Με μια καθαρά πολιτική προσέγγιση άρχισε την αγόρευσή της η Μαρίνα Διαλιάνη, συνήγορος υπεράσπισης του Σωτήρη Κονδύλη: «Η αναπόφευκτη αναφορά στην 30ετή δράση και στο λόγο της Οργάνωσης 17Ν, στο τι σηματοδότησε για τη μεταπολιτευτική κοινή γνώμη και για την ελληνική Πολιτεία, αναδεικνύει εν τοις πράγμασι το βαθύ πολιτικό υπόβαθρο αυτής της δίκης και εξηγεί κατά ένα μέρος και τις ειδικές στοχεύσεις αυτής της διαδικασίας, από την προδικασία της μέχρι σήμερα. Παράλληλα, η αναγκαία, έστω και μερική αποτίμηση του κεφαλαίου 17Ν μέσα στη δικαστική αίθουσα αναδεικνύει και την ιστορική ευθύνη του δικαστηρίου σας, το οποίο καλείται να επανακαθορίσει, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, έννοιες και ισορροπίες που εκφεύγουν ή βρίσκονται στα όρια του ποινικοδικαιικού χώρου, του στενού ποινικοδικαικού χώρου. Τα όρια μεταξύ πολιτικής βίας και πολιτικής δράσης, τα όρια μεταξύ πολιτικής βίας και κοινού εγκλήματος, τα όρια της ηθικά δικαιολογημένης ανυπακοής σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Οι λύσεις που θα δοθούν θα κρίνουν και την ιστορικότητα αυτής της δίκης».
Από την άλλη, αυτό το δικαστήριο –κατά τη Μ. Δαλιάνη- «καλείται με την απόφασή του να επικυρώσει ή να διαψεύσει μια σειρά ειδικών επιλογών της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, που καθόρισαν τη διαδικασία εξάρθρωσης της Οργάνωσης 17Ν με ό,τι αυτή σηματοδοτεί, από την προδικασία μέχρι σήμερα, και με τις οποίες υλοποιήθηκε επώδυνα για το κράτος δικαίου η συνεισφορά της δικής μας ένομμης τάξης στο γενικευμένο αντιτρομοκρατικό πόλεμο της μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 εποχή. Η διαδικασία εξάρθρωσης της 17Ν το καλοκαίρι του 2002 ενεγράφη στην κοινωνική συνείδηση ως ένα πείραμα απορρύθμισης θεσμών και ελευθεριών και απονομιμοποίησης των εγγυητικών μηχανισμών του ισχύοντος ποινικοδικαικού συστήματος, με την ανοχή και την έγκριση της συντεταγμένης Πολιτείας. Το ασφυκτικό αυτό πολιτικό και θεσμικό κλίμα της προδικασίας, αντανακλάται αναμφισβήτητα και στην πρωτόδικη απόφαση. Είναι λοιπόν και αυτό ένα κεφάλαιο ανοιχτό, που καλείται να κλείσει με την απόφασή του το δικαστήριό σας».
Καθαρές κουβέντες πολιτικής και όχι στενά ποινικής υπεράσπισης. Απόλυτη εξάρτηση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης από το πολιτικό, από τις πολιτικές σκοπιμότητες και τις πιέσεις που αυτές συνεπάγονται.
Οσο για τον Κονδύλη, η προσωπική του θέση καθορίζεται από μια σειρά καταφάσεων: «Ο Κονδύλης ήταν μέλος της 17Ν, έκανε την επιλογή της ένοπλης πολιτικής βίας σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής του και στα πλαίσια της επιλογής αυτής, διέπραξε πράγματι και μια σειρά αξιοποίνων πράξεων. Ο Κονδύλης διαφοροποιήθηκε πολιτικά και πραγματικά από τη 17Ν πολύν καιρό πριν συλληφθεί. Συνελήφθη περίπου 6 χρόνια αργότερα από την αποχώρησή του, ανέλαβε τις ευθύνες του για τη συμμετοχή του αμέσως, στο βαθμό της συμμετοχής του, γιατί όπως ο ίδιος είπε, το βάρος για την πολιτική της 17Ν όλα αυτά τα χρόνια ήταν ασήκωτο».
Στη συνέχεια η συνήγορος ασχολήθηκε με το νομικό σκέλος των υποθέσεων για τις οποίες έχει καταδικαστεί ο Κονδύλης.
1. Σύγκρουση στα Σεπόλια (καταδίκη κατά πλειοψηφία σε 33 χρόνια κάθειρξη για τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας, συν δύο χρόνια για κακουργηματική κλοπή αυτοκινήτου). Ο Κονδύλης από την αρχή αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες εκτός από την απόπειρα κλοπής αυτοκινήτου. Δήλωσε ότι ήταν η πρώτη ενέργεια στην οποία πήρε μέρος και μάλιστα τότε δεν γνώριζε ότι ήταν ενέργεια της 17Ν. Στη συμπλοκή δεν έλαβε μέρος, γιατί ακινητοποιήθηκε πριν αυτή ξεκινήσει. Η Μ. Δαλιάνη, αναλύοντας εξονυχιστικά την υπόθεση, με βάση τα πραγματικά περιστατικά όπως προέκυψαν κατά τη διαδικασία, ζήτησε την απαλλαγή του Κονδύλη από την κατηγορία της απλής συνέργειας σε τρεις απόπειρες ανθρωποκτονίας και την παύση της ποινικής δίωξης για την απόπειρα κλοπής, λόγω παραγραφής.
2. Εκτέλεση Σιπαχίογλου (καταδίκη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία από πρόθεση). Ο Κονδύλης έχει δηλώσει ότι είχε πάρει μέρος στη συζήτηση για την εκτέλεση ενός τούρκου πράκτορα και είχε συμφωνήσει, ότι τη συγκεκριμένη μέρα δεν γνώριζε ότι θα γινόταν η εκτέλεση (αν το γνώριζε θα διαφωνούσε ως προς τη συμμετοχή του, διότι προερχόταν από νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο) και ότι αν του ζητούνταν η συμμετοχή του μια άλλη μέρα θα συμμετείχε. Κατά τη συνήγορό του, υπάρχει μεν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, δεν υπάρχει όμως η υποκειμενική. Γι’ αυτό και η εισαγγελέας, βλέποντας τη δυσκολία να στοιχειοθετήσει νομικά καταδικαστική πρόταση όπως η πρωτόδικη απόφαση, πρότεινε να καταδικαστεί ο Κονδύλης για ενδεχόμενο δόλο. Εφόσον, όμως, και η εισαγγελίας αποδέχεται την ειλικρίνεια των όσων λέει ο Κονδύλης, θα πρέπει να κηρυχτεί αθώος.
3. Ρουκέτα στην αμερικάνικη πρεσβεία: Από τη διαδικασία προέκυψε ότι η 17Ν δεν είχε ανθρωποκτόνο σκοπό, αλλά πραγματοποίησε μια συμβολική ενέργεια ενάντια στο μισητό σύμβολο της υπερδύναμης. Κίνδυνος για ανθρώπους δεν προέκυψε, όπως φάνηκε και από τη διαδικασία. Η Μ. Δαλιάνη, με βάση το υλικό της ακροαματικής διαδικασίας, πρότεινε μετατροπή της κατηγορίας σε έκρηξη από την οποία προέκυψε κίνδυνος σε πράγματα και όχι σε ανθρώπους.
Η Μ. Δαλιάνη έκλεισε την αγόρευσή της στον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της 17Ν και στη μη ταπεινότητα των κινήτρων των μελών της, άρα και του Κονδύλη. «Η θέση μας είναι ότι τα κίνητρα της συμμετοχής της ένταξης και των πράξεων των ενεργειών του Κονδύλη είναι πολιτικά και ως τέτοια πρέπει να αξιολογηθούν ως μη ταπεινά… Οι όροι ένταξη, συμμετοχή και αποχώρηση από την Οργάνωση 17Ν έχουν ένα αυτόνομο ιδεολογικοπολιτικό βάρος που εκφεύγει του στενού ποινικοδικαιικού χώρου. Αν το αγνοήσει το δικαστήριό σας αυτό, θα κάνει μία προσέγγιση λειψή, θα έλεγε κανείς, και της ποινικής απαξίας των πράξεων. Αυτή η πολιτική διάσταση της δράσης της 17Ν, είτε το θέλουμε είτε όχι, ήταν παρούσα τόσο στην πρώτη διαδικασία όσο εδώ, κυρίως όμως είναι παρούσα στην πρωτόδικη απόφαση. Γιατί ναι μεν υποβλήθηκε από την πλευρά της υπεράσπισης, με αναλυτικότατες αναλύσεις, επιχειρηματολογίες, αναφορές στη θεωρία, στην επιστήμη, στη νομολογία, υποστηρίχθηκε λοιπόν η ένσταση ότι το έγκλημα που αφορά τη 17Ν είναι πολιτικό και απερρίφθη αυτή η ένσταση με την επίκληση της πάγιας και κρατούσας νομολογίας του Αρείου Πάγου, παρολαυτά τελικά ούτε η πολιτική συζήτηση αποκλείστηκε απ΄ αυτή την αίθουσα και επιπλέον αυτή η πολιτική διάσταση, αυτή η πολιτική συζήτηση αποτυπώθηκε εύγλωττα και στην πρωτόδικη απόφαση».
Αφού απέδειξε πόσο έωλα είναι τα επιχειρήματα της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και οι «χοντράδες» που περιλαμβάνονταν στην πρόταση της εισαγγελέα, η Μ. Δαλιάνη παρουσίασε μια προσέγγιση την οποία μόνο με δικτατορικού επιχειρήματα μπορεί να αρνηθεί κάποιος:
«Κοινός τόπος, κύριοι δικαστές, όλων αυτών των τοποθετήσεων, τόσο της πρωτόδικης απόφασης όσο και της κυρίας εισαγγελέως στη δίκη αυτή, είναι ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι πράγματι υπάρχουν κακώς κείμενα, υπάρχουν κοινωνικές αδικίες. Είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης ο φτωχός εργάτης, υπάρχουν αίτια μετασχηματισμού του συστήματος που ζούμε και αυτός είναι ο κοινός τόπος. Από κει και πέρα, η μεν απόφαση αποκρούει το ότι τα κίνητρα είναι ευγενή, καταφεύγοντας στην επιχειρηματολογία πάνω στα μέσα και στους σκοπούς που χρησιμοποίησε αυτή η δράση για την επίτευξη αυτών των κινήτρων. Η δε κυρία εισαγγελέας αναφέρει την απόλυτα προσωπική της άποψη, ότι “εγώ θεωρώ ότι αυτά, ανεξάρτητα αν είναι ή δεν είναι ευγενή ως κίνητρα, είναι υποκριτικά, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, είναι ανειλικρινή”. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αξιολογηθεί, γιατί είναι μία υποκειμενική άποψη. Επομένως, αυτό που έχετε εσείς μπροστά σας ως υλικό είναι η παραδοχή ότι η ανυπακοή εξ ορισμού δεν είναι απαξιώσιμη. Η ανυπακοή εξ ορισμού δεν είναι ανήθικη. Τίθεται λοιπόν εδώ ένα όριο δικαιολογημένης ανυπακοής, ηθικά δικαιολογημένης, διότι ποινικά δεν είναι δικαιολογημένη αυτή η ανυπακοή και αξιολογείται διαφορετικά. Ο,τι βρίσκεται λοιπόν πέρα από το όριο της δικαιολογημένης ποινικά ανυπακοής είναι ταυτόχρονα και απαραίτητα και ηθικά απαξιώσιμο;
Εδώ μπαίνει πλέον ένα ζήτημα αναλογίας. Για να βρεθεί το μέτρο, κύριοι δικαστές, προϋποτίθεται διάλογος και κατανόηση πολλών και αντικρουόμενων Δικαίων. Αυτός ο διάλογος δεν απεφεύχθη σε αυτή την αίθουσα και η περίπτωση του Κονδύλη βοηθά πολύ στην τεκμηρίωση αυτού του διαλόγου. Γιατί η περίπτωση του Κονδύλη έχει μία ιδιαιτερότητα. Ο Κονδύλης δεν εντάχθηκε στη 17Ν σε ηλικία 18-20 χρονών, φοιτητής ή ονειροπόλος νέος που ήθελε, μπερδεύτηκε, παρασύρθηκε και ήθελε γενικώς και αορίστως να αλλάξει τον κόσμο και την κοινωνία. Εντάχθηκε στη 17Ν σε ηλικία 30 ετών, παντρεμένος ήδη, με δύο παιδιά, βιομηχανικός εργάτης σε εργοστάσιο ήδη 15 χρόνια, με έντονη προηγούμενη πολιτική δραστηριότητα, συνδικαλιστική παρουσία, πολιτική συγκρότηση λοιπόν και ανεπτυγμένο πολιτικό κριτήριο… Δεν παραιτήθηκε ποτέ από την ιδέα της αναμέτρησης με το σύστημα και ό,τι έκανε το έκανε με ανιδιοτέλεια και αφοσίωση στις ιδεολογικές αρχές του κομμουνισμού, χωρίς ποτέ να εξαργυρώσει τίποτα… Σε αυτή τη συγκυρία, όπου η νόμιμη Αριστερά δέχεται καταλυτικά πλήγματα και απανωτές ήττες, ο Κονδύλης κάνει μία οριακή επιλογή, αναζητώντας το πρώτον πιο δυναμικές μορφές πάλης…
Αυτή η κίνηση πού τον οδήγησε, πριν τον οδηγήσει ενώπιόν σας; Τον οδήγησε σε μια ομάδα η οποία ανεξάρτητα με την ειλικρίνειά τους ή όχι, διακηρύσσει με το λόγο της και τις πράξεις της τα ίδια ακριβώς προτάγματα, για μια καλύτερη κοινωνία, με αυτά τα οποία πίστευε ο Κονδύλης και τα οποία τον οδήγησαν στην ένταξή του σε άλλους, νόμιμους φορείς πριν, αλλά σε εκείνη την εποχή της αδράνειας ήταν ένας χώρος που έδειχνε να δρα. Ο Κονδύλης αποχώρησε τελικά από τη 17Ν και όπως είπε ο ίδιος “γιατί ήμουν πιο κοντά πάντα στο μαζικό κίνημα, δεν με εξέφραζε από ένα σημείο κι έπειτα αυτή η επιλογή”. Αυτά σας είπε ένας άνθρωπος ο οποίος έχει διαφοροποιηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό και πολιτικά και πραγματικά από την Οργάνωση 17Ν. Ομως δεν είναι δυνατό να αποποιηθεί τον εαυτό του. Τι σημαίνει αυτό; Η κίνηση της ένταξής του σε ένα τέτοιο δρόμο μπορεί να μην ήταν η μόνη δυνατή, μπορεί να μην ήταν η ορθότερη, όμως δεν μπορεί να διαγνώσει κανείς ότι βρίσκεται σε ολοκληρωτική παραφωνία με την προηγούμενη και την επόμενη πολιτεία του. Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που συνδέει όλες αυτές τις πολιτικές επιλογές, τις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους; Δεν είναι ούτε το πολιτικό πλαίσιο, δεν είναι ούτε τα μέσα. Είναι μόνο το κίνητρο. Είναι το ίδιο και απαράλλακτο όραμα για μια καλύτερη κοινωνία…
Τελικά τι προκύπτει από όλο αυτό το συλλογισμό; Οτι με τα ίδια ευγενή κίνητρα, που ούτε το δικαστήριό σας ούτε κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να τα θεωρήσει μη ευγενή, να τα θεωρήσει ταπεινά όταν αφορούν την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις του εργοστασίου, ένας άνθρωπος που οργανώθηκε στο μαζικό κίνημα, που αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτό, έκανε και μια οριακή επιλογή. Αυτή την οριακή επιλογή που δικάζετε τώρα σε αυτή τη δεδομένη συγκυρία. Αυτή η επιλογή είχε ένα τεράστιο κόστος για τον ίδιο, το οποίο το πληρώνει και θα το πληρώνει ακόμη και κανένα προσωπικό όφελος. Ηταν δηλαδή εξ ορισμού ανιδιοτελής. Θεωρώ ότι μπορείτε να καταλάβετε, αν σταθείτε με νηφαλιότητα, ειλικρίνεια και ψυχραιμία απέναντι σε αυτό τον κατηγορούμενο, μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν είναι αδιανόητο πως μπορεί το πέρασμα του ορίου, η υπέρβαση του ορίου να οδηγήσει στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων, χωρίς το κίνητρο να είναι ηθικά απαξιώσιμο. Αυτά είναι τα ευγενή κίνητρα ενός ανθρώπου που κάνει αυτή την επιλογή και η αναγνώρισή τους δεν καθαγιάζει προφανώς τις πράξεις. Αλλο είναι το μέσο, άλλο είναι το κίνητρο, άλλος είναι ο σκοπός, άλλο είναι το αποτέλεσμα. Εσείς, σε αυτό το στάδιο, αυτό που πρέπει να αναγνωρίσετε και αυτό που πρέπει να διαγνώσετε είναι μόνο το κίνητρο. Για το μέσο, για το αποτέλεσμα, θα κρίνετε όταν θα αξιολογήσετε την ποινική απαξία των επιμέρους πράξεων. Νομίζω λοιπόν, ότι αυτό το κίνητρο θα είναι παραφωνία και λογική ανακολουθία να διαγνώσετε με οποιονδήποτε τρόπο ότι δεν είναι ευγενές».
Και η κατακλείδα της θαυμάσιας αγόρευσης της Μ. Δαλιάνη:
«Ο Κονδύλης συνελήφθη το καλοκαίρι του 2002, σχεδόν τελευταίος από όλους τους κατηγορούμενους, και ανέλαβε αμέσως τις ευθύνες του, στο βαθμό που του αναλογούσαν. Γιατί όπως είπε –και θα το επαναλάβω κι εγώ- “Εγώ αυτό μπορούσα να κάνω. Το βάρος της 17Ν ήταν ασήκωτο”. Αυτή τη στιγμή ήρθε εδώ ενώπιόν σας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου ο κατηγορούμενος επιλέγει να έρθει και δεν φέρεται, δεν σύρεται. Δεν ήρθε εδώ ούτε για να ζητήσει την επιείκειά σας ούτε για να ζητήσει να του αναγνωρίσετε κάτι που δεν του αναλογεί. Ηρθε με μοναδικό αίτημα να διεκδικήσει να του αποδοθεί ακριβώς αυτό το μερίδιο που του αναλογεί. Αυτό που εμείς ζητούμε από εσάς είναι να τον κρίνετε με νηφαλιότητα και ψυχραιμία από τη θέση του ανεξάρτητου κριτή που σας έχει ορίσει η έννομη τάξη, εξοβελίζοντας από τη σκέψη σας και την κρίση σας επίκτητα διλήμματα και αξιολογώντας με συναίσθηση της ιστορικής σας ευθύνης όλο το ειδικό βάρος αυτής της υπόθεσης. Γιατί, κύριοι δικαστές, η ιστορία μπορεί να μην γράφεται ούτε να αποτιμάται σε ένα δικαστήριο, όμως μια δικαστική απόφαση γίνεται μέρος της Ιστορίας».
Ο Μάριος Δαλιάνης, αφού δήλωσε εισαγωγικά ότι δεν θα επεκταθεί στα γενικά ζητήματα που έθεσε η συνάδελφος, συνεργάτιδα και κόρη του, μπήκε κατευθείαν στα νομικά ζητήματα που αφορούν τις κατηγορίες κατά Κονδύλη, κωδικοποιώντας και φωτίζοντας με την εμπειρία του όλες τις πτυχές τους.