Αγαπητά μου παιδιά
που σνίφαρε χορταρικά και έβλεπε το μέλλον
δίνοντας στους περίεργους, χρησμούς θολούς και μαύρους.
Ηταν τριπλή παραλλαγή χωρίς κανένα στάνταρ
που αν δεν καθόταν απ’ τη μια, θα ‘βγαινε απ’ την άλλη
κι όλα ωραία και καλά για την εξαρτημένη.
Ούτε κουβέντα για “Στροφή”, ούτε μιλιά για “Ιθάκη”
απ’ τον τεκέ των α-δελφών τα βόλευε η Πι Θεία.
Και οι αιώνες κύλησαν και το πρεζόνι πάει
ώσπου άλλοι μας ήρθανε που ζήλωσαν τη φάση
κι ολημερίς δίνουν χρησμούς που τα καλύπτουν όλα.
“Η οικονομία πάει καλά, μα δεν υπάρχει φράγκο”
λέει ο ένας και πιο κει ο άλλος συμπληρώνει:
“Η ανεργία έπεσε κι έγιναν επενδύσεις
μα μέσα δεν διαθέτουμε, προσωπικό μας λείπει”.
Κουφάθηκαν τα σύρματα, έχουμε πάθει πλάκα
όμως δεν στερηθήκαμε Πι Θείες και πρεζόνια.
– Πες μας και για τα τωρινά Γκόλφω μου παινεμένη.
Πες μας και για τον δάμαλο που απ’ τις πολλές τοξίνες
στου Μπαϊρακτάρη τη φωτιά, στις σχάρες της Ραφήνας
φριχτά δηλητηριάστηκε και λέει ό,τι του ΄ρθει.
– Τι να σας πω λεβέντες μου, και σας παχιές μου κόρες
που τον ταΐζουν κρέατα σαν του Διόνυσου όμοια
εκείνα που προσπάθησαν να δώσουν και στον Πούτιν.
Αφήστε τα θαλασσινά, ψαράκια Σαντορίνης
λουσμένα στο πετρέλαιο από του Λούη το πλοίο
μαλάκια με μόλυβδο, τρελά καλαμαράκια,
γαρίδες που ου γαρ οίδασι πόσες τοξίνες έχουν
απ’ του Αιγαίου τη βρωμιά, του Ιόνιου τη μπόχα.
Σαν τ’ άκουσε όλα αυτά η Δέσπω η παινεμένη,
το μάτι της εθόλωσε, τα πήρε στο κρανίο
στης Γκόλφως μας εχίμηξε την πλούσια την κόμη
και τρίχα – τρίχα πιάστηκαν στα μαρμαρένια αλώνια.
– Τι είπες μωρή αριστερή, μωρή κωλοοικολόγα
που έπιασες το δάμαλο στο άπλυτό σου στόμα;
Εικόνισμα τον έχουμε, τον μέγα ευεργέτη
που ‘βαλε στο δημόσιο όλο το σόι της Δέσπως
που έκανε διευθυντή το γιο μας τον Αστέρη
και με συνέντευξη έβαλε την κόρη μας στο ΙΚΑ.
Διόρισε τ’ ανίψια μας, έχωσε τα παιδιά μας
κι έκανε αγροφύλακα και τον παππού τον Κλήμη.
Κι εσύ τολμάς να μέμφεσαι, τολμάς μωρή να κραίνεις
που η γιαγιά σου έκλεβε αρνιά για τους αντάρτες;
Η Γκόλφω δεν εμίλησε, μον’ ρώτησε ετούτο:
– Ο εθισμένος στο τσιτσί, των μαλακίων ο φίλος
σαν τον ρωτούν για εκλογές, σαν του μιλάν για ψήφο
το ρίχνει πάντα στους χρησμούς κι όλο το ίδιο λέει:
“Οι εκλογές στην ώρα τους θα γίνουν, όπως είπα”.
Συγνώμη αν σου πρόσβαλα τον μέγα κανακάρη
τον μπόλικο λεβεντονιό, τον έξτρα λαρτζ τον άντρα
κι άμα πολύ τον αγαπάς, στα μούτρα χάρισμά σου.
Και τότε η Δέσπω έφυγε, πάει για το κομμωτήριο
που ‘χε στημένο στο μαντρί, πιο κει από τα γίδια
η Κρύστα η χιλιόμορφη (το Κρύστα απ’ το Κρυστάλλω)
κορίτσι σαν κρύο νερό, παιδί απ’ τα δικά μας
όπου σεμνά και ταπεινά δεν έκοβε αποδείξεις
γιατί τα είχε –έλεγαν- με όργανο της τάξης
από το τμήμα που ‘παιρναν κάρβουνα οι αντάρτες
αφού πρώτα του έδωσαν μπουρλότο με βενζίνη.
Η ιστορία τέλειωσε και τα κορίτσια φύγαν
και συνεπώς εσκόρπισαν ξωπίσω κι οι λεβέντες
μονάχα η τηλεόραση έμεινε ανοιγμένη
στο καφενείο του χωριού, παν’ στη μεγάλη τάβλα
και έδειχνε τον δάμαλο να λέει ξανά τα ίδια
“το είπα μια, το είπα δυο και σας το ματαλέω,
οι εκλογές στην ώρα τους. Αντε, μάσα, Νατάσα”.
Αριστοfunny Πάλι