Αγαπητά μου παιδιά
Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Πρόκειται για τον αηδό (ναι, σ. διορθώτριες) που γεννήθηκε τη μέρα που ξεσπούσαν τα Δεκεμβριανά και η έλευσή του καταγράφηκε στα σημεία και τέρατα του ταραγμένου Δεκέμβρη του ‘44. Τότε που τόσοι κινούσαν για τον άλλο κόσμο, εκείνος ερχόταν! Βαδίζοντας έκτοτε αντίστροφα (με φορτηγό ή χωρίς) και μετατρεπόμενος σε εθνικό σαλτιμπάγκο, έφτασε να βγάζει κουνέλια και Κακομοίρες από το μαγικό καπέλο του. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος μέγας αηδός Αθηνιόνιος 2004, αφού άφησε ήσυχα (ευτυχώς) τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα κι αφού η Συννεφούλα δεν ξαναγύρισε ποτέ από τότε, είπε και κάτι ενδιαφέρον: «των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Λίγο μετά τους αποκάλεσε «κωλοέλληνες» αλλά δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι των Ελλήνων οι κοινότητες είναι όντως από άλλο γαλαξία κι αυτό το αποδεικνύει η επερχόμενη δευτέρα παρουσία του Καποδίστρια (Καποδίστριας ΙΙ, θα έχετε ακού-σει σχετικά από τους εσχατολόγους του Δ΄ ΚΠΣ ή ΕΣΠΑ). Για να μην τα πολυλογώ –αν και αυτή είναι η δουλειά μου– ιδού ένα απάνθισμα από τη διαδημοτική, Καποδιστριακή παράδοσή μας.
Αρχίζει με τη φιλοσοφία της κλεφτουριάς, όπως περιγράφεται σε δημώδες άσθμα που παραφρασμένο τραγούδησε στις μέρες (νύχτες) μας ο Δημήτρης Μητροπάνος:
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμούνται
κι ο καπετάνιος τους μιλάει, τ’ αρχιλαμόγιο λέει:
«Για φάτε, πιείτε βρε παιδιά, χαρείτε και χορτάστε
τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για το ΠαΣοΚ προβάλλει».
Και συνεχίζει ολοφυρόμενος ο χορός, εν χορώ:
Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήρανε τα ντερβένια
πήραν την Ολυμπιακή και τον ΟΤΕ και πάνε.
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες
μα τούτο το ξεπούλημα κανένας δεν το κλαίει.
Επανέρχονται τα τίμια πάθη της πλατιάς λαϊκής δεξαμενής απ’ όπου αντλεί τους υπηρέτες του –σπλάχνα από τα σπλάχνα του– ο λαός:
Να ‘μουν το Γιούλη βουλευτής, το Μάη τμηματάρχης
και στην καρδιά της άνοιξης διευθυντής σε ΔΕΚΟ
μα πιο καλά ‘ταν να ‘μουνα κηφήνας και λαμόγιο
κηφήνας μα επενδυτής, λαμόγιο μα με σέβας
να ‘χα ταμεία αδέρφια μου και πρόσβαση στο ΕΣΠΑ
να με κοιμίζουν τα ευρώ, να με ξυπνάν τα γρόσια
και στα γκισέ των τραπεζών να κάνω το σταυρό μου
να τρώω σεμνά και ταπεινά, κύριο να με λένε.
Ψάλλει –διστακτικά και μέσα από τίμιες απεργίες- ο χορός:
Ακούσατε να σας ειπώ τα πάθη τα δικά μας
στην Euroland πουλήσανε τα πάντα οι λιμασμένοι
και όσοι απομείναμε πληρώνουμε τις δόσεις
ξυπόλητοι, ξεβράκωτοι, για να λευτερωθούμε.
Και τότε φτάνουμε στη δίχως κάθαρση –ακάθαρτη– τραγωδία των αναποφάσιστων, πλην αποφασισμένων να ενημερώνονται, έστω και με το ζόρι:
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου δάμαλου την πόρτα.
Των υπουργείων μπέηδες και τση βουλής πασάδες
κλαίνε και ολοφύρονται στο χώμα ξαπλωμένοι
κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε:
«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, πώς οι δημοσκοπήσεις»;
«Μπροστά πηγαίνει το ΠαΣοΚ, πίσω πάει ο Αλέξης
και παραπίσω ο Περισσός με τα πανό στα χέρια».
Ο προβολέας εστιάζει στους κορυφαίους:
Ο ΣυΡιζΑ και το ΠαΣοΚ, τα δυο βουνά μαλώνουν
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Το ‘να τραβάει στα δεξιά και στα ζερβά ο άλλος
ενώ στη μέση αχνιστή λαμποκοπά η κουτάλα.
Και η τραγωδία κορυφώνεται με την απόσυρση του χορού στα χορευτικά κέντρα, ενώ μέσα στην αμηχανία ο από μηχανής θεός μηχανεύεται νέους τρόπους μηχανικής διάσωσης του συστήματος. Πράγματα για τα οποία θα ήταν πλεονασμός να ξοδεύουμε δημοσιογραφικό χαρτί. Ιδίως, σκεπτόμενοι ότι στις 17/6/1952 ιδρύθηκαν δύο εργοστάσια (σε Λάρισα και Βόλο) κατασκευής δημοσιογραφικού χάρτου από το άχυρο του Θεσσαλικού κάμπου!…
Δις Κοιλιογέννητη