Ενα χρόνο μετά την ανακοίνωση του Ομπάμα για τη «μεγάλη μεταρρύθμιση» στη Γουόλ Στριτ, η μεταρρύθμιση έγινε πλέον νόμος του αμερικάνικου κράτους. Στην πανηγυρική τελετή που στήθηκε –στην οποία δεν κλήθηκαν να προσέλθουν ονόματα από τη Γουόλ Στριτ για… συμβολικούς λόγους– ο Ομπάμα υποσχέθηκε στο «έθνος» ότι «δεν θα ξαναπληρώσει ποτέ τα σφάλματα της Γουόλ Στριτ» κι ότι «ποτέ στην αμερικάνικη ιστορία ο καταναλωτής δεν απολάμβανε τόσο μεγάλη προστασία». Επομένως, δεν θα πρέπει να ξαναδούμε ποτέ φαινόμενα παρόμοια μ’ αυτά που σημειώθηκαν με τη χρηματοπιστωτική «βόμβα» που έσκασε τον Αύγουστο του 2007 και τα όσα επακολούθησαν.
Ο νέος νόμος εγγυάται την «ασφάλεια του έθνους» και την «υγιή επιχειρηματική δράση», υπό τον αναβαθμισμένο εποπτικό ρόλο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ! Οσον αφορά στις εγγυήσεις για την «τιμωρία» αυτών που κάνουν κομπίνες, δε χρειάζεται παρά να διαβάσετε σε διπλανή στήλη για το διακανονισμό που συμφώνησε η Goldman Sachs με την Αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να πληρώσει «πρόστιμο» ισοδύναμο με τα καθαρά μετά-φόρου κέρδη που βγάζει μέσα σε δυο βδομάδες, για να καλύψει μια καραμπινάτη απάτη.
Πριν μιλήσουμε για το νέο νόμο, ας δούμε επιγραμματικά την ιστορία του. Τον Ιούνη του 2009, ο Ομπάμα ανακοινώνει ότι ετοιμάζει νομοσχέδιο για μεγάλες αλλαγές στη Γουόλ Στριτ. Το Δεκέμβρη του 2009 το νομοσχέδιο ψηφίζεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων και το Μάη του 2010, μετά από μήνες καυγάδων (και υπόγειας δουλειάς από τους λομπίστες), παρόμοιο νομοσχέδιο ψηφίζεται στη Γερουσία. Στις 25 του Ιούνη, γίνεται πολύωρη σύσκεψη μεταξύ Γερουσίας και Βουλής, όπου καταλήγουν σε ένα συμβιβασμό που γεφυρώνει τις διαφορές μεταξύ των δύο νομοσχεδίων που ψηφίστηκαν σχετικά με τα παράγωγα (έλεγχος των εξωχρηματιστηριακών) και τον αποκαλούμενο κανόνα Volcker. Ο κανόνας αυτός, που πήρε το όνομά του από τον αμερικάνο οικονομολόγο και πρώην πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), έθετε διάφορες απαγορεύσεις στις τράπεζες, όπως η απαγόρευση κατοχής hedge funds και εταιριών private equity (ιδιωτικές επενδυτικές συμμετοχές) ή η απαγόρευση της χρήσης των καταθέσεων ιδιωτών για να «παίξουν» στις αγορές προς ίδιον όφελος. Τελικά, στις τράπεζες επιτράπηκε να κάνουν μικρές επενδύσεις σε hedge funds ή equity funds, σε ποσό που δεν θα υπερβαίνει το 3% του κεφαλαίου τους, ενώ σε περίπτωση που κινδυνεύει η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος από την κατάρρευση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δίνεται η δυνατότητα στις ομοσπονδιακές αρχές να αναλάβουν τον έλεγχο με στόχο την ομαλή τους διάσπαση.
Ως εγγυητής των μεταρρυθμίσεων και «άγρυπνος φύλακάς τους» ιδρύεται μία ακόμα εποπτική αρχή, υπό την αιγίδα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, και ειδική υπηρεσία για την «προστασία των καταναλωτών». Αυτές οι ρυθμίσεις μαζί με πολλές άλλες που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ (ο νόμος είναι πάνω από 2.000 σελίδες) ψηφίστηκαν στις 30 Ιούνη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις 15 Ιού-λη από τη Γερουσία. Ομως το «ζουμί» ίσως να μη βρίσκεται κυρίως σε αυτά που ψηφίστηκαν, αλλά στις εκατοντάδες εκκρεμότητες που αφήνει στους ομοσπονδιακούς νομοθέτες αυτός ο νόμος, τις οποίες η Wall Street Journal (15/7) υπολογίζει σε 243, ενώ το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανεβάζει τον αριθμό σε 533 (ανοίγοντας ταυτόχρονα πεδίο δόξης λαμπρό για τους λομπίστες).
Ενδεικτική του χαρακτήρα της «μεγάλης μεταρρύθμισης» είναι και η αντίδραση των «αγορών». Για να καταλάβει το πώς αντέδρασαν οι «αγορές», αρκεί κανείς να διαβάσει το παρακάτω απόσπασμα από τους Financial Times (25. 6.10), που γράφτηκε μετά τη συμφωνία στο Κογκρέσο: «Οι διευθυντές των τραπεζών και οι επενδυτές αντέδρασαν θετικά στη συμφωνία για την χρηματοπιστωτική ρύθμιση, λέγοντας ότι ήταν καλύτερη από την αναμενόμενη. “Μπορούμε να πάρουμε μια ανάσα ανακούφισης εδώ”, δήλωσε τραπεζίτης της Γουόλ Στριτ, συμπληρώνοντας: “Θα μπορούσε να είναι χειρότερο. Μπορούμε να ζήσουμε μ’ αυτό”». Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης την ίδια μέρα συμπληρώνουν: «Αναλυτές προέβλεψαν ότι οι τράπεζες θα προσαρμοστούν εύκολα στο νέο κανονιστικό πλαίσιο και θα ευδοκιμήσουν. Σαν αποτέλεσμα οι περισσότερες μετοχές ανέβηκαν την Παρασκευή».
Γιατί να στεναχωρηθούν άλλωστε; Οπως επισημαίνει το περιοδικό Newsweek σε άρθρο του με τίτλο «Η οικονομική μεταρρύθμιση κάνει τις μεγάλες τράπεζες δυνατότερες» (25.6. 10), οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες (J.P. Morgan, Goldman Sachs, Citigroup, Bank of America και Morgan Stanley), οι οποίες ελέγχουν πάνω από το 95% των 200 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της αγοράς παραγώγων (πάνω από τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, αν δεν κάνουμε λάθος), θα διατηρήσουν το 80% με 90% των συναλλαγών τους εντός των τραπεζών (δεν θα χρειάζεται δηλαδή να τα περάσουν σε θυγατρικές τους), ενώ οι περιορισμοί θα πλήξουν τις μικρότερες τράπεζες. «Η ειρωνεία είναι ότι οι μεγαλύτερες τράπεζες, που πήραν τα περισσότερα λεφτά, κατέληξαν στην πιο πλεονεκτική θέση και οι νομοθέτες που απέτυχαν να τις σταματήσουν στην αρχή τους έδωσαν περισσότερη ισχύ και διακριτική εξουσία». Τα λόγια στο Newsweek ενός πρώην αξιωματούχου του αμερικάνικου υπουργείου Οικονομικών, που διατήρησε την ανωνυμία του, μάλλον αποτυπώνουν την ψυχρή αλήθεια, μακριά από τους πανηγυρισμούς μιας κάλπικης μεταρρύθμισης.
Η μεταρρύθμιση Ομπάμα έχει στόχο να προστατεύσει τις μεγάλες τράπεζες από επιθετικά παιχνίδια, δεν έχει στόχο να τις ελέγξει. Γιατί οι μονοπωλιακοί κολοσσοί ούτε μπορούν εύκολα να ελεγχθούν μέσα από το πολυδαίδαλο σύστημα των θυγατρικών εταιριών που διαθέτουν, ούτε φυσικά μπορεί κανείς να τους περιορίσει την ασυδοσία. Το κράτος θα τους στηρίξει και πάλι, όταν χρειαστεί, γιατί αυτοί είναι που το ελέγχουν με χίλια δυο φανερά και κρυφά νήματα. Στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, το κράτος υποτάσσεται στα μονοπώλια που θα συνεχίζουν τις παρασιτικές τους επενδύσεις όσο πέφτει η κατανάλωση και δεν βγαίνει η μέγιστη υπεραξία από τις παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτός είναι ο καπιταλισμός και για να σταματήσει να λειτουργεί έτσι θα πρέπει να αρνηθεί τον ίδιο του τον εαυτό. Τα υπόλοιπα είναι απλά ευχολόγια και παραμύθια για τους αφελείς.