«Και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία είναι δικτατορία της αστικής τάξης».
Καρλ Μαρξ
Η ομαδική παραίτηση του προέδρου και των μελών της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και ο τρόπος με τον οποίο έγινε δεκτή από την κυβέρνηση (συνοδευόμενη από απαξιωτικά σχόλια) διαλύουν και τις τελευταίες αυταπάτες περί προστασίας στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων από τα όργανα της αστικής δημοκρατίας. Ο λόγος πλέον περνά στον ελληνικό λαό, ο οποίος με κάθε μέσο πρέπει να βάλει φρένο στο «μεγάλο αδελφό». Κάθε δράση ενάντια στις χαφιεδοκάμερες είναι κοινωνικά και πολιτικά νόμιμη.
Το ιστορικό είναι γνωστό. Μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, στη διάρκεια των οποίων οι κάμερες λειτούργησαν κανονικότατα ως ρουφιάνοι, το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο υπήρξε προσφυγή, αποφάσισε την προσωρινή λειτουργία τους, με αντικείμενο μόνο τη ρύθμιση της κυκλοφορίας. Γι’ αυτό και διατάχτηκε η αποσύνδεση των καμερών που καταγράφουν και ήχο. Η αρμόδια Αρχή θέλησε να διατηρήσει ένα φερετζέ νομιμότητας. Δυο φορές έπιασε επ’ αυτοφώρω τους μπάτσους να παρακολουθούν με τις κάμερες διαδηλώσεις και επέβαλε πρόστιμα.
Τα κίνητρα του Γουργουράκη ουδόλως μας απασχολούν. Είτε θέλησε να λειτουργήσει ως Πασόκος, είτε επεδίωξε την προσωπική του προβολή, είτε είναι ένας άτεγκτος υπερασπιστής του νόμου, μας αφήνει αδιάφορους. Το τελευταίο το έχουμε αμφισβητήσει βάσιμα, σημειώνοντας ότι δεν είναι δυνατόν μόνο δυο φορές μέσα σε τρία χρόνια να έχουν χρησιμοποιηθεί οι κάμερες για παρακολούθηση διαδηλώσεων. Η ουσία είναι πως οι μπάτσοι, με εντολή της κυβέρνησης, έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια και την Αρχή και τα πρόστιμά της. Για να τελειώνει η ιστορία με τον Γουργουράκη, διατάχθηκε να αναλάβει δράση ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδάς, διορισμένος από την κυβέρνηση και πειθήνιο όργανό της (έχει διακριθεί στη διεκπεραίωση ειδικών αποστολών). Παρενέβη, λοιπόν, φτύνοντας το ΣτΕ ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η προσφυγή για τις κάμερες, και με γνωμοδότησή του απεφάνθη ότι καλώς λειτουργούν οι κάμερες.
Για τον Γουργουράκη η συγκεκριμένη γνωμοδότηση και η πλήρης παράκαμψή του από κυβέρνηση και διατεταγμένη Δικαιοσύνη ήταν κόλαφος. Αποφάσισε να κάνει έναν τελευταίο έλεγχο και στη ΓΑΔΑ βρήκε αυτό που ήξερε ότι θα βρει: ασφαλίτες και εισαγγελείς να παρακολουθούν από τα μόνιτορ την εξέλιξη της πορείας του Πολυτεχνείου. Πήρε, λοιπόν, το καπελάκι του και έφυγε, χωρίς μάλιστα αυτή τη φορά να επιβάλει πρόστιμο (γιατί άραγε;).
Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένουμε την απόφαση του ΣτΕ. Θα την τρενάρουν όσο μπορούν, μέχρι να βρουν σύνθεση και συνθήκες που θα τους επιτρέπει να νομιμοποιήσουν τις κάμερες. Κι αν, παρ’ ελπίδα, δεν είναι η απόφαση που θέλουν, θα στείλουν την υπόθεση και στον Αρειο Πάγο, όπου έχουν στο τσεπάκι όποια απόφαση θέλουν, ώστε να υπάρξουν δυο αντίθετες αποφάσεις και να επιληφθεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Και στο μεταξύ, οι κάμερες θα λειτουργούν κανονικότατα.
Εκείνο που αποδείχτηκε από την εξέλιξη της υπόθεσης των καμερών είναι πως στο αστικό καθεστώς η εξουσία είναι μία και αδιαίρετη, με όσα πρόσωπα και αν εμφανίζεται. Είναι η εκτελεστική εξουσία που παίρνει τις αποφάσεις και οι διάφοροι δήθεν ανεξάρτητοι μηχανισμοί (Δικαιοσύνη, Ανεξάρτητες Αρχές που είναι καινούργιο φρούτο) υπακούουν στα κελεύσματά της. Κάποιες φορές, βέβαια, εμφανίζονται αρρυθμίες (αυτά έχει η κοινοβουλευτική δημοκρατία σε αντίθεση με ένα και τυπικά δικτατορικό καθεστώς, όπως ήταν η χούντα), όμως στο τέλος επικρατεί η θέληση της εκτελεστικής εξουσίας.
Εμείς δεν λέμε ότι γενικά δεν πρέπει να γίνονται προσφυγές στους διάφορους δικαστικούς μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας. Ομως, αυτές οι προσφυγές πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ, να χρησιμοποιούνται ως βοηθητικά εργαλεία, με στόχο κυρίως να αποκαλύψουν και να διαλύσουν αυταπάτες, και ποτέ να μην υποκαθιστούν την ταξική πάλη. Οσοι δεν θέλουν τις χαφιεδοκάμερες, λοιπόν, ας αναλάβουν να τις καταργήσουν.