«Χρειαζόμαστε ένα θέατρο που να δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο για συναισθήματα, απόψεις και κίνητρα, τα οποία επιτρέπει το εκάστοτε πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων όπου συμβαίνουν οι πράξεις. Χρειαζόμαστε ένα θέατρο που να χρησιμοποιεί και να παράγει σκέψεις και αισθήματα, τα οποία να παίζουν ένα ρόλο για τη μεταβολή του πεδίου αυτού.
Το πεδίο πρέπει να μπορεί να επισημανθεί στην ιστορική του σχετικότητα. Αυτό σημαίνει ρήξη με τη συνήθειά μας να γδύνουμε τις διαφορετικές κοινωνικές δομές από τις διαφορές τους, έτσι που όλες να μοιάζουν με τη δική μας λίγο πολύ, σα να υπήρχαν πάντα, δηλαδή σα να ήταν αιώνιες. Εμείς όμως θέλουμε να διατηρήσουμε την ανομοιότητά τους και να έχουμε πάντα μπρος στα μάτια μας το ότι είναι εφήμερες, έτσι ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε και τη δική μας κοινωνική δομή εφήμερη…
Αν κινήσουμε τις φιγούρες μας πάνω στη σκηνή με κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις διαφορετικές ανάλογα με την εποχή, τότε δυσκολεύουμε το θεατή μας να ταυτιστεί μαζί τους. Δεν μπορεί να σκεφτεί απλώς “Ετσι θα ενεργούσα κι εγώ”, αλλά το πολύ πολύ μπορεί να πει “Αν ζούσα κάτω από τέτοιες συνθήκες”. Κι αν παίζουμε έργα της δικής μας εποχής σαν ιστορικά έργα, ίσως οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες ενεργεί να του φανούν επίσης ιδιάζουσες, κι αυτό είναι η αρχή της κριτικής».2
Με την επανάληψη της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή από τη «Νέα Σκηνή», σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, ξεκίνησαν οι φετινές παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Παράσταση διαφημισμένη στο έπακρο, ως νέα πρόταση για τη σκηνική αναβίωση του αρχαίου δράματος, που οδήγησε ένα τεράστιο πλήθος να συρρεύσει στο αργολικό θέατρο. Στην παράσταση του Σαββάτου, την οποία παρακολουθήσαμε εμείς, στο κοίλον δεν έπεφτε καρφίτσα. Οι θεατές πρέπει να πλησίασαν τους 10.000 και στο φινάλε το χειροκρότημά τους ήταν θερμό και παρατεταμένο. Πλην, όμως, ο θησαυρός αποδείχτηκε (για μια ακόμη φορά) άνθρακες.
Μάλλον είναι αργά για να καταλάβει ο κ. Βογιατζής ότι το αρχαίο δράμα «δεν του πάει» (για να χρησιμοποιήσουμε μια όσο γίνεται πιο κομψή έκφραση). Δεν έχει άποψη γι’ αυτό, ούτε ιδεολογική ούτε αισθητική. Το μόνο που «έχει» είναι η εμμονή του στη λεπτομέρεια και η ικανότητά του να οργανώνει (με εξοντωτικές μεθόδους δουλειάς) καλοδουλεμένες παραστάσεις. Σπάνια έχουμε δει τόσο καλοδουλεμένη (από την άποψη της συνολικής σκηνικής παρουσίας του θιάσου) παράσταση αρχαίου δράματος. Αρκεί όμως αυτό; Τι να τον κάνεις έναν απόλυτα συγχρονισμένο θίασο, που κάνει πρόβα ακόμα και μισή ώρα πριν την παράσταση (!), όταν αυτός καλείται να παρουσιάσει απλώς ένα σύνολο από ναρκισσιστικές πομφόλυγες; Το αποτέλεσμα εξ ορισμού είναι άνισο και το μόνο που σου αφήνει στο τέλος είναι ένα «τι κρίμα!».
Ο Βογιατζής δεν έχει ιδεολογική άποψη για το αρχαίο δράμα. Ούτε για την «Αντιγόνη». Στις ώρες που περιμέναμε μέχρι ν’ αρχίσει η παράσταση, διαβάσαμε ολόκληρο το ογκώδες (215 σελίδες) βιβλίο που αποτελεί το πρόγραμμα της παράστασης και δεν βρήκαμε ούτε μια αράδα του σκηνοθέτη για το πώς αυτός βλέπει την τραγωδία του Σοφοκλή, την πιο πολυδιαβασμένη, αυτή που έχει τροφοδοτήσει στοχασμούς φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, λογοτεχνών, θεατρανθρώπων. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο σκηνοθέτης μιλά με την παράστασή του και δεν έχει ανάγκη να γράψει ένα σημείωμα. Μολονότι και αυτό (αν ισχύει) προδίδει το ναρκισσισμό και τον ελιτισμό του ανθρώπου, εντούτοις εμείς δεν είδαμε ιδεολογική άποψη για το έργο στην παράσταση. Αντίθετα, ένα εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Τζορτζ Στάινερ «Οι Αντιγόνες», με αναφορές στο πώς αντιμετώπισαν την «Αντιγόνη» δυτικοί στοχαστές και λογοτέχνες (και κρίσεις εν πολλοίς αυθαίρετες και λαθεμένες), επιβεβαίωσε την υποψία μας για τη σύγχυση και τον εκλεκτικισμό του σκηνοθέτη. Ο Βογιατζής δεν έχει ιδεολογική άποψη και μάλλον δεν ενδιαφέρεται να αποκτήσει. Αντιμετωπίζει το αρχαίο δράμα καθαρά φορμαλιστικά. Ως ένα πεδίο ανάπτυξης των εμμονών και του ναρκισσισμού του. Το μόνο θετικό -κι αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε- είναι πως ο Βογιατζής δεν «διάβασε» την «Αντιγόνη» με τον γνωστό μανιχαϊστικό τρόπο του συρμού (που δικαιώνει την Αντιγόνη και καταδικάζει τον Κρέοντα), αλλά είδε στο λόγο του Σοφοκλή μια διπλή τραγωδία (της Αντιγόνης και του Κρέοντα). Πλην, όμως, αυτό έμεινε ημιτελές, για τον απλούστατο λόγο ότι ο σκηνοθέτης δεν μπορεί στοιχειωδώς να κατανοήσει την έννοια της αντίθεσης και τη σημασία της στην ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης.
Αυτό που αποτελεί τον ιδεολογικό πυρήνα του έργου, αυτό που αποκαλύπτει την πρόδηλη αμηχανία του Σοφοκλή (γι’ αυτό και μένει στα ερωτήματα, χωρίς να δίνει απαντήσεις), αυτό που κατά τη γνώμη μας αποτελεί το «κλειδί» για μια σύγχρονη σκηνική «ανάγνωση» της «Αντιγόνης», η αντίθεση ανάμεσα στο παλιό μητριαρχικό δίκαιο με την ακατάσχετη ηθικολογία του (φορέας του οποίου είναι η Αντιγόνη) και το νέο τυραννικό δίκαιο της «πόλης κράτους», με τον θετικιστικό λόγο και τρόπο του (φορέας του οποίου είναι ο Κρέων), αντίθεση πρωτεύουσα, στην οποία «υποτάσσονται» όλες οι δευτερεύουσες αντιθέσεις του έργου (άνδρας-γυναίκα, νέος-ηλικιωμένος), ο Βογιατζής ούτε καν το υποψιάστηκε, ούτε καν θέλησε να το ψαύσει. Η αντίθεση αυτή και η αμηχανία του τραγικού ποιητή μπροστά στα παράγωγά της φαίνονται καθαρά στον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνει ο Χορός, συμφωνώντας πότε με την Αντιγόνη και πότε με τον Κρέοντα.
Αυτές οι αντιθέσεις και αντιφάσεις στον τραγικό λόγο είναι που οδήγησαν τον Καρλ Μαρξ, βαθύτατο γνώστη της αρχαιοελληνικής γραμματείας, να γράψει πριν από ενάμιση αιώνα, ότι αυτά τα έργα εξακολουθούν να μας προκαλούν συγκίνηση και αισθητική απόλαυση όχι μόνο λόγω της υψηλής ποιητικής τους, αλλά και επειδή αναφέρονται στην παιδική εποχή της ανθρωπότητας, που ξέρουμε ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.1
Ομως, ο Βογιατζής δεν έχει ούτε αισθητική άποψη για το αρχαίο δράμα. Γι’ αυτό και η καλοδουλεμένη «Αντιγόνη» του ήταν άνιση, με ετερόκλητα στοιχεία, χωρίς καμιά διαλεκτική σύνδεση μεταξύ τους. Θύμιζε περισσότερο ένα μωσαϊκό τάσεων, παρά μια συγκροτημένη αισθητική -έστω- πρόταση για την αναβίωση του αρχαίου δράματος. Και δεν έχει ο σκηνοθέτης της το ελαφρυντικό της πρώτης προσέγγισης, γιατί πρόκειται για μια παράσταση που τη δουλεύει εδώ και 15 χρόνια. Αν χρειάζεσαι 15 χρόνια για να παρουσιάσεις την Αντιγόνη σαν ένα καπριτσιόζικο αγοροκόριτσο (!), τον Κρέοντα σαν ένα γεροπαράξενο και για να δώσεις σε άντρα ηθοποιό το ρόλο της Ευρυδίκης (η ίδια επιλογή για το ρόλο του Τειρεσία δεν μας φάνηκε εξεζητημένη), αν χρειάζεσαι 15 χρόνια για να ανακατέψεις στοιχεία κινηματογραφικά με θεατρικά (και μάλιστα με τρόπο κωμικό ορισμένες φορές), για να μπερδέψεις το ρεαλισμό από τη μια (αφαιρώντας τον τραγικό «όγκο» από τους περισσότερους ρόλους) και τον κλασικισμό από την άλλη (Τειρεσίας, Αγγελος), τότε τι να πούμε; Ο Ροντήρης είχε άποψη (κλασικιστική-εθνικιστική) για την τραγωδία. Ο Κουν προσπάθησε να διαμορφώσει άποψη για την τραγωδία, ψάχνοντας αναλογίες με τη σύγχρονη εποχή. Η ιδεολογική μήτρα και στις δυο αυτές προτάσεις είναι κοινή (βλέπουν και οι δύο την τραγωδία εξωιστορικά, ως ένα σύνολο ηθικών αρχών και μηνυμάτων που ισχύουν εσαεί), όμως τα μέσα τους διαφέρουν ριζικά. Ο Βογιατζής, με αναφορές στις δυο αυτές «σχολές» (λες και μπορεί να ομογενοποιηθούν νερό και λάδι), δεν έχει καν άποψη. Γι’ αυτό και η «Αντιγόνη» του ήταν… πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι.
Τους ηθοποιούς δεν θα τους κρίνουμε ή μάλλον θα τους κρίνουμε θετικά, διότι με τεράστιο προσωπικό μόχθο και με συνεχή παρουσία στη σκηνή επί δίωρο σχεδόν (εν προκειμένω, ήταν ενδιαφέρον το εύρημα του Βογιατζή να συμμετέχουν όλοι οι ηθοποιοί και στο χορό) έφεραν σε πέρας αυτό που τους δίδαξε ο σκηνοθέτης-τύραννος, θυσιάζοντας κάθε προσωπική αντίληψη για την προσέγγιση των ρόλων. Δεν ευθύνονται αυτοί για το αποτέλεσμα, αλλά ο σκηνοθέτης. Θετική δουλειά στα σκηνικά και τα κοστούμια (Χλόη Ομπολένσκι) και στους φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), ενώ ενδιαφέρουσα κρίνουμε και τη μουσική προσέγγιση του παλαίμαχου Σπύρου Σακκά, στηριγμένη σε πολυφωνικά μοτίβα της Γεωργίας. Τέλος, σοβαρότατες ενστάσεις έχουμε για τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μια μοντερνίζουσα μετάφραση που αφυδάτωσε τον ποιητικό λόγο του Σοφοκλή, φέρνοντάς τον κοντά στον Ευριπίδη, επιλογή κατά τη γνώμη μας μη επιτρεπτή.
Το πρόβλημα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος παραμένει. Και θα παραμένει όσο δεν υπάρχει μια συγκροτημένη ιδεολογική-αισθητική προσέγγισή του. Θα έχουμε έτσι ένα συνεχές πινγκ-πονγκ ανάμεσα σε έναν κενό περιεχόμενου κλασικισμό, που θα επιμένει να προσπαθεί να προκαλέσει «τον φόβον και τον έλεον» με ιστορίες γραμμένες μερικές χιλιάδες χρόνια πριν (!), και σε έναν εξίσου κενό περιεχόμενου μοντερνισμό, που θα προσπαθεί απλώς να εντυπωσιάσει με ευρήματα-πομφόλυγες το trendy κοινό της Επιδαύρου και του Ηρώδειου.
Κι όσοι σοβαροί άνθρωποι θα επιχειρούν πραγματικά πρωτοπόρες τομές θα διώκονται ως βέβηλοι και ιερόσυλοι. Οπως διώχτηκε πριν μερικά χρόνια, ως «ανθέλληνας» (!!!), ο μπρεχτικός Ματίας Λάνγκχοφ, που κατέθεσε μια πραγματικά σημαντική πρόταση με τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (με το ΚΘΒΕ). Τα πρωτοποριακά στοιχεία της σκηνοθεσίας του, η πλήρης ρήξη με τον κλασικισμό και τις «αιώνιες αλήθειες» του, θεωρήθηκαν βέβηλα, ενώ -για πάράδειγμα- δεν θεωρήθηκε καθόλου βέβηλο το γελοίο εύρημα του Βογιατζή, να αναγγέλλει η Αντιγόνη, μες στην καλή χαρά, στην Ισμήνη το θάνατο των αδελφών τους και την απόφαση του Κρέοντα να μείνει άταφος για να κατασπαραχτεί από τ’ αγρίμια ο Πολυνείκης, κι αμέσως μετά να τρέχει σαν χαρούμενη παιδούλα στο λιβάδι και να κάνει μια μεγαλοπρεπή «ρόδα» (η γνωστή ακροβατική φιγούρα)! Αυτή η στάση, των δύο μέτρων και δύο σταθμών, απέναντι στους δημιουργούς και τις προτάσεις τους αποτελεί δείγμα του πολιτιστικού επαρχιωτισμού της ελληνικής μπουρζουαζίας και συνάμα του εθνικισμού της (θεωρεί τον εαυτό της -τρομάρα της- μοναδικό κληρονόμο της αρχαιοελληνικής γραμματείας, με την οποία μπορούν οι εκλεκτοί της να κάνουν ό,τι γουστάρουν, πράγμα που στους «ξένους» απαγορεύεται, επί ποινή διαπόμπευσης και εξοστρακισμού).
Παραθέτουμε στην κορυφή της σελίδας ένα μικρό απόσπασμα από το «Μικρό Οργανο για το Θέατρο» του Μπρεχτ, που κατά την άποψή μας θα έπρεπε να το έχουν διαρκώς στο νου τους όσοι καταπιάνονται με τη σκηνική παρουσίαση των αρχαιοελληνικών έργων (τραγωδιών και κωμωδιών). Το βασικό πρόβλημα σχεδόν όλων τους είναι η εξωιστορική προσέγγιση των έργων. Γι’ αυτό και μπλέκονται συνεχώς σε αδιέξοδα, με αποτέλεσμα οι πιο τολμηροί να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με εξωτερικά στοιχεία και να σπάνε κι αυτοί τα μούτρα τους. «Είναι πια δυνατό να συλλάβουμε τη φύση και τις κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονται στη βάση της ελληνικής φαντασίας -άρα και της ελληνικής τέχνης- με τα αυτόματα κλωστήρια, τους σιδερόδρομους, τις ατμομηχανές και τον τηλέγραφο;»1, έγραφε το 1857 ο Μαρξ. Σήμερα, έχουμε φύγει και από την εποχή του Μαρξ. Εχουμε φύγει από τα αυτόματα κλωστήρια, τους σιδηρόδρομους και τον τηλέγραφο και έχουμε φτάσει στα βιομηχανικά ρομπότ, τα αεροπλάνα και το γρήγορο Internet. Θα προμηθευτούμε «ηθικές αξίες» από τους αρχαίους αττικούς συγγραφείς; Θα λέμε -όπως συνηθίζουν να λένε διάφοροι άνθρωποι του θεάτρου, διαφημίζοντας τις παραστάσεις τους- ότι «το τάδε έργο είναι τρομακτικό επίκαιρο»; Αυτό δεν είναι μόνο γελοίο, αλλά και επικίνδυνο, γιατί παράγει θεατές άβουλους, χωρίς κρίση, αθύρματα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
ΔΗΜ. ΝΑΤ
1. «Ωστόσο, η δυσκολία δε βρίσκεται, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, στο να εννοήσουμε ότι η τέχνη και το ελληνικό έπος είναι συνδεδεμένα με κάποιες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης. Η δυσκολία είναι πως όλα τούτα εξακολουθούν να μας προκαλούν αισθητική απόλαυση και, από μια ορισμένη άποψη, αποτελούν κανόνα και πρότυπο ανυπέρβλητο.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναγίνει παιδί, γιατί αλλιώτικα καταντάει να παιδιαρίζει. Ωστόσο, μήπως δεν ικανοποιείται από την αφέλεια του παιδιού και δεν προσπαθεί να αναπαραγάγει την αλήθεια της σ’ ένα ανώτερο επίπεδο; Μήπως ο πραγματικός χαρακτήρας κάθε εποχής δεν ξαναζεί τη φυσική του αλήθεια στην παιδική φύση; Και γιατί η παιδική ιστορική ηλικία της ανθρωπότητας -στην πιο ωραία στιγμή της ανάπτυξής της- να μην ασκεί μια αιώνια γοητεία, σα στάδιο που δεν θα ξαναγυρίσει πια; Υπάρχουν άξεστα παιδιά και παιδιά γνωστικά σα γέροι. Πολλοί απ’ τους αρχαίους λαούς ανήκουν σε τούτη την κατηγορία. Οι έλληνες ήταν φυσιολογικά παιδιά. Η γοητεία που ασκεί πάνω μας η τέχνη τους ανταποκρίνεται στο ελάχιστα ή διόλου αναπτυγμένο κοινωνικό στάδιο που ωρίμασε. Είναι ίσως το αποτέλεσμα τούτης της κοινωνικής κατάστασης που συνδέεται αξεδιάλυτα με το ότι οι ανώριμες κοινωνικές συνθήκες -που μέσα τους γεννήθηκε και που μόνο μέσα τους μπορούσε να γεννηθεί- δεν μπορούν ποτέ πια να ξαναγυρίσουν» (Καρλ Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Εισαγωγή. Παρμένο από το «Μαρξ-Ενγκελς, Κείμενα για την Λογοτεχνία και την Τέχνη, μετ. Στ. Χρυσικόπουλος, Εξάντας 1975, σ. 47-49).
2. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μικρό Οργανο για το Θέατρο, μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, από τη συλλογή «Από τον Αριστοτέλη στον Μπρεχτ», Κάλβος 1979, σ. 250-1).