Σε λίγες μέρες, και το σκάνδαλο του μολυσμένου ηλιέλαιου θα έχει περάσει στη λήθη. Οπως έγινε με τόσα άλλα. Αυτή τη φορά, μάλιστα, χωρίς καν κάποια τυπικά μέτρα που άλλες φορές ανακοίνωναν (όπως έγινε π.χ. με τις ζωοτροφές και τα κρετάλευρα, μετά τις «τρελές αγελάδες». Η Κομισιόν αρκέστηκε στις διαβεβαιώσεις της ουκρανικής κυβέρνησης ότι θα κάνει αυστηρούς ελέγχους κι αυτό ήταν.
Οπως γράψαμε και στο προηγούμενο φύλλο, η αρχική απόφαση για επιβολή εμπάργκο διάρκειας ενός χρόνου στις εισαγωγές ουκρανικού ηλιέλαιου, επειδή η Ουκρανία δεν έδωσε καμιά εξήγηση για τα αίτια της επιμόλυνσης τόσο μεγάλων ποσοτήτων (μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες τόνους), δεν κράτησε ούτε ένα 24ωρο. Το απόγευμα της μιας μέρας πάρθηκε η απόφαση για το εμπάργκο, το πρωί της επομένης ανακλήθηκε.
Αυτό μας δείχνει ότι στο κόλπο δεν παίζουν μόνοι τους οι Ουκρανοί, αλλά έχουν γίνει επενδύσεις από μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες του κλάδου των τροφίμων. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, μέχρι και κοινοτικές επιδοτήσεις έχουν δοθεί για εργοστάσια που παράγουν ηλιέλαιο και τέτοια δυνατότητα δεν είχαν, βέβαια, οι Ουκρανοί καπιταλιστές.
Υπάρχει, όμως, σ’ όλο αυτό το σκάνδαλο μια σημαντική λεπτομέρεια. Οι ουκρανικές αρχές δεν έδωσαν καμιά εξήγηση για την επιμόλυνση και η Κομισιόν έπαψε να ζητάει εξηγήσεις. Δηλαδή, δεν ενδιαφέρει να μάθουμε πώς βρέθηκε τόσο μεγάλη ποσότητα επιμολυσμένη με ορυκτέλαιο. Η περίπτωση της νοθείας αποκλείστηκε, όπως και η περίπτωση της επιμόλυνσης από δεξαμενές που δεν καθαρίστηκαν καλά. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, πρώτο δε θα είχαμε επιμόλυνση τόσο μεγάλων ποσοτήτων, που απαιτούν πολλές δεξαμενές, και δεύτερο θα είχαν βρει εύκολα ποια δεξαμενή περιείχε ορυκτέλαιο πριν δεχτεί το ηλιέλαιο.
Τι μένει, λοιπόν; Τα τάνκερ που μεταφέρουν τρόφιμα σε υγρή μορφή, τα οποία –όπως αποκαλύψαμε στο προηγού-μενο φύλλο– μπορούν να μεταφέρουν πλέον και μια μεγάλη γκάμα περισσότερο ή λιγότερο τοξικών χημικών ουσιών, μεταξύ των οποίων και ορυκτέλαιο. Εμμέσως πλην σαφώς, αυτό το υπαινίχτηκε και η ουκρανική κυβέρνηση, θέλοντας να αποσείσει τη δική της ευθύνη (χωρίς να μας πει, βέβαια, τι ελέγχους έκαναν στα λιμάνια φόρτωσης τα αρμόδια όργανά της, για να διαπιστώσουν αν τα πλοία ήταν καθαρά από το προηγούμενο φορτίο). Η Κομισιόν, όμως, δεν έκανε ούτε υπαινιγμό γι’ αυτό το θέμα. Για δυο λόγους: πρώτο, επειδή θέλει να κουκουλώσει τις δικές της ευθύνες για την αλλαγή της οδηγίας το 1996 και το 2004 και δεύτερο επειδή θέλει να συνεχιστεί το εγκληματικό αυτό καθεστώς, δίνοντας απλώς λίγη μεγαλύτερη προσοχή στον καθαρισμό των πλοίων το πρώτο διάστημα. Αλλωστε, η απόφαση να καταργηθεί το «μόνον για τρόφιμα» και να επιτραπεί η μεταφορά εναλλάξ τροφίμων και χημικών, πάρθηκε προκειμένου να μειωθεί το κόστος των επιχειρήσεων που εμπορεύονται τρόφιμα. Το είπαν καθαρά στην τροποποιημένη οδηγία: «συνεπάγεται αδικαιολόγητα υψηλές δαπάνες για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων όταν πρόκειται για τη μεταφορά με σκάφη θαλάσσης, υγρών ελαίων και λιπών προοριζομένων για, ή δυνάμενων να καταναλωθούν από τον άνθρωπο».