Στις 30 Ιανουαρίου δόθηκαν στη δημοσιότητα δύο νέες αμερικάνικες εκθέσεις για την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Η μια από την «Afghanistan Study Group», υπό την εποπτεία του πρώην συνταγματάρχη των Πεζοναυτών Τζέιμς Τζόουνς και του πρώην πρεσβευτή Τόμας Πίκερινγκ, με τίτλο «Αναζωογονούμε τις προσπάθειές μας: Επανεξετάζουμε τις στρατηγικές μας». Και η δεύτερη από το «Atlantic Council», υπό την εποπτεία και πάλι του συνταγματάρχη Τζέιμς Τζόουνς, με τίτλο «Να σώσουμε το Αφγανιστάν: Εκκληση και σχέδιο για επείγουσα δράση», η οποία αρχίζει χωρίς περιστροφές: «Ας μην γελιόμαστε, το ΝΑΤΟ δεν κερδίζει στο Αφγανιστάν. Αν δεν κατανοηθεί αυτή η πραγματικότητα και δεν αναληφθεί αμέσως δράση, το μέλλον του Αφγανιστάν είναι ζοφερό, με περιφερειακές και παγκόσμιες επιπτώσεις».
Και οι δύο εκθέσεις κάνουν παρόμοιες εκτιμήσεις. Σύμφωνα μ’ αυτές, μετά από έξι χρόνια κατοχής, οι Αμερικάνοι και οι νατοϊκοί τους σύμμαχοι δεν έχουν καταφέρει να βελτιώσουν τη ζωή των απλών Αφγανών ή να δημιουργήσουν μια εθνική κυβέρνηση που να λειτουργεί και να έχει λαϊκή υποστήριξη. Ο πληθυσμός έχει εγκαταληφθεί σε φοβερή φτώχεια και στο έλεος διεφθαρμένων και βάναυσων δυναστών και αξιωματούχων. Η αντικατοχική εξέγερση αναπτύσσεται και οι αμερικανονατοϊκές δυνάμεις υπέστησαν τις βαρύτερες απώλειες το 2007. Οι συμμαχικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, προκαλούν συνήθως απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, τροφοδοτούν το ήδη βαθύ μίσος για την ξένη στρατιωτική παρουσία και ωθούν χιλιάδες Αφγανούς να ενωθούν με τους αντάρτες. Με λιγότερα από 60.000 στρατεύματα στη χώρα, το ΝΑΤΟ είναι ανίκανο να εμποδίσει τις επιχειρήσεις των ανταρτών σε μεγάλα τμήματα του Αφγανιστάν. Η περιοχή στις δύο πλευρές των αφγανοπακιστανικών συνόρων, όπου κατοικούν οι φυλές των Παστούν, είναι ουσιαστικά υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, απ’ όπου οι δυνάμεις τους κάνουν ένα όλο και πιο επιτυχή πόλεμο εναντίον του πακιστανικού καθεστώτος και των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στο έδαφος του Αφγανιστάν. Τέλος, μεταξύ άλλων, και οι δύο εκθέσεις επισημαίνουν την ανάγκη κατεπείγουσας δράσης με την ενίσχυση των νατοϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα και της προσπάθειας ανοικοδόμησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού.
Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα διχάζει τους νατοϊκούς εταίρους και μεγαλώνει τις μεταξύ τους διαφωνίες σχετικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν στο Αφγανιστάν. Από τη μια είναι οι Αμερικάνοι, που εμμένουν στην τακτική του μαστίγιου, δηλαδή στην ενίσχυση των νατοϊκών στρατιωτικών δυνάμεων και στην κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Και από την άλλη οι Βρετανοί, που θεωρούν ότι η τακτική αυτή από μόνη της δεν αποδίδει και ότι πρέπει παράλληλα να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην ανοικοδόμηση της χώρας και στην προσέγγιση με τα πιο μετριοπαθή στοιχεία των Ταλιμπάν, με στόχο την αποδυνάμωσή τους και την προετοιμασία μιας βιώσιμης κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης.
Οι βρετανικές διαφωνίες δεν είναι βέβαια το μόνο πρόβλημα για το Πεντάγωνο. Αγνοώντας τις δυσοίωνες προβλέψεις των δύο αμερικάνικων εκθέσεων, η Γερμανία και η Γαλλία δεν υπέκυψαν στις ασφυκτικές αμερικάνικες πιέσεις να ενισχύσουν και να μετακινήσουν τα στρατεύματά τους από το σχετικά ήσυχο βόρειο Αφγανιστάν και την Καμπούλ στο καυτό μέτωπο του νοτιοανατολικού Αφγανιστάν, ενώ ο Καναδάς, που έχει ήδη σημαντικές απώλειες στο μέτωπο αυτό, εξέδωσε τις τελευταίες μέρες δύο τελεσίγραφα, απειλώντας να αποσύρει τα στρατεύματά του, αν δεν ενισχυθεί σημαντικά και άμεσα το νότιο μέτωπο με νατοϊκές δυνάμεις.
Η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν τα αμερικανονατοϊκά στρατεύματα στο Αφγανιστάν φαίνεται πως είναι πολύ χειρότερη από την εικόνα που δίνει η προσεγμένη διπλωματική γλώσσα των αμερικάνικων εκθέσεων, γεγονός που εξηγεί και τη δημόσια ενδονατοϊκή αντιπαράθεση. «Υποχωρείστε, το Αφγανιστάν είναι ένας επικίνδυνος πόλεμος που δεν μπορούμε να κερδίσουμε ποτέ. Οι Βρετανοί διοικητές αγνόησαν όλες τις προειδοποιήσεις ότι οι Ταλιμπάν είναι οι πιο σκληροί πολεμιστές στον κόσμο». Με τον εξαιρετικά εύγλωττο αυτό τίτλο δημοσιεύτηκε στη βρετανική εφημερίδα «Sunday Times» (3/02/08) σχετικό άρθρο, που μας δίνει μια μικρή γεύση αυτής της πραγματικότητας, από το οποίο μεταφέρουμε μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα.
«Ενας ολοφάνερα εξοργισμένος Ρόμπερτ Γκέιτς, ο αμερικάνος υπουργός Αμυνας, αγνόησε την επίσημη αισιοδοξία και αποφάσισε να στείλει 3.000 επιπλέον πεζοναύτες στο πεδίο της μάχης, ενώ έστειλε μια ασυνήθιστα αυστηρή επιστολή στη Γερμανία απαιτώντας οι 3.200 στρατιώτες της να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά πυρά. Η Γερμανία, όπως και η Γαλλία έχουν απορρίψει το αίτημα. Πρόκειται για επείγον ζήτημα, αφού οι Καναδοί έχουν απειλήσει ότι θα αποσυρθούν αν δεν ξαλαφρώσουν. Μια εξίσου απελπισμένη Βρετανία υπόσχεται να στείλει στο μέτωπο μισοεκπαιδευμένους άντρες της Εθνοφρουράς, αφού οι διοικητές της αγνόησαν όλες τις προειδοποιήσεις ότι οι Ταλιμπάν είναι οι πιο σκληροί μαχητές στη γη.
Στο μεταξύ το ΝΑΤΟ κάνει αυτό που κάνει καλύτερα, καυγαδίζει. Ο Γκέιτς έχει κάνει κριτική στη Βρετανία ότι δε διεξάγει τον πόλεμο κατά των ανταρτών με αρκετό σθένος. Η Βρετανία είναι εξοργισμένη με την εμμονή των ΗΠΑ στο ψέκασμα των καλλιεργειών παπαρούνας στην επαρχία Χέλμαντ, εξανεμίζοντας κάθε ελπίδα να κερδίσουμε την κοινή γνώμη. Οι περισσότεροι από τους 37.000 στρατιώτες που περιφέρονται γύρω από την Καμπούλ στάλθηκαν υπό τον όρο ότι δεν θα πάρουν μέρος σε μάχες. Κανείς στρατός δε συγκεντρώθηκε ποτέ με μια τέτια ανόητη προϋπόθεση.
Η περιβόητη στρατηγική του ΝΑΤΟ το 2006 δε λειτούργησε. Καυχιόταν ότι οι δυνάμεις του θα περιφρουρούσαν μόνο την ανοικοδόμηση και θα εκπαίδευαν την αφγανική αστυνομία. Οτι δεν θα γίνονταν αντιπαραγωγικά αεροπορικά πλήγματα σε χωριά των Παστούν. Οτι οι Ταλιμπάν θα αντιμετωπίζονταν από τις Αμερικάνικες Ειδικές Δυνάμεις και ο Πακιστανικός στρατός θα έκανε επιθέσεις στα νώτα τους. Πριν από δύο χρόνια, όποιος εξέφραζε σκεπτικισμό γι αυτό το ρόδινο σενάριο, αντιμετωπιζόταν στα γραφεία του ΝΑΤΟ στην Καμπούλ με δυνατά γέλια. Σήμερα αυτά τα γέλια ηχούν ευχάριστα στα αυτιά των Ταλιμπάν.
Η Καμπούλ μοιάζει με τη Σαϊγκόν στο τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ. Βρίθει από πρόσφυγες και διαφθορά, ενώ ένα ανώτερο στρώμα καλά οπλισμένων μισθοφόρων, συμβούλων, εργολάβων και μελών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κινείται με ταχύτητα από πάρτι σε πάρτι σε αλεξίσφαιρα τζιπ…
Υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις υποσχέσεις της Βρετανίας το 2001 και στη σημερινή πραγματικότητα. Μετά από 87 νεκρούς και δύο χρόνια επιχειρήσεων στην επαρχία Χέλμαντ, ο Βρετανικός στρατός δεν μπορεί να διασφαλίσει ούτε ένα φράγμα. Κάποιες επιτυχίες όπως λίγα καινούργια σχολεία και δρόμοι στο βορρά φαίνονται ακόμη πιο ασήμαντες καθώς η χώρα αποσπάται από την Καμπούλ και οι φύλαρχοι προσπαθούν να συνάψουν συμφωνίες με τους διοικητές των Ταλιμπάν.
Είναι ολοφάνερο ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος οι 6.000 Βρετανοί στρατιώτες να διασφαλίσουν ή να αποκαταστήσουν την ειρήνη στο νότο. Περισσότεροι στρατιώτες απλά θα φουντώσουν περισσότερο την εξέγερση. Περισσότερες αμερικάνικες επιθέσεις στις περιοχές κατά μήκος των αφγανοπακιστανικών συνόρων απλά θα προσφέρουν προπαγάνδα στην Αλ – Κάιντα για τη ριζοσπαστικοποίηση των φυλετικών περιοχών».
Στις 6 Φεβρουαρίου, η Κοντολίζα Ράις έφτασε στο Λονδίνο για να συζητήσει με τη Βρετανική κυβέρνηση τις διαφωνίες και τα προβλήματα που έχουν προκύψει στις σχέσεις τους, αλλά και για να πιέσουν από κοινού τους υπόλοιπους εταίρους για περισσότερη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στο Αφγανιστάν στη σύνοδο των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας, στις 7 και 8 Φεβρουαρίου. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστό το αποτέλεσμα της νατοϊκής συνόδου, ωστόσο όλα δείχνουν ότι η αυξανόμενη κρίση στο Αφγανιστάν αφήνει ελάχιστα περιθώρια στο Λευκό Οίκο να κάμψει την απροθυμία των εταίρων του και να επιβάλλει τη θέλησή του.
♦ Τίποτα δεν είναι ασφαλές στην Καμπούλ
Στις 14 Ιανουαρίου, έγινε επίθεση αυτοκτονίας στο πολυτελές ξενοδοχείο Σερένα, ένα από τα πιο αυστηρά φρουρούμενα σημεία της Αφγανικής πρωτεύουσας, την ώρα που βρισκόταν σ’ αυτό ο Νορβηγός υπουργός Εξωτερικών, προκαλώντας το θάνατο 7 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ενός Αμερικάνου και ενός Νορβηγού δημοσιογράφου. Η επίθεση αυτή προκάλεσε σοκ στις διπλωματικές αντιπροσωπείες και στην κουστωδία των διάφορων συμβούλων, εργολάβων και λοιπών παρατρεχάμενων, γιατί απέδειξε ότι οι Ταλιμπάν έχουν τη δυνατότητα πλέον να χτυπούν όποτε θέλουν ακόμη και τους πιο προστατευμένους στόχους.
Με αφορμή το γεγονός αυτό, η αμερικάνικη εφημερίδα «USA TODAY» (30/01/08) σε σχετικό άρθρο της μας μεταφέρει μια άλλη εικόνα του πολέμου στο Αφγανιστάν, από το οποίο ξεχωρίσαμε και μεταφέρουμε τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα.
«Στις καλύτερες μέρες που ακολούθησαν την αμερικάνικη εισβολή, ο φημισμένος δρόμος “Τσίκεν Στριτ” προσείλκυε εκατοντάδες ξένους που παζάρευαν αφγανικά χαλιά, δερμάτινα και πολύτιμους λίθους, όπως Λάπις Λάζουλι. Αυτές τις μέρες, οι Δυτικοί έχουν εξαφανιστεί από το κέντρο της αφγανικής πρωτεύουσας. Σε καταστήματα όπως του Μοχάμεντ Χασέφ, ενός 36χρονου εμπόρου χαλιών, οι φόβοι ασφάλειας έχουν γίνει τόσο έντονοι, ώστε διώχνει ακόμη και τους ζητιάνους από φόβο μήπως φορούν γιλέκα αυτοκτονίας….
Τέτιες ανησυχίες έχουν πολλαπλασιαστεί ανάμεσα σε Αφγανούς και Δυτικούς εξίσου μετά την παράτολμη επίθεση στις 14 Ιανουαρίου στο ξενοδοχείο Σερένα, πέντε αστέρων.
Η επίθεση σε ένα από τα πιο αυστηρά φρουρούμενα σημεία ήταν το τελευταίο και πιο εντυπωσιακό σημάδι ότι οι Ταλιμπάν κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. Παρά την παρουσία περισσότερων από 50.000 Αμερικανικών και νατοϊκών στρατευμάτων σ΄ όλο το Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν ανέκτησαν τον έλεγχο τεράστιων αγροτικών περοχών την περασμένη χρονιά και τώρα έχουν σταθερή βάση μόλις έξω από την Καμπούλ.
Η επίθεση στο ξενοδοχείο Σερένα έχει προκαλέσει ερωτηματικά αν κανένα μέρος στη χώρα είναι ασφαλές…
Οι Ταλιμπάν με την επίθεση στο Σερένα έδειξαν ότι μπορούν να χτυπούν Δυτικούς ουσιαστικά οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή, ακόμη και στην καρδιά της Καμπούλ, μας είπε ο Σεθ Τζόουνς, ειδικός στην αντιεξέγερση, της δεξαμενής σκέψης “Rand Corp”.
Η διάλυση της ψευδαίσθησης ασφάλειας προκάλεσε σοκ σε Ευρωπαίους και αμερικάνους διπλωμάτες, σε μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων και εργολάβους που δουλεύουν εδώ.
“Ενας από τους τρόπους ψυχαγωγίας στην Καμπούλ ήταν η δυνατότητα να βγούμε έξω και να συναναστραφούμε με κόσμο. Ξεγελούσαμε τους ευτούς μας. Τίποτα δεν είναι πια ασφαλές στην Καμπούλ”, μας είπε ο επιχειρηματίας Σάαντ Μοχσενί, εκδότης της “Αφγανικής Σκηνής”, ενός μηνιαίου περιοδικού για τη νυχτερινή ζωή της Καμπούλ, με φωτογραφίες ξένων που ξεφαντώνουν.
Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η εντυπωσιακή επανεμφάνιση των Ταλιμπάν, που είχαν απωθηθεί βαθιά στα βουνά στα πρώτα χρόνια μετά την αμερικάνικη εισβολή το 2001.
Οι ξένες δυνάμεις για δεκαετίες προσπάθησαν να υποτάξουν το Αφγανιστάν και απέτυχαν.
Οι πρόσφατες επιτυχίες των Ταλιμπάν θυμίζουν τρομερά τα σοβιετικά χρόνια, στη δεκαετία του ’80, όταν τα ρώσικα στρατεύματα κατείχαν τις πόλεις, αλλά οι μαχητές της Αφγανικής αντίστασης κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και τελικά νίκησαν.
“Υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο λαό. Τώρα υπάρχει πολύ χιόνι. Πολλοί άνθρωποι είναι άρρωστοι. Θέλουν να πάνε σε κλινικές, αλλά δεν μπορούν. Η κυβέρνηση δεν καθαρίζει το δρόμο. Είναι αδιάφορη”, μας είπε ο Ισσα Νούρι, διευθυντής σχολείου κοριτσιών, στην επαρχία Βαρντάκ στα περίχωρα της Καμπούλ….
Υστερα από μια δύσκολη μέρα με το Αφγανιστάν και τη μιζέρια του – τη βία, τη φτώχεια και τη διαφθορά – ξένοι διπλωμάτες, μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων και δημοσιογράφοι μπορούσαν πάντα να βρουν κάπου καταφύγιο. Μπορούσαν να μαζευτούν στο μπαρ “L’ Atmosphere”, να ανταλλάξουν ιστορίες στο υπόγειο “Hare” και στο “Hound Watering Hole” ή να παραδοθούν στο Spa του Σελένα.
Μετά την επίθεση, τα νυχτερινά σημεία της πόλης είναι σχεδόν άδεια, ακόμη και τις Πέμπτες, που συνηθίζεται να γίνονται νυχτερινά πάρτι.
Οι Ταλιμπάν έχουν απειλήσει ότι θα συνεχίσουν τις επιθέσεις εναντίον των ξένων στα μέρη που πηγαίνουν για να χαλαρώσουν, αυξάνοντας τους φόβους ότι η Καμπούλ θα γίνει μια άλλη Βαγδάτη»…
Την εικόνα συμπληρώνει ένα ρεπορτάζ του BBC (1/02/08), με τίτλο «Γιατί οι Αφγανοί Ταλιμπάν νιώθουν αυτοπεποίθηση», το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν τώρα ισχυρίζονται ότι έχουν επιρροή στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας και ότι έχουν επεκτείνει τον έλεγχό τους από τα παραδοσιακά προπύργιά τους στο νότο.
Είναι ικανοί να κάνουν επιχειρήσεις ελεύθερα ακόμη και στην επαρχία Βαρντάκ, δίπλα στην πρωτεύουσα Καμπούλ, όπως διαπίστωσε πρόσφατα μια ομάδα του BBC που τους κινηματογράφησε.
Ενας από τους διοικητές τους στη Βαρντάκ, ο Μουλά Χακματουλάχ, είπε ότι δεν ελέγχουν τους δρόμους ούτε τις πόλεις, αλλά ελέγχουν την ύπαιθρο και η επιρροή τους αυξάνεται συνεχώς εξαιτίας της διαφθοράς της διοίκησης…
Η υποστήριξή από τους χωρικούς είναι απαραίτητη για να συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους χειμερινούς μήνες.
Κάτοικοι της επαρχίας είπαν ότι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους Ταλιμπάν, γιατί εφαρμόζουν ένα δικό τους σύστημα δικαιοσύνης. Σε ένα από τα χωριά που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, οι κάτοικοι μίλησαν πρόθυμα στο BBC και είπαν ότι υπάρχει πολύ περισσότερη ασφάλεια τώρα που οι Ταλιμπάν βρίσκονται εκεί, ότι οι Ταλιμπάν βρίσκουν λύση ακόμη και για τα πιο μικρά προβλήματα και ότι η κυβέρνηση Καρζάι δεν τους έδινε σημασία και αγνοούσε τους φτωχούς ανθρώπους.
Η ομάδα των Ταλιμπάν έδειξε τα όπλα της, ανάμεσα στα οποία υπήρχε ένα βαρύ πολυβόλο και είπαν ότι τα πήραν από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Τα δοκίμασαν πυροβολώντας στο φως της ημέρας, προφανώς γιατί δεν φοβούνταν ότι θα τους ανταποδώσουν τα πυρά κυβερνητικές ή διεθνείς δυνάμεις…».