Ενώ ο πόλεμος στο Ιράκ εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων κάθε βδομάδα, η σχετική μείωση της βίας σε σχέση με την περασμένη χρονιά παρουσιάζεται από το Λευκό Οίκο ως δικαίωση της στρατηγικής της περιβόητης «surge», η οποία προβάλλεται και από τους δύο υποψήφιους για την αμερικάνικη προεδρία ως σημαντική επιτυχία. Ομως μια νέα έκθεση, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας στις 19 Σεπτεμβρίου, ενισχύει την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι η «surge» συνέβαλε ελάχιστα στη μείωση της βίας στο Ιράκ.
Η έκθεση αυτή, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Environment and Planning A» και βασίζεται σε δορυφορικές φωτογραφίες της Βαγδάτης από δορυφόρο της αμερικάνικης Πολεμικής Αεροπορίας, υποστηρίζει την άποψη διεθνών οργανώσεων για τους πρόσφυγες και ιρακινών ειδικών ότι η μεγάλη μετακίνηση του πληθυσμού υπήρξε παράγοντας – κλειδί στη μείωση της σεχταριστικής βίας, ιδιαίτερα στην ιρακινή πρωτεύουσα, το επίκεντρο του μακελειού, όπου δολοφονήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι.
Μετά τη βομβιστική επίθεση στο σιιτικό τέμενος της Σαμάρα το Φεβρουάριο του 2006, ξεκίνησε από τις σιιτικές μιλίτσιες μια μαζική εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον των Σουνιτών σε πολλές μικτές περιοχές της Βαγδάτης, η οποία έφτασε στο αποκορύφωμα λίγο πριν από την έναρξη της «surge», κατά την οποία αναπτύχθηκαν 30.000 επιπλέον αμερικάνικα στρατεύματα στο Ιράκ. Περίπου 4 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν, από τους οποίους 2 εκατομμύρια κατέφυγαν σε άλλες περιοχές του Ιράκ και άλλα 2 εκατομμύρια σε γειτονικές χώρες, ενώ οι πρώην μικτές περιοχές της Βαγδάτης έγιναν ομογενοποιημένοι σιιτικοί ή σουνιτικοί θύλακες.
«Ουσιαστικά, η ερμηνεία μας είναι ότι η βία μειώθηκε στη Βαγδάτη εξαιτίας της ενδοκοινοτικής βίας, που έφτασε στο αποκορύφωμά της ακριβώς όταν επρόκειτο να ξεκινήσει η surge. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η surge δεν είχε κανένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, εκτός του ότι έβαλε τη σφραγίδα της επικύρωσης στη διαδικασία της εθνο-σεχταριστικής ομογενοποίησης στις γειτονιές, η οποία έχει τώρα επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό», δήλωσε, μεταξύ άλλων ο επικεφαλής της ομάδας που έκανε την έρευνα, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Τζον Αγκνιου.
Λιγες μέρες πριν από τη δημοσίευση της έρευνας αυτής, ο γνωστός (και από τους πιο αξιόπιστους) ανταποκριτής στο Ιράκ και πολιτικός αναλυτής της βρετανικής εφημερίδας «Independent», Πάτρικ Κόκμπερν, σε σχετικό άρθρο του (14/9/08), καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, δίνοντας ταυτόχρονα μια γενικότερη εικόνα της σημερινής κατάστασης στο Ιράκ. Από το άρθρο αυτό μεταφέρουμε τα σημαντικότερα αποσπάσματα.
«Καθώς εγκαταλείπει το Ιράκ αυτή τη βδομάδα, ο απερχόμενος αμερικάνος διοικητής, στρατηγός Ντέιβιντ Πετρέους, ακούγεται πολύ λιγότερο αισιόδοξος από τον ρεπουμπλικάνο προεδρικό υποψήφιο, Τζον Μακέιν, για την κατάσταση στο Ιράκ. Ο στρατηγός Πετρέους λέει ότι παραμένει “εύθραυστη”, ότι οι πρόσφατες επιτυχίες στην ασφάλεια “δεν είναι αμετάκλητες” και ότι “δεν πρόκειται για έναν αγώνα όπου παίρνεις ένα λόφο, υψώνεις τη σημαία και επιστρέφεις στην πατρίδα για μια παρέλαση νίκης.. δεν είναι ένας πόλεμος με ένα απλό σύνθημα“.
Συγκρίνετε τις εκτιμήσεις του με την πεποίθηση της Σάρα Πέιλιν ότι “η νίκη στο Ιράκ είναι εντελώς ορατή” και την κριτική της στο Μπάρακ Ομπάμα ότι δεν χρησιμοποιεί τη λέξη “νίκη”. Οι ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι μιλούν για “επιτυχία της surge” -τις αμερικάνικες ενισχύσεις που στάλθηκαν την περασμένη χρονιά – παρόλο που οι ισχυρισμοί τους έρχονται εμφανέστατα σε αντίθεση με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ πρέπει να διατηρήσουν περισσότερα στρατεύματα, περίπου 138.000, στο Ιράκ από προηγούμενα. Ενα άλλο βαρόμετρο της πραγματικής κατάστασης της ασφάλειας στο Ιράκ είναι η αδυναμία των 4.7 εκατομμυρίων προσφύγων, 1 στους 6 του πληθυσμού, που έχουν καταφύγει μέσα και έξω από το Ιράκ, να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Η συνεχιζόμενη βία έχει μειωθεί, αλλά το Ιράκ παραμένει η πιο επικίνδυνη χώρα στον κόσμο. Την Παρασκευή, ένα αυτοκίνητο – βόμβα ανατινάχτηκε στην αγορά της σιιτικής πόλης Dujail, βόρεια της Βαγδάτης, σκοτώνοντας 32 ανθρώπους και τραυματίζοντας 43…
Υποβαθμίζοντας τέτοιες επιθέσεις, η ιρακινή κυβέρνηση και οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει μια σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη προπαγανδιστική εκστρατεία για να πείσουν τον κόσμο ότι τα «πράγματα είναι καλύτερα» στο Ιράκ και ότι η ζωή επιστρέφει στον κανονικό ρυθμό.
Η ζωή στη Βαγδάτη είναι βέβαια καλύτερη απ’ ό,τι ήταν πριν από 18 μήνες, όταν βρίσκονταν πεταμένα στους δρόμους 60 – 100 πτώματα κάθε πρωί, θύματα του σουνι – σιιτικού σεχταριστικού μακελειού. Η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι η μάχη για τη Βαγδάτη κερδήθηκε από τους Σιίτες, οι οποίοι ελέγχουν τώρα τα τρία τέταρτα της πρωτεύουσας. Αυτές οι δημογραφικές αλλαγές φαίνονται μόνιμες. Οι Σουνίτες που επιχειρούν να επιστρέψουν απειλούνται με δολοφονία.
Στη Μοσούλη, τη βόρεια πρωτεύουσα του Ιράκ και τρίτη σε μέγεθος πόλη, με 1.8 εκατομμύρια πληθυσμό, η κυβέρνηση διατυμπάνιζε την επιτυχία της μόλις πριν από λίγους μήνες. Υποστήριζε ότι είχε καταφέρει να εκδιώξει την Αλ – Κάιντα από την πόλη, ενώ οι Αμερικάνοι έλεγαν ότι ο αριθμός των επιθέσεων είχε πέσει από 130 σε 30 τη βδομάδα τον περασμένο Ιούλιο. Ομως σήμερα έχουν επανέλθει σε 60 – 70 τη βδομάδα. Πριν από δύο βδομάδες, οι αντάρτες παρολίγο να δολοφονήσουν με βόμβα στο οδόστρωμα, τον αντιστράτηγο Riyadh Jalal Tawfiq, στην επαρχία Νινεβί, της οποίας είναι πρωτεύουσα η Μοσούλη.
Η αίσθηση στις ΗΠΑ ότι τα πράγματα πάνε καλύτερα στο Ιράκ οφείλεται εν μέρει στην αλλαγή της στάσης των ξένων και κυρίως των αμερικάνικων ΜΜΕ. Ο πόλεμος στο Ιράκ συνεχίζεται τώρα και πέντε χρόνια, περισσότερο από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο κόσμος έχει κουραστεί. Τα αμερικάνικα τηλεοπτικά δίκτυα διατηρούν δαπανηρά γραφεία στη Βαγδάτη, όμως ελάχιστη από την παραγωγή τους βγαίνει στον αέρα και όταν βγαίνει οι τηλεθεατές αλλάζουν κανάλι. Τα γραφεία των αμερικάνικων εφημερίδων έχουν μειωθεί σε μέγεθος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αμερικάνος ψηφοφόρος ακούει λιγότερα για τη βία στο Ιράκ και μπορεί να υποθέσει ότι η στρατιωτική περιπέτεια των ΗΠΑ εκεί τελικά εξελίσσεται καλά.
Μια σημαντική αιτία γι’ αυτή την αισιοδοξία είναι η μείωση του αριθμού των νεκρών αμερικάνων στρατιωτών (οι 30.000 αμερικάνοι στρατιώτες που έχουν τραυματιστεί στο Ιράκ αναφέρονται σπάνια). Αυτό συμβαίνει, γιατί ο πόλεμος που γινόταν ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή από τη σουνιτική κοινότητα έχει σε μεγάλο βαθμό σταματήσει. Επειδή οι Σουνίτες ηττήθηκαν όχι τόσο από τον αμερικάνικο στρατό όσο από τη σιιτική κυβέρνηση και τις σιιτικές μιλίτσιες.
Οι σουνίτες ηγέτες αντάρτες που ήταν εθνικιστές ή μπααθιστές αντιλήφθηκαν ότι είχαν πάρα πολλούς εχθρούς. Δεν ήταν μόνο η Αλ – Κάιντα που προσπαθούσε να επιβληθεί σε παραδοσιακούς φύλαρχους και σκότωνε Σουνίτες που εργάζονταν σε κατώτερες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Το κίνημα των Επαγρυπνούντων (Al – Sahwa) σουνιτών μαχητών συγκροτήθηκε πρώτα στην επαρχία Ανμπάρ στο τέλος του 2006, αλλά ήταν σύμμαχος των Αμερικάνων και όχι της ιρακινής κυβέρνησης. Αυτός είναι ο λόγος που, παρά την πίεση από το στρατηγό Πετρέους, η κυβέρνηση είναι τόσο αποφασισμένη να μη δώσει στα 99.000 μέλη των Al – Sahwa σημαντικά πόστα στις δυνάμεις ασφάλειας, όταν περάσουν υπό τον έλεγχό της και αρχίσει να τους πληρώνει από την 1η Οκτωβρίου. Η σιιτική κυβέρνηση μπορεί να είναι έτοιμη να συμβιβαστεί με τους Σουνίτες, όχι όμως σε βάρος της σιιτικής κυριαρχίας.
Στο βαθμό που η surge έχει στρατιωτική επιτυχία, οφείλεται στο ότι αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα την πολιτική ήττα της Αμερικής στο Ιράκ. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η αιτία της απόφασης του Μπους να εισβάλει στο Ιράκ και να ανατρέψει το Σαντάμ Χουσεϊν, δεν ήταν για να ανεβάσει στην εξουσία τα σιιτικά κόμματα και να αυξήσει την επιρροή του Ιράν στη χώρα. Γιατί αυτό ακριβώς έχει συμβεί.
Η surge οφείλει την όποια επιτυχία της στο ότι το Ιράν, που έπαιξε κεντρικό ρόλο στο διορισμό του αλ-Μαλίκι ως πρωθυπουργού το 2006, αποφάσισε να υποστηρίξει πλήρως την κυβέρνησή του. Διαπραγματεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο την κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στην ιρακινή κυβέρνηση και το ισχυρό κίνημα του Μοκτάντα αλ-Σαντρ στη Βασόρα, πείθοντας τον κληρικό να αποσύρει τους ενόπλους του από τους δρόμους της πόλης, και δυο μήνες αργότερα στο σαντριστικό προπύργιο της Σαντρ Σίτι. Είναι αξιοσημείωτο ότι τις τελευταίες βδομάδες οι ΗΠΑ έχουν σταματήσει την κριτική τους στο Ιράν. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην αποκλειστική ενασχόληση των ΗΠΑ με τη Ρωσία από τον Αύγουστο που άρχισε ο πόλεμος με τη Γεωργία. Παράλληλα όμως είναι ανεπιφύλακτη αναγνώριση ότι η αμερικάνικη ασφάλεια στο Ιράκ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιρανικές ενέργειες….
Σήμερα οι ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να υποστηρίξουν τον Μαλίκι και τη σιιτική κυβέρνησή του και να κάνουν τα στραβά μάτια στο ρόλο του Ιράν στο Ιράκ. Αν ο Μακέιν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ έχουν πετύχει μια στρατιωτική νίκη και ως πρόεδρος ενεργήσει σαν να είναι αυτό πραγματικότητα, τότε στρώνει το έδαφος για ένα νέο πόλεμο».
Κλείνοντας θέλουμε να επισημάνουμε ότι η ιρακινή αντίσταση στην αμερικάνικη κατοχή παραμένει ένας παράγοντας που καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Οχι μόνο γιατί οι επιθέσεις συνεχίζονται, αλλά και γιατί δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει τι θα προκύψει αύριο, τι δυνάμεις θα ξεπηδήσουν. Αλλωστε, αντίσταση στην αμερικάνικη κατοχή δεν έγινε και δε γίνεται μόνο από σουνιτικές ισλαμικές και μη οργανώσεις, αλλά και από σιιτικές οργανώσεις. Ο Σαντρ μπορεί να συνεργάζεται με την ιρανική κυβέρνηση και να παίζει πολιτικά παιχνίδια, όμως ο κόσμος που τον ακολουθεί έχει βαθιά αντιαμερικάνικα αισθήματα και έχει χύσει πολύ αίμα σε συγκρούσεις με τα στρατεύματα κατοχής. Και όσο η αντίσταση και οι επιθέσεις συνεχίζονται, έστω και σε μικρότερο αριθμό, οι Αμερικάνοι εξακολουθούν να έχουν σοβαρότατο πρόβλημα. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, σε συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας δεν είναι δυνατόν να γίνουν σημαντικές επενδύσεις από αμερικάνικους πετρελαϊκούς κολοσσούς στην ιρακινή πετρελαιοβιομηχανία.