Αγαπητά μου παιδιά
Οποιος δεν έμεινε από μίζα ή από καφέ δεν μπορεί να εκτιμήσει την αξία τους. Κι άντε ο καφές… Η μίζα όμως είναι ο εκκινητήρας, η αρχή. Και ως γνωστόν, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Η δε Αρχή –με κεφαλαίο και συχνά και με κεφάλαιο (κουφαλαίο-κουφάλαιο)– είναι το παν. Διότι αν δεν είχαμε αρχή, δεν θα είχαμε και τέλη! Και τότε πώς θα ζούσε η ύδρα, που όσα μπάσταρδα υδροκέφαλα γέννησε στη Λέρνη, τα έστειλε στη Βέρνη να μάθουν «του marketing τα κόλπα και τα χούγια / που μετατρέπει τις πατάτες σε αγγούρια», όπως καταγράφει και ο Τζιμάκος; Και ακολούθως –τη βοηθεία του Ηρακλέους βεβαίως-βεβαίως– τα εγκατέστησε στα απόκεντρα κέντρα των αποφάσεων και των αποβάσεων, αντικαθιστώντας την μητριαρχία με την πατριαρχία και τη μονοθεϊστική λατρεία του ενός και αδιαιρέτου κουφαλαίου.
Ας μην αναλωνόμαστε στα τετριμμένα κι ας μη τρίβουμε τα αναλώσιμα. Παραμένουμε στον μεσαίωνα των μποϊκοτάζ, των καθιστικών διαμαρτυριών, της δύναμης της ψήφου και του ψόφου, της αδυναμίας χαρακτήρων, του βουβού πένθους και των δεκαπεντασύλλαβων ιπποτικών ασμάτων. Ακολουθεί μια ενδεικτική ευρωπαϊκή μπαλάντα άκαπνων και φιλειρηνικών ξιφομάχων, στο πνεύμα του έπους του Γκιλγαμιέσ’. Την τραγουδούσαν ερωτευμένοι περιπλανώμενοι –άμα τη καταβάσει τους από τα αειθαλή δέντρα των ευρωπαϊκών δασών– πολύ πριν τον ερχομό των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των αντίστοιχων υπουργείων (στην αποικία του Ελλάντα το δεύτερο δεν έφτασε ακόμη):
ιδού και οι κουτόφραγκοι. Κι εγώ ως τροβαδούρος
ενώπιόν σας τραγουδώ μπαλάντες περί μίζας
του ζοφερού μεσαίωνα που παραμένει ντούρος.
Ω δεσποσύνη, τα λυτά μαλλιά σας φτάνουν κάτω
στον στοιχειωμένο πύργο σας εκεί στο Βερολίνο.
Το φρέαρ της λιγούρας μου, ωιμέ, δεν έχει πάτο
μίζες-φιλιά να στέλνετε κι εγώ κ@λο θα δίνω.
Βάλτε μου τηλεφωνικά κέντρα, στείλτε κουζίνες
χώστε λεφτά εις τράπεζες του Γουλιέλμου Τέλλου
ας πάν’ χίλια δολάρια το λίτρο οι βενζίνες
γω πίνω αποστάγματα μονάκριβης αμπέλου.
Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά λέγεται ότι πέφτει
περιπλανιέμαι ραψωδός γύρω από μαύρο λάκκο
σαν μυριστώ τον κίνδυνο βάζω στον κ@λο νέφτι
έχω λαμπρό παράδειγμα –ποιον άλλο;– τον Κυριάκο.
Εγώ ‘χω τιμολόγια και είμαι καλυμμένος
έχω και παραστατικά. Κι αν μου δωρίσαν’ κάτι
συνέβαινε και στον μπαμπά. Προς τι το τόσο μένος;
Μας βγάλατε το όνομα, αφήστε μας το μάτι.
Ακούστε σεις τρισεύγενη των πλούσιων ρεγάλων
ακούστε με, του Μέλανα Δρυμού ωραία κόρη
γιατί έχω πόνο στην καρδιά ανείπωτο, μεγάλον:
Ονειρο το ‘χω, στείλτε μου κάποτε ένα βαπόρι.
Δεν θέλω αδιαφάνεια, δεν το ζητάω κούτρα
θα σας πληρώσω! Πόσο; Δυο; Πέντε; Δέκα χιλιάδες;
Θέλω να είμαι καθαρός. Γιατί με τέτοια μούτρα
και με τα χούγια του μπαμπά, θα ‘χω πολλούς μπελάδες.
Εχω και μία αδερφή, μια κόρη ζηλεμένη
που ‘χει δύο ονόματα μικρά, τρία μεγάλα.
Στείλτε μου κάτι και γι’ αυτήν. Πώς πλήττει η καημένη
κινούμενη νυχθημερόν από σάλα σε σάλα…
Εχω ανίψια, συγγενείς. Παιδιά όχι ακόμα
–δεν ήξερα πώς γίνονται κι έχω καθυστερήσει–
δέχομαι κάθε προσφορά αρκεί να έχει πώμα
μη ξεχυθούν οι μυρωδιές κι ο Τύπος τις μυρίσει.
Μα κι αν βρωμίσει τι έγινε; Εγώ ‘μαι από τζάκι
μέγα και περιώνυμο. Εχουμε και αρχαία!
Κι αν οι ενδείξεις τρέξουνε και βγουν απ’ το μπατζάκι
θα ‘χω τα παραστατικά, θα πω «όλα τυχαία».
Γι’ αυτό σας λέω, τρυφερή κι εύμορφη οπτασία
στείλτε μου ό,τι θέλετε και μην ανησυχείτε.
Κι αν μέσα εις την γενική και πλήρη αφασία
κάτι ξεφύγει, ε σιγά. Εύκολα τακτοποιείται.
Απομυζών από μιζών