πλαίσιο.
Στον, με νομοθετικό περίβλημα πια, στημένο διάλογο πήραν μέρος ο Κ. Μπαγιάτης, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Πρόεδρος της Συνόδου των Πρυτάνεων, ο Δ. Τσουγγαράκης Πρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου, Ι. Τσάκνης Πρόεδρος της ΟΣΕΠ ΤΕΙ, Κ. Κουρουμπάς Εκπρόσωπος της Συνόδου Προέδρων των ΤΕΙ, εκπρόσωποι των «1000» πανεπιστημιακών αυτόκλητων συνομιλητών της Μαριέττας και ο εκπρόσωπος της ΔΑΠ- ΝΔΦΚ. Ο Πρόεδρος της ΠΟΣΔΕΠ Λ. Απέκης αποχώρησε, αφού κατέθεσε υπόμνημα με τις θέσεις της Ομοσπονδίας των Πανεπιστημιακών, ενώ το ίδιο έπραξε και ο εκπρόσωπος της νεολαίας του ΣΥΝ.
Οι δυο Πρυτάνεις λιβάνισαν δεόντως τις κυβερνητικές επιλογές, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή να κληθούν στην Επιτροπή. Ο ανεκδιήγητος Μπαγιάτης (αυτός που κατά δήλωσή του έμεινε έκθαμβος από τις ρηξικέλευθες ρυθμίσεις του νόμου για την «αυτοδιοίκηση» των Πανεπιστημίων) προέβαλε «ενστάσεις» στο Νομοσχέδιο από τα δεξιά, ζητώντας να γίνουν ακόμα πιο μαύρες οι διατάξεις του. Δεν είχε ένσταση για το αν η χρηματοδότηση των ΑΕΙ θα είναι δημόσια ή ιδιωτική, ήθελε όμως να επιτραπεί η χρηματοδότηση συγκεκριμένων εδρών, όπως γίνεται στο εξωτερικό, λέγοντας «ναι» στην κατηγοριοποίηση και εντός του ίδιου του Ιδρύματος (Πανεπιστημιακός δάσκαλος να σου πετύχει!).
Στη συνέχεια, αφού αποδέχθηκε τη λογική της έρευνας της συνδεδεμένης με τις επιχειρήσεις, ζήτησε να υπάρξει κάποια πρόβλεψη για τα κακότυχα εκείνα τμήματα των ανθρωπιστικών σπουδών «τα οποία δεν είναι εύκολο να βρουν στην αγορά προγράμματα».
Η πιο χαρακτηριστική όμως αποστροφή της παρέμβασής του ήταν ότι πρότεινε να μπουν δίδακτρα στις σπουδές, παρακινούμενος από το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς. Με παράδειγμα την υπάρχουσα κατάσταση στα μεταπτυχιακά πρότεινε «να μπουν δίδακτρα και να αποφασιστεί ότι ένα 60% ή 70% ή 80% επιστρέφει στους φοιτητές που έχουν οικονομική ανάγκη, υπό μορφή ανταποδοτικότητας».
Απροκάλυπτη ήταν η σύνταξη όλων αυτών των πανεπιστημιακών σφουγγοκωλάριων κατά των φοιτητών και υπέρ ενός Πανεπιστημίου όπου θα επικρατεί σιγή νεκροταφείου. Ούτε δυο λόγια δεν βρήκαν να ψελλίσουν για το άσυλο, ενώ βρήκαν «υπερβολική» τη ρύθμιση για τη διάρκεια της φοίτησης, ζητώντας να μειωθεί δραστικά (να γίνει ν+2 ο ανώτατος χρόνος σπουδών).
Αισχρό συντεχνιακό λόγο εξέφεραν αμφότεροι οι εκπρόσωποι των ΤΕΙ, που εξέφρασαν «την ικανοποίησή τους για το ότι συμπεριλαμβάνονται και τα ΤΕΙ σε μεγάλο βαθμό στο νομοσχέδιο», κλείνοντας επιδεικτικά τα μάτια στις κατάπτυστες διατάξεις του, που οδηγούν συνολικά το Πανεπιστήμιο στην προσαρμογή του στα δεδομένα της Μπολόνια (υποβάθμιση Πανεπιστημιακών σπουδών σε τριετούς διάρκειας μεταλυκειακής κατάρτισης), στο Πανεπιστήμιο- Επιχείρηση, όπου θα επικρατούν οι νόμοι της αγοράς, η σιγή του νεκροταφείου και η υποταγή.
Τάχθηκαν κι’ αυτοί υπέρ μιας πιο αυστηρής διάταξης για τους «αιώνιους φοιτητές» (1,5ν) και υπέρ της αξιολόγησης που θα συνδέεται με τη χρηματοδότηση. Και ξεπέρασαν τα όρια του γελοίου εκφράζοντας την πεποίθησή τους ότι το νομοσχέδιο «είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», την οποία σχημάτισαν από «κατ’ ιδίαν συζητήσεις με πολλούς συναδέλφους» παρότι δεν είχαν ομόφωνη απόφαση της Συνόδου των Προέδρων των ΤΕΙ.
Οι εκπρόσωποι των «1000» προσπάθησαν να μπουρδουκλώσουν την κατά βάση συμφωνία τους στο νομοσχέδιο, παίζοντας για μια ακόμα φορά τη γλάστρα της Μ. Γιαννάκου.
Το βρήκαν «ασαφές και αντιφατικό» που περιέχει τον κίνδυνο να «υπονομευτούν στην πράξη ορισμένα από τα προτεινόμενα βήματα αυτοδιοίκησης» (Καλογήρου), πλην όμως ότι «είναι προς τη σωστή κατεύθυνση» (Λ. Παπαγιαννάκης). Δήλωσαν την προσήλωσή τους και την απόλυτη συμφωνία τους στις αρχές της «συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης» για τα Πανεπιστήμια και βρήκαν «υπερβολικά τα μεγέθη» της ανώτατης διάρκειας σπουδών (Λ. Παπαγιαννάκης) για να δηλώσουν στη συνέχεια υποκριτικά ότι τα ανώτατα και κατώτερα (σ.σ: μήπως ο όρος «κατώτερα» αναφέρεται και στα όρια σπουδών της Μπολόνια 😉 όρια πρέπει να αφεθούν στα Τμήματα, τις Συνελεύσεις, τις Συγκλήτους να ορισθούν.
Σικέ θεωρούμε πως ήταν και το παιχνίδι μεταξύ του Α. Λιάκου (καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών), ενός εκ των «δραστηρίων» των «1000» και της υπουργού Παιδείας, για να φανεί ότι το υπουργείο ακόμα και την ύστατη στιγμή τείνει ευήκοον ους στις προτάσεις των συνομιλητών του.
Ο Α. Λιάκος πρότεινε να αποτελούν οι εισακτέοι στα Πανεπιστήμια μέρος του τετραετούς ακαδημαϊκού- αναπτυξιακού προγραμματισμού και η Μ. Γιαννάκου, σαν έτοιμη από καιρό, έσπευσε αμέσως να το αποδεχτεί. Η πρόταση αυτή των «1000», βεβαίως, βολεύει απόλυτα την κυβέρνηση, η οποία επιθυμεί διακαώς να μειώσει άμεσα και δραστικά τον αριθμό των εισακτέων, πλην όμως δεν μπορεί να πάρει και το πολιτικό κόστος να το ομολογήσει ανοικτά. Τώρα, λοιπόν, με την ένταξη του αριθμού των εισακτέων στις τετραετείς συμφωνίες με τα Πανεπιστήμια και τον αριθμό μειώνει κατά πολύ (αφού είναι γνωστό καιρό τώρα ότι τα Πανεπιστήμια, πιεζόμενα από τη σταθερή υποχρηματοδότηση, ζητούν το μισό σχεδόν αριθμό εισακτέων από αυτόν που ορίζει κάθε φορά το υπουργείο Παιδείας) και επίφαση δημοκρατικότητας και διαλλακτικότητας δίνει στους χειρισμούς του υπυργείου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γιαννάκου δήλωσε ότι «το Πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα περίπου το 69% των αποφοίτων του Λυκείου πηγαίνουν στα Ανώτατα Ιδρύματα ενώ ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι 25,5%», ομολογώντας την αγωνία της κυβέρνησης και την πρόθεσή της να τσακίσει την ιστορικά διαμορφωμένη τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
Με τη διαπίστωσή της αυτή έσπευσε να συμφωνήσει και ο Απόστολος Κακλαμάνης του ΠΑΣΟΚ.
Η Μαριέττα απέρριψε με φθηνή επιχειρηματολογία τις ενστάσεις των «1000» (τις έκαναν για τα μάτια, για να μη φαίνεται ότι ταυτίζονται με ό,τι πιο χυδαίο υπάρχει μέσα στο πανεπιστημιακό κατεστημένο) για επαναφορά στο άρθρο 1 του Νομοσχεδίου της «πολιτικής συνείδησης» στην αποστολή των ΑΕΙ.
Το ίδιο έκανε και για το Πανεπιστημιακό άσυλο. Αμετακίνητη έμεινε και στη διατύπωση που καταργεί την υποχρέωση του κράτους να παρέχει την ανώτατη εκπαίδευση (άρθρο 1), καθώς επίσης και σ’ αυτές που αφορούν στους «αιώνιους φοιτητές», τα προαπαιτούμενα μαθήματα, τις ρυθμίσεις ενάντια στις καταλήψεις και τις μακροχρόνιες απεργίες κ.λπ.
Κοντολογίς άφησε ανέγγιχτα όλα τα αγκωνάρια του νομοσχέδιου.
Από τη μεριά του το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να φανεί ότι διαφωνεί συμφωνώντας.
Συμφώνησε, στην ουσία, με την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων, με τον τετραετή προγραμματισμό, τον μάνατζερ και προσπάθησε να υποβαθμίσει σκόπιμα το ζήτημα του ασύλου και των «αιωνίων φοιτητών». Προσπαθούσε, ματαίως, να πιαστεί από τις εξαγγελίες του αρχηγούλη του για την Παιδεία, τις οποίες- με ειρωνική διάθεση- επιδοκίμασαν τα κυβερνητικά στελέχη, αφού μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό με αυτές τις ΝΔ. Εκανε δε κριτική στην κυβέρνηση που δεν εφάρμοσε ως τώρα τους αντιδραστικούς αντιεκπαιδευτικούς νόμους που ψήφισε, όπως αυτόν για τη «Διασφάλιση της Ποιότητας» (αξιολόγηση), για τη Διά Βίου Μάθηση και για το Διεθνές Πανεπιστήμιο.
Γιούλα Γκεσούλη








