Η Τασία Χριστοδουλοπούλου έκλεισε τον κύκλο των αγορεύσεων της υπεράσπισης Κωστάρη, με μια καλοδουλεμένη, λεπτομερειακή αγόρευση, η οποία ξεκινώντας από το γενικό φόντο της υπόθεσης, τοποθέτηση το μέρος της που αφορά τον Κωστάρη στις πραγματικές του διαστάσεις. Ευθύς εξαρχής χτύπησε στην καρδιά του ζητήματος: «Στην πρωτόδικη δίκη υπήρχε ένας φοβερός θόρυβος, μια αφόρητη πολυλογία, μια δαιμονοποίηση, μια τρομολαγνεία, όπως προσφυώς είχε αποκαλεστεί εκείνο το κλίμα. Κανένα δικαίωμα δεν έμεινε ανεπηρέαστο, από το τεκμήριο αθωότητος μέχρι το απόρρητο της προσωπικής ζωής των κατηγορουμένων. Φτιάχτηκαν καριέρες, φτιάχτηκαν ήρωες, φτιάχτηκαν συγγραφείς, έγινε αναδιάταξη των μηχανισμών του κράτους, ποτέ δεν επένδυσαν τόσοι πολλοί τόσα πολλά σε μια δίκη. Ενόψει του εθνικού στοιχήματος της Ολυμπιάδας του 2004, τα ΜΜΕ, η Πολιτεία, θα έλεγα και η κοινωνία στην πλειοψηφία της, συντάχθηκαν με αυτό το στόχο, της εξάρθρωσης της τρομοκρατίας. Η αστυνομική εκκαθάριση της υπόθεσης δέχθηκε τον έπαινο, τον πολιτικό έπαινο, τον πολιτικό εγκωμιασμό της Πολιτείας αλλά και των συμμάχων μας, των υπερατλαντικών συμμάχων. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το κλίμα διεξήχθη η πρωτόδικη δίκη. Οπως ξέρετε, η δίκαιη δίκη αυτό που θέλει και προϋποθέτει είναι η αμεροληψία των δικαστών. Ηταν δυνατόν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, να έχει διασωθεί η αμεροληψία, η αντικειμενική κρίση, η νηφαλιότητα που απαιτείται για να κριθεί μια τόσο σοβαρή υπόθεση; Νομίζω πως όχι».
Κι ύστερα, ερχόμαστε στη δεύτερη δίκη, που διεξάγεται μέσα σε κλίμα εκκωφαντικής σιωπής, λες και ουδείς ενδιαφέρεται να δώσει συνέχεια στο παλιό κλίμα. Συνθήκες που, σε συνδυασμό με την απόρριψη από το δικαστήριο όλων των ενστάσεων της υπεράσπισης και την αναφορά του σε σημεία της πρωτόδικης απόφασης, δημιούργησαν στους κατηγορούμενους την εύλογη ανησυχία ότι βαίνουμε απλά προς επιβεβαίωση της πρωτόδικης απόφασης. Παρά τις αποφάσεις που έχει ήδη πάρει το δικαστήριο, η Τ. Χριστοδουλοπούλου εισηγήθηκε στους δικαστές: «κατά το στάδιο της απόφασής σας θα πρέπει ν’ αξιολογήσετε όλα αυτά, θα πρέπει να πάρετε αποστάσεις από εκείνη πραγματικά την τραγική εποχή που νομίζω ότι θα καταγραφεί ως η πιο μελανή στιγμή της ιστορίας της κοινωνίας μας, της πολιτείας και της Δικαιοσύνης, έτσι έχω τη γνώμη, και πραγματικά να κριθούν οι κατηγορούμενοι και ο εντολέας μου με βάση τους κανόνες της δίκαιης δίκης. Ν’ αναδείξετε αυτή τη σύμπτωση του πώς γίνεται όλοι οι κατηγορούμενοι ανεξαρτήτως ηλικίας, ανεξαρτήτως του χρόνου ένταξης που φέρονται να έχουν σ’ αυτή την Οργάνωση, ανεξαρτήτως του πόσα κακουργήματα τους αποδίδονται, να παραιτούνται όλοι των δικαιωμάτων τους στην προανάκριση. Αυτό είναι ένα γεγονός που δεν έχει σχέση ούτε με τους κανόνες της κοινής πείρας ούτε με την κοινή λογική. Θα πρέπει κι αυτό να το αποκωδικοποιήσετε». Βέβαια, ο Κωστάρης ζήτησε δικηγόρο. Ακόμη και στο δείγμα γραφής που του ζητήθηκε έγραψε ότι θέλει δικηγόρο. Και η εισαγγελέας, για να προσπεράσει αυτή την κραυγαλέα παραβίαση δικαιωμάτων, καταφεύγει στο τέχνασμα ότι… ζήτησε δικηγόρο για την ανάκριση!
Στη συνέχεια η Τ. Χριστοδουλοπούλου ξαναχτύπησε στην καρδιά του ζητήματος σε ό,τι αφορά τον Κωστάρη και τη θέση του στη δίκη: «Νομίζω ότι το φόντο μέσα στο οποίο διεξάγεται αυτή η δίκη για τον Ηρακλή Κωστάρη είναι ότι έχει απαλλαγεί από 17 απ’ τις 22 κατηγορίες. Αυτό κατά τη γνώμη μου, το οποίο είναι πρωτάκουστο για μια υπόθεση, δίνει κάποια συμπεράσματα. Πώς απηλλάγη από 17 κατηγορίες; Και μάλιστα τις 11 τις αφαίρεσε το βούλευμα. Τι είχε γίνει; Ποιος τις απέδωσε αυτές τις 17; Ή τις απέδωσαν οι συγκατηγορούμενοί του σ’ αυτές τις περίφημες προανακριτικές ή τις απέδωσε η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Και στις δυο περιπτώσεις, δεν ίσχυαν. Τι συμπέρασμα βγαίνει; Είναι δυνατόν μια προανακριτική να είναι ψευδής όταν τον αθωώνει και να είναι αληθής όταν τον καταδικάζει; Διότι εδώ θα παίξουμε με τη λογική. Ο,τι θα πω, πραγματικά έχω προσπαθήσει χωρίς υπερβολές να καταγράψω κάποιους κανόνες της λογικής και με βάση αυτούς να δούμε αν είναι συμβατά τα αποδεικτικά μέσα που έχουν συγκεντρωθεί για τον Ηρακλή Κωστάρη. Στη συνέχεια απηλλάγη και από το ακροατήριο από έξι κατηγορίες. Είχε αυτός το βάρος της απόδειξης της αθωότητάς του; Οχι. Ισχύει ακόμα ότι το βάρος της απόδειξης της ενοχής το έχει η εισαγγελική αρχή. Παρολαυτά, κατάφερε μ’ ένα φοβερό αγώνα, μ’ έναν άθλο, σε συνθήκες απομόνωσης, σε συνθήκες τραγικές που κανείς δεν ήθελε να τον βοηθήσει, ν’ αποδείξει την αθωότητά του από άλλες έξι κατηγορίες και να φτάσουν στις 17. Και για τις άλλες πέντε που δεν κατάφερε να βρει αξιόπιστα στοιχεία ή που το δικαστήριο το πρωτόδικο δεν τα θεώρησε αξιόπιστα, πρέπει να καταδικαστεί. Με ποια λογική; Επειδή δε βρήκε για τις πέντε ενέργειες; Και πού είναι αυτό το περίφημο βάρος της απόδειξης; Και πού είναι αυτό το περίφημο τεκμήριο της αθωότητας;».
Μετά απ’ αυτή την καίρια εισαγωγή, η συνήγορος πέρασε στη διερεύνηση μίας προς μία των κατηγοριών που έχουν απομείνει στον Κωστάρη.
1. Συμμετοχή στην Οργάνωση: Η κατηγορία αυτή δεν αποδεικνύεται, δεν περιγράφεται, είναι εντελώς αόριστη. Τι ακριβώς έκανε ο Κωστάρης στην Οργάνωση, ειδικά μετά το 1991; Συμμετέχει στις συνεδριάσεις, διακινεί τα έντυπα, επικοινωνεί με τον Τύπο; Τίποτα απολύτως δεν έχει αναφερθεί από κανέναν. Ακόμα και αν δεχτεί κανείς ότι το «Χα» (ούτε καν «Χαρ») των τετραδίων είναι ο Κωστάρης, τα τετράδια φτάνουν μέχρι το 1997. Για το μετέπειτα χρονικό διάστημα δεν υπάρχει τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα ούτε στις προανακριτικές, που τις έχει δεχτεί το δικαστήριο.
2. Εισβολή στο ΑΤ Βύρωνα: «Εκεί έχουμε πάλι απουσία περιγραφής της δράσης του Ηρακλή Κωστάρη. Καμία περιγραφή. Ούτε στο βούλευμα και στην κατηγορία ούτε στην καταδίκη. Τι έκανε αυτός ο άνθρωπος εκεί; Ηταν απ’ αυτούς που πήγαν και κλείδωσαν μέσα τους Αστυνομικούς, απ’ αυτούς που έβαλαν στις σακούλες τα όπλα, απ’ αυτούς που κάθονταν απ’ έξω, απ’ αυτούς που ήταν μέσα και κοίταζαν; Εχουν καταργηθεί αυτά, η εξατομίκευση της περιγραφής της ευθύνης των κατηγορουμένων; Ή, επειδή έχουμε πολλές κατηγορίες, δεν πειράζει, ας τις δίνουμε και αόριστα; Τι ακριβώς έκανε σ’ ένα πολυπρόσωπο έγκλημα ο εντολέας μου; Πρέπει να το περιγράψει κάποιος». Ο Τσελέντης, που το δικαστήριο τον θεωρεί ειλικρινή, δεν αναφέρει τίποτα για Κωστάρη. Και κανένας άλλος δεν τον αναφέρει μετά, έστω σε κάποιο ρεμπετάδικο. Και τους δυο μάρτυρες που ήρθαν και ανέφεραν άλλοθι του Κωστάρη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, πώς θα τους χαρακτηρίσει το δικαστήριο; Ψευδοπμάρτυρες που ήρθαν να υπερασπιστούν έναν τρομοκράτη; Δεν πρέπει να πει κάτι; Καλά η σύζυγός του, καλά ο χωριανός του, που μεταφέρει ένα κλίμα από το χωριό, αλλά ο άλλος μάρτυρας, γεωπόνος, οικογενειάρχης, από την Πρέβεζα, που απλά συνέδεσε την κατηγορία με ένα περιστατικό που θυμόταν και βρήκε την οικογένεια του Κωστάρη για να έρθει να καταθέσει στο δεύτερο βαθμό; Τι θα πει το δικαστήριο γι’ αυτόν;
3. Κλοπή όπλων από το Συκούριο: Η Τ. Χριστοδουλοπούλου χαρακτήρισε «νομικά γελοία» την κατηγορία και εισηγήθηκε στο δικαστήριο την απαλλαγή όλων των κατηγορούμενων. Πέραν αυτής της γενικής προσέγγισης, όμως, για τον Κωστάρη, αν δεχτούμε την απόδοση σ’ αυτόν του ψευδωνύμου «Χάρης», και πάλι δεν υπάρχει καμιά περιγραφή ούτε στις προανακριτικές. Τι ακριβώς έκανε; Ανέβαινε στα κεραμίδια, μετέφερε όπλα, τα έβαζε σε τσάντες; Δεν πρέπει να υπάρχει εξατομικευμένη περιγραφή, όπως απαιτεί ο νόμος;
4. Εκτέλεση Μπακογιάννη: Και σ’ αυτή την υπόθεση η συνήγορος ξεκίνησε με το ότι δεν γίνεται καμιά περιγραφή του τι ακριβώς έκανε ο Κωστάρης (για την ακρίβεια ο λεγόμενος «Χάρης»). Και το βούλευμα και η πρωτόδικη απόφαση κάνουν συλλογισμούς επί τη βάσει μιας αοριστίας: αφού το θύμα επλήγη από δύο όπλα και αφού στην είσοδο της πολυκατοικίας ήταν δύο άτομα και ο ένας ήταν ο «Χάρης», σημαίνει ότι οι αυτουργοί είναι δύο. Και πώς θα ξεπεραστεί το πραγματικό γεγονός, που έχει προκύψει από τη διαδικασία, ότι ένας δράστης χρησιμοποιεί δύο όπλα (π.χ. υποθέσεις Αγγελόπουλου, Παπαδημητρίου κ.ά.); Αν επρόκειτο για μια κοινή υπόθεση ανθρωποκτονίας που εκδικαζόταν στο Μικτό Ορκωτό και γινόταν μια τεχνική υπεράσπιση, θα έψαχναν να βρουν πώς επλήγη το θύμα, από ποια μεριά, πού κάθονταν οι πιθανοί δράστες, ποια απ’ τις σφαίρες οδήγησε στο ανθρωποκτόνο αποτέλεσμα. «Εδώ πέρασε ντούκου». Υπάρχει όμως εδώ ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο: το θύμα επλήγη μόνο από μια μεριά, μόνο από αριστερά. Από το ίδιο μέρος στεκόταν και οι δύο δράστες; Δεν έγινε ούτε ένα σχεδιάγραμμα, μια αυτοψία, για να αναπαρασταθεί ο τρόπος δράσης και να φανεί αν επρόκειτο για δράστες ή για δράστη με δύο όπλα.
Και τελικά πόσοι ήταν οι δράστες; Στην έκθεση που είχε συντάξει τότε η Αστυνομία, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δράστες ήταν τρεις. Εδώ έχουμε τέσσερις! Επίσης, η Αστυνομία αναφέρει δράστες ηλικίας 30-35 ετών. Πληθώρα αυτοπτών μαρτύρων κάνουν αυτή την περιγραφή. Εκτός από έναν που αναφέρει 20-30 ετών. Και αυτόν τον ένα διάλεξε η εισαγγελέας, μεταξύ πενήντα αυτοπτών μαρτύρων, για να στηρίξει την πρόταση ενοχής για τον Κωστάρη! «Αν σήμερα τον Κωστάρη τον θεωρούμε 35 ετών το πολύ, τότε που ήταν 23, δε θα φαινόταν σαν παιδάκι; Και άραγε δε θα υπήρχε ένας μάρτυρας να πει ότι ήταν τρεις δράστες, πέντε, σαράντα πέντε και ένας μεταξύ αυτών με μια παιδική φάτσα; Διότι δεν είναι δυνατόν, φαίνεται ο άνθρωπος και έχετε και μια φωτογραφία απ’ την ταυτότητα που είναι πιο κοντά, είναι ένα μωρό. Δεν προκύπτει ότι κανείς από τους δράστες είχε αλλάξει φυσιογνωμία, είχε βάλει μουστάκια, είχε βάλει γυαλιά, είχε βάλει περούκα, κανείς δεν το είπε αυτό. Είναι τρεις δράστες με κουστούμια, κρατάνε κάποιους φακέλους, τσάντες κτλ. και προχωρούν. Πώς συμπίπτει λοιπόν ότι αυτοί οι αυτόπτες περιγράψανε ένα άτομο 30-35 ετών κι αυτό το άτομο, επειδή το είπε ένας, ενώ όλοι οι άλλοι λένε άλλες ηλικίες, συμπίπτει με την περιγραφή του Ηρακλή Κωστάρη;».
Υπάρχει, όμως, και ο περιβόητος Μπερετάνος. Στο πρωτόδικο χλευάστηκε από την έδρα και απαξιώθηκε σαν μάρτυρας, όμως η υπόθεση κάνει αναφορά σ’ αυτόν, γεγονός που υποχρέωσε τη συνήγορο να αναφερθεί αναλυτικά στην αφεντιά του. Στην εμφάνισή του «ξαφνικά» στη φάση της ανάκρισης μετά τις συλλήψεις και στην αναγνώριση ενός μόνο από τρία άτομα με τα οποία υποτίθεται ότι διασταυρώθηκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από 13 χρόνια, και στο «σόου» της αναγνώρισης, όπου μπέρδεψε τον Κωστάρη με τον Καρατσώλη. Τι κίνητρα είχε ο Μπερετάνος να έρθει να αναγνωρίσει τον Κωστάρη; αναρωτήθηκε η συνήγορος. «Δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρθηκα στο κλίμα της πρωτόδικης δίκης, στο κλίμα της εξάρθρωσης και της αστυνομικής εκκαθάρισης της υπόθεσης, τότε, που όλοι είχαν ενεργοποιηθεί οι φαντασίες τους, οι πολιτικές εντυπώσεις τους. Σε μια τέτοια λοιπόν συγκυρία θεωρώ πολύ πιθανό ο κ. Μπερετάνος να θέλησε να έρθει εδώ για να βοηθήσει την δικαστική εκκαθάριση της υπόθεσης. Τα κίνητρά του λέω ότι δεν ήταν ευτελή. Μπορεί όμως και να ήταν. Να του υποδείχθηκε από κάποιον να έρθει να τα πει αυτά και εν γνώσει του ψεύδους αυτής της αναγνώρισης. Μπορεί να έχει υπερτροφική φαντασία. Μπορεί να είχε πολιτικά κίνητρα, δήλωσε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και αυτή την εκκαθάριση την έκανε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και να μην ήθελε να λείπει από αυτή τη φοβερή ιστορία που συντελείτο και ο κάθε πικραμένος κάτι θυμόταν». Ηρθε και αναγνώρισε, όπως αναγνώρισε. Σας καλώ –είπε η Τ. χριστοδουλοπούλου απευθυνόμενη στους δικαστές- να θυμηθείτε ένα γκαρσόνι που σας σέρβιρε σε μια ταβέρνα την προηγούμενη εβδομάδα, που το είδατε εφτά φορές, που συνομιλήσατε μαζί του. Δε μπορείτε. Και ο Μπερετάνος θυμήθηκε έναν που είδε ανάμεσα σε τρεις, πριν 13 χρόνια, για ελάχιστα δευτερόλεπτα και σε συνθήκες πανικού!
«Ηρθε λοιπόν και ο κ. Μπερετάνος στο δεύτερο βαθμό να εκφράσει τις αμφιβολίες του, να μας μιλήσει ότι πήγε και εξομολογήθηκε. Εξομολογείται κάποιος όταν έχει πει την αλήθεια; Δεν το έχω ακούσει αυτό. Συνήθως εξομολογούνται αυτοί που λένε ψέματα, αυτοί που έχουν τύψεις, αυτοί που θέλουν να λυτρωθούν από κάποιο βάρος συνειδησιακό. Αυτοί εξομολογούνται. Ο κ. Μπερετάνος ήρθε εδώ και λέει: “πήγα και εξομολογήθηκα κι έρχομαι να σας πω ότι αμφιβάλλω”. Πώς θα αξιολογηθεί αυτό; Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι αυτός ειδικά έχει ένα φοβερό προσόν να συγκρατεί σε στιλ φωτογραφικής μηχανής, να καταγράφει χαρακτηριστικά και άρα είναι έγκυρη η αναγνώρισή του και κατά συνέπεια μπορεί. Γιατί αμφέβαλλε στη συνέχεια; Η συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής, η κα Τσόλκα, είπε ότι ο κ. Μπερετάνος εκφοβήθηκε και μάλιστα εκφοβήθηκε αναδρομικά από την υπεράσπιση στον πρώτο βαθμό. Εγώ τότε δεν ήμουν στον πρώτο βαθμό, διάβασα όμως τα πρακτικά της δίκης και δεν είδα κανένα εκφοβισμό. Είδα έκπληξη, είδα απορία, είδα αναπάντητες ερωτήσεις από τη μεριά του κ. Μπερετάνου, αλλά εκφοβισμό δεν είδα. Πολύ περισσότερο δεν θα μπορεί να εκφοβίσει τον Μπερετάνο ο Ηρακλής Κωστάρης που έχει τιμωρηθεί ισόβια και που δεν έχει καμία δυνατότητα όχι να απειλήσει ή να εκβιάσει τον οποιονδήποτε, αλλά να κάνει το οτιδήποτε».
Η Τ. Χριστοδουλοπούλου αναφέρθηκε εν εκτάσει στις τερατώδεις υπερβολές και τα σοφίσματα με τα οποία η πολιτική απαγωγή προσπάθησε να χτυπήσει τα ακλόνητα υπερασπιστικά επιχειρήματα του Κωστάρη. Απάντησε σε ένα προς ένα τα σοφίσματα της πολιτικής αγωγής και κατέληξε: «Γιατί όμως λένε τέτοιες υπερβολές; Μήπως τελικά αυτό που κινητοποιεί υπερβολές, διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις είναι γιατί υπάρχει μια κοινή παραδοχή, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του Ηρακλή Κωστάρη δεν είναι τόσο σοβαρά, τόσο συντριπτικά και πρέπει να καταφύγουμε και σε διάφορες αυθαίρετες ερμηνείες και σε διάφορα άλλα, για να τεκμηριώσουμε την εμπλοκή του στην υπόθεση Μπακογιάννη; Το λέω αυτό, γιατί υπάρχει μετά η δήλωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, που ειπώθηκε ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας ήθελε να βοηθήσει τον Κωστάρη. Βγήκε και είπε ότι “εμείς δεν χρησιμοποιούσαμε σε κορυφαίες ενέργειες της Οργάνωσης νεαρά μέλη”. Η κα εισαγγελέας ενοποίησε τα δυο σκέλη αυτής της δήλωσης, ενώ είναι πασιφανές, το έγραψαν και οι εφημερίδες, ότι στο δεύτερο μέρος αυτής της δήλωση, περιγράφει κάποιο άλλο μέλος. Τελικά τίθεται το ερώτημα: ήθελε να βοηθήσει ο Κουφοντίνας τον Κωστάρη ή δεν ήθελε; Μάλιστα, η κα Τσόλκα είπε ότι είναι υπαρχηγός, ότι ο κ. Γιωτόπουλος έχει υπαρχηγό τον Τζωρτζάτο και ο Κουφοντίνας τον Κωστάρη. Φτάσαμε σε αυτή την τελική κατασκευή! Τελικά ήθελε να τον βοηθήσει; Αν ήθελε να τον βοηθήσει, θα του ξέφευγε του Κουφοντίνα, που κατά κοινή παραδοχή είναι πανέξυπνος; Που είναι έμπειρος; Που είναι εδώ σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και θα “κάρφωνε” τον Ηρακλή Κωστάρη, που ήξερε ότι αρνιέται ότι ήταν στην υπόθεση Μπακογιάννη; Είναι δυνατό να φτάνουμε να δίνουμε τέτοιες ερμηνείες; Γιατί τις χρειαζόμαστε αυτές τις ερμηνείες; Για να αποδείξουμε τι; Κάτι που δεν αποδεικνύεται και είναι προφανές. Διότι δεν είναι δυνατό να γίνεται συστηματική παραποίηση των στοιχείων και όταν ο εντολέας μου εκρήγνυται και λέει “γιατί τα λέτε αυτά” να του λέμε “γίνεσαι αντιπαθής”. Τον πνίγει η αδικία! Δικάστε τον με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν εν πάση περιπτώσει. Αξιοποιήστε ό,τι υπάρχει. Αλλά δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε και σε κατασκευές που δεν προκύπτουν από τη ζωή και από τη δικογραφία».
Ομως, την απάντηση σε όλες τις κατασκευές την έδωσε ο καθηγητής Γιαννίδης, συνήγορος πολιτικής αγωγής κι αυτός, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής της Τ. Χριστοδουλοπούλου: «Ερχεται μετά -διάβασα τα πρακτικά- ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, ο κ. Γιαννίδης, ο οποίος δεν ήξερε τι είπε η κα εισαγγελέας ούτε η κα Τσόλκα, και μιλάει για τη δήλωση Κουφοντίνα, ως έγινε, και λέει για το πρώτο τμήμα που αφορά τον Κωστάρη και το δεύτερο που αφορά τον Τζωρτζάτο. Και απομυθοποιείται όλη αυτή η προσπάθεια, που κατά τη γνώμη μου δεν υπήρχε κανένας λόγος να ειπωθεί».
Με τον ίδιο μεθοδικό τρόπο, μη αφήνοντας τίποτα «να πέσει κάτω», η συνήγορος αναφέρθηκε και σε όλους τους άλλους τερατώδεις ισχυρισμούς, τους τραβηγμένους από τα μαλλιά, τους πέραν της κοινής λογικής και της κοινής πείρας, με τους οποίους εισαγγελία και πολιτική αγωγή, σε αγαστή συνεργασία, προσπάθησαν να απαξιώσουν τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς και τα στοιχεία άλλοθι που βρήκε ή προσπάθησε να βρει ο Κωστάρης. Η καλοδουλεμένη τοποθέτησή της σε όλα τα σημεία προκάλεσε την ενόχληση της εισαγγελέα, η οποία τουλάχιστον δύο φορές διέκοψε τη συνήγορο προσπαθώντας να στηρίξει τους συλλογισμούς της πρότασής της. Πανέτοιμη η Τ. Χριστοδουλοπούλου τη «ρούμπωσε» και τις δυο φορές. Ειδικά όταν αναφερόταν στις προανακριτικές των Καρατσώλη και Χριστόδουλου και στα σοφίσματα με τα οποία η εισαγγελέας προσπάθησε να τις αξιοποιήσει σε βάρος του Κωστάρη, ενώ ακόμα και απ’ αυτές δεν προκύπτει τίποτα, πέρα από συμμετοχή σε μια συζήτηση «για ένα βουλευτή» και κάποια «άκουσα». Το επιχείρημα της συνηγόρου ήταν συντριπτικό και μόνο σαφείς απαντήσεις επιδέχεται: «Να πούμε ναι στις προανακριτικές -και θα πω και παρακάτω όταν θα μιλήσω ειδικά γι’ αυτές- όλες τις προανακριτικές να τις βάλουμε εδώ στο τραπέζι. Δεν είπε, κα εισαγγελέα, ο Καρατσώλης ότι συμμετείχε ο Κωστάρης στην υπόθεση Μπακογιάννη. Και αυτό είναι υπερασπιστικός μας ισχυρισμός. Δεν το είπε ούτε ο Θωμάς Σερίφης, δεν το είπε ούτε ο Παύλος Σερίφης, που είχε την πιο στενή προσωπική σχέση. Αυτοί οι τρεις εάν ο Κωστάρης ήταν δράστης του Μπακογιάννη, θα το έλεγαν ανάμεσα στα άλλα που έχουν πει, ψεύτικα ή αληθινά, κατά τη γνώμη τους και κατά τη γνώμη σας. Για μας είναι συνολικά ψευδή».
Κι ακόμη: «Πάμε στο Χριστόδουλο Ξηρό να δούμε τι είπε. Είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός “Από όσα άκουσα στην Οργάνωση συμμετείχε ο Ηρακλής Κωστάρης στην υπόθεση Μπακογιάννη”. Τι σημαίνει αυτό; Τι άκουσε; Πού τα άκουσε; Στην Οργάνωση. Αυτό δεν σας θυμίζει “εκ πληροφοριών της υπηρεσίας μου”; Είναι παντελώς αόριστο. Τι πάει να πει “το άκουσα από την Οργάνωση”; Ας αφήσουμε τώρα αν η Οργάνωση ήταν συνωμοτική και καταστατικά και όλα αυτά που μας έχουν απασχολήσει εδώ κι όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή δεν παίζουν κανένα ρόλο. Ας πούμε ότι ήταν η Οργάνωση έτσι όπως ήταν. Πώς το έμαθε ο Χριστόδουλος Ξηρός; Ηταν σε καμία συζήτηση κατά τη φάση του προγραμματισμού; Δεν προκύπτει. Λένε και στις δυο εκδοχές ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός ήταν παρών; Μήπως έγινε κάποια συζήτηση μετά την ενέργεια σαν απολογισμό -μπορεί να έκαναν και απολογισμό των ενεργειών- ώστε να πει “καλά το έκανε ο τάδε, ο Χάρης ήταν τέλειος, ο άλλος δεν ήταν”; Γιατί δεν το λέει; Μήπως του το είπε ο ίδιος ο Χάρης, που λέμε ότι είναι ο Κωστάρης; Δεν το λέει. Μήπως του το είπε ο αδελφός του; Κάποιος, κάτι θα έλεγε. Ξέρετε ότι απαγορεύεται η μαρτυρία όχι μόνο συγκατηγορούμενου, αλλά όταν δεν κατονομάζεις ποια είναι η πηγή της πληροφορίας. Είναι παντελώς αόριστο το ότι “το πληροφορήθηκε από την Οργάνωση”. Εκείνος ο χριστιανός προανακριτικός υπάλληλος χάθηκε να του πει “κύριέ μου, ποιος δηλαδή σου το είπε;”, να το υποβάλλει και σαν ερώτηση για να είναι και ωραία η απάντηση, αυτονομημένη και να τη χρησιμοποιήσει; Δεν τον ρωτάει τίποτε. Oπως δεν ρωτάει και τον Καρατσώλη. “Κύριέ μου, τον κάνατε εκείνον τον bουλευτή της Νέας Δημοκρατίας; Ποιος ήταν εκείνος ο bουλευτής της Νέας Δημοκρατίας; Ποιοι συμμετείχαν τελικά; Εσείς που το κουβεντιάσατε; Aλλοι; Και ποιοι;”. Τίποτε από όλα αυτά. Είναι αυτά, κα εισαγγελέα, κ. πρόεδρε και κύριοι δικαστές, αποδεικτικά στοιχεία για να καταδικαστεί ένας άνθρωπος για ένα τόσο σοβαρό αδίκημα; Δηλαδή, είπα ότι μια ανθρωποκτονία, μια κλασική ανθρωποκτονία, σε ένα Μικτό Ορκωτό που θα γινόταν μια τεχνική υπεράσπιση, θα είχαμε να πούμε χιλιάδες πράγματα. Θα έλεγε ο κατηγορούμενος τον λόγο του, τον αντίλογο η πολιτική αγωγή, αλλά αυτά εδώ δεν είναι επιχειρήματα. Δεν είναι δυνατό με αυτά τα στοιχεία να μπορούμε να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο με τόσο βαριά ποινή που επισείρει αυτό το έγκλημα»!!!
5. Εκτέλεση Στιούαρτ: Είναι η τελευταία ενέργεια στην οποία φέρεται να λαμβάνει μέρος ο Κωστάρης και είναι Μάρτης του 1991. Η συμμετοχή του περιγράφεται και πάλι εντελώς αόριστα: καθόταν στο πίσω μέρος ενός βαν και ο Σάββας πάτησε το μπουτόν και έγινε η έκρηξη. «Ο Κωστάρης δεν έχει κανένα άλλοθι για το πού βρισκόταν εκείνη την ημέρα. Ηρθε εδώ σαν φυσιολογικός άνθρωπος και είπε δεν μπορώ να θυμηθώ πού μπορεί να ήμουν εκείνη την εποχή. Μήπως αυτό δίνει εγκυρότητα στα άλλοθι που έχει στις άλλες υποθέσεις; Δεν θα μπορούσε να έχει έναν φίλο που να έχει γενέθλια εκείνη την ημέρα; Εναν γνωστό που να έχει μια επέτειο γάμου, κάτι, και να τον έχει καλέσει σε μια ταβέρνα; Και μια και είναι κατασκευαστής άλλοθι, να τον φέρει εδώ και να πει εμείς εκείνη τη μέρα ήμαστε στην τάδε ταβέρνα στην Κηφισιά τα πίναμε και τα λοιπά; Ή, αφού ήρθαν τόσοι πολιτικοί μάρτυρες να μιλήσουνε για την προσωπικότητά του, για τις πολιτικές του ανησυχίες, δε θα υπήρχε και καμιά εκδήλωση πολιτική ή να την επινοήσουνε; Τον Μάρτιο του 1991 που έβραζε το πολιτικό ενδιαφέρον, συγκυβερνήσεις, κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, και να πουν τον είδαμε τον Κωστάρη, ήταν σε αυτή την εκδήλωση; Δεν το έκανε, φέρθηκε φυσιολογικά. Και το έκανε αυτό, γιατί τα άλλα δεν τα κατασκεύασε, τα άλλοθι. Ηρθε ο άνθρωπος, ο ένας αυθορμήτως, ο άλλος ο οποίος τον γνώριζε και είπε για το ΑΤ Βύρωνα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε ότι κατασκεύασε το άλλοθι με τη γυναίκα του. Αν όμως σε κάθε περίπτωση ήθελε να κατασκευάσει, ήτανε πρόσφορο το έδαφος να κατασκευάσει. Και θα ήθελα να σας πω και το εξής: Η κατηγορία Στιούαρτ είναι πιο σοβαρή από το ΑΤ Βύρωνα. Αν λοιπόν έπρεπε να κάνει επιλογή μιας κατασκευής, γιατί μπορεί να μου πείτε θα φαινόταν αν είχε σε όλα άλλοθι, θα του λέγαμε “βρε παιδί μου τώρα σε όλα έχεις εσύ άλλοθι;” δε θα διάλεγε κατά τη γνώμη σας τον Στιούαρτ; Θα διάλεγε το ΑΤ Βύρωνα; Πολύ άνετα μπορούσε να κατασκευάσει, αν ήθελε, το οποιοδήποτε άλλοθι. Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει πραγματικά να αξιολογήσουμε το γεγονός ότι σαν φυσιολογικός άνθρωπος, που δένει με τους κανόνες της εμπειρίας και της λογικής, έρχεται εδώ και λέει, συγνώμη, ήταν βράδυ, δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα, όπως δεν μπορεί κανείς μας να θυμηθεί τίποτα για το τι έκανε πριν δέκα και δεκαπέντε χρόνια και δεν έχει κανένα λόγο να το θυμάται».
Το ουσιαστικό ζήτημα είναι άλλο και η συνήγορος χτύπησε και πάλι κέντρο: «Είναι, όπως ανέφερα και πριν, η τελευταία ενέργεια της Οργάνωσης. Μετά από κει εξαφανίζεται ο Χάρης. Τι έγινε, κύριε πρόεδρε; Εχουμε ένα πρόσωπο το οποίο λαμβάνει μέρος στην κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης και μετά δεν τον ξαναβλέπει κανείς πουθενά. Τι είναι αυτό, δεν είναι ένα μυστήριο; Δεν σας δημιουργεί αμφιβολία, δεν μπορεί να μη σας δημιουργεί απορία, τι έγινε αυτός ο άνθρωπος που 23 χρονών επιστρατεύθηκε να δολοφονήσει τον Μπακογιάννη, σε μια τόσο κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης, και μετά δεν τον βλέπουμε πουθενά; Απόντα από τα πιο απλά ως τα πιο δύσκολα. Πρέπει κάπως να το προσεγγίσουμε κι αυτό και να δούμε και τις ιδιαιτερότητες που είχε αυτή η υπόθεση». Η συνήγορος θύμισε τι αναφέρεται στην προανακριτική του Σάββα: «Τα νέα μέλη έπρεπε να περάσει πολύς χρόνος για να συμμετάσχουνε σε δολοφονία, γι αυτό κι εγώ συμμετείχα το ΄89» (τρία χρόνια μετά την ένταξή του). Ο Κωστάρης, όμως, φέρεται να έχει συμμετάσχει στην κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης όντας νεοενταχθείς, χωρίς να έχει πάρει μέρος στη σχετική συζήτηση και την προετοιμασία, και μετά εξαφανίζεται από το προσκήνιο, δεν τον ξαναβρίσκουμε πουθενά.
Θα σας πω και μια φαινομενικά παραδοξολογία, συνέχισε η Τ. Χριστοδουλοπούλου. «Για μας οι προανακριτικές είναι υπερασπιστικός ισχυρισμός, διότι κύριε πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές, με αυτές τις προανακριτικές ο Ηρακλής Κωστάρης έχει απαλλαγεί από δεκαεπτά κατηγορίες. Θεωρούμε ότι όσο τον αφορά είναι παντελώς ψευδείς. Το ότι δεν μπόρεσε για πέντε αδικήματα να βρει περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουνε την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, αυτό δε σημαίνει ότι έχοντας η Εισαγγελική Αρχή το βάρος της απόδειξης της ενοχής του, δε θα έπρεπε να εισφέρει και ό,τι εισέφερε, τουλάχιστον όπως τα σχολίασα, νομίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στην αποδεικτική βεβαιότητα που απαιτεί ο νόμος. Γιατί πρέπει να απαντήσετε στο αμείλικτο ερώτημα, πώς είναι ψευδείς για δεκαεπτά αδικήματα και είναι αληθείς για πέντε; Δεν είναι δυνατόν αυτό να μην το απαντήσει κανείς και να μπορεί να σταθεί η επιχειρηματολογία του κατά τα λοιπά».
Στη συνέχεια, ασχολήθηκε και με όλα τα υπόλοιπα που θεωρούνται αποδεικτικά μέσα σε βάρος του Κωστάρη. Για παράδειγμα τα τετράδια. Αυτό το «Χα», αν υποθέσουμε ότι αναφέρεται στο «Χάρη» και αν ο «Χάρης» είναι ο Κωστάρης, θα πρέπει να αναφέρεται σε κάποιο ιδιαίτερα δραστήριο μέλος της Οργάνωσης, αφού γίνονται συνεχείς αναλήψεις σ’ αυτόν τον κωδικό. Ελα όμως που για τον Κωστάρη προκύπτει το εντελώς αντίθετο. Δραστήριος περιγράφηκε στο καγηγορητήριο, όμως για τη συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών αθωώθηκε. Από το 1991 και μετά εξαφανίζεται από κάθε ενέργεια. Πώς θα δέσει αυτή η εικόνα με τις συνεχείς αναλήψεις χρημάτων; «Θα ήθελα λοιπόν να πω –κατέληξε η συνήγορος- ότι όλα αυτά που ανέφερα, που πάνω σε αυτά έγινε προσπάθεια να στηριχθεί η ενοχή του Ηρακλή Κωστάρη, δεν είναι ούτε καν υπόνοιες. Οχι αποδεικτικού χαρακτήρα ενδείξεις, δεν είναι ούτε καν υπόνοιες. Ξέρετε ότι το Δίκαιό μας καταστρώνει μια κλίμακα για τις ενδείξεις, θέλει απλές ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Στη συνέχεια, όταν είναι να πληγεί το αγαθό της ελευθερίας ή η αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου με παραπομπή σε ένα σοβαρό δικαστήριο, θέλει αυτές οι ενδείξεις να ενδυναμωθούν, να χρωματιστούν, να γίνουν αποχρώσες ενδείξεις. Στη συνέχεια, όταν βγαίνεις και είσαι στο στάδιο μιας τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης, αυτές οι αποχρώσες ενδείξεις πρέπει πανηγυρικά να αποδειχθούν και οι αποδεικτικού χαρακτήρα ενδείξεις πλέον να παράγουνε μονοσήμαντα τη βεβαιότητα ότι αυτός ο συγκεκριμένος συνδέεται και ευθύνεται γι’ αυτές τις πράξεις. Εδώ, όλα αυτά για τα οποία αναφερθήκαμε, είναι απλές υπόνοιες και καταγραφές, ενός υποκειμενισμού που μπορεί να έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος, δεν είναι όμως ένας δικανικός συλλογισμός που μπορεί να οδηγήσει σε δικαστική κρίση».
Στη συνέχεια, η Τ. Χριστοδουλοπούλου κωδικοποίησε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς Κωστάρη: Είναι υπερασπιστικός ισχυρισμός το γεγονός ότι έχει απαλλαγεί από δεκαεπτά κατηγορίες και για τις πέντε δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αθωότητά του, πρέπει η Εισαγγελική Αρχή να αποδείξει την ενοχή του. Ολες οι προανακριτικές αποδείχθηκαν ψευδείς ως προς τον Κωστάρη. Και των φίλων του και αυτών που έχει στενή προσωπική σχέση και των άλλων που υποστηρίζει ότι ούτε τους γνώριζε, ούτε τους είχε δει. Αποτελεί υπερασπιστικό ισχυρισμό η περιγραφή που γίνεται από τους αυτόπτες μάρτυρες για την υπόθεση Μπακογιάννη, η ανάκληση της αναγνώρισης από τον Τέλλιο και από τον Μπερετάνο, τα άλλοθι που έχει για το ΑΤ Βύρωνα από δύο ανθρώπους και για το Μπακογιάννη από τη σύζυγό του. Επίσης, υπερασπιστικός ισχυρισμός είναι η δήλωση του Κουφοντίνα ο οποίος παρόλο που δε μιλάει πολύ είπε πολύ συγκεκριμένα ότι «ποτέ δε θα χρησιμοποιούσαμε ένα νεαρό άτομο στην κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης». Και βεβαίως, υπερασπιστικός ισχυρισμός του Ηρακλή Κωστάρη αποτελεί, ακόμα κι αν έχετε δεχτεί όλα αυτά, το κενό και η απουσία δράσης ενός τέτοιου στελέχους, που συμμετέχει στην κορυφαία ενέργεια της Οργάνωσης, μετά το 1991, όπου δε φέρεται να συμμετέχει σε καμία απολύτως πράξη.
Και ο επίλογος της αγόρευσης Χριστοδουλοπούλου:
«Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, σκοπός της ποινικής δίκης δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Σκοπός της ποινικής δίκης είναι η απόδοση δικαιοσύνης. Οσοι λένε ότι σκοπός της ποινικής δίκης είναι η ανακάλυψη της αλήθειας λένε ένα νομικό και δικαιακό ψέμα. Οι εποχές που ο σκοπός ήταν η ανακάλυψη της αλήθειας συνέπεσαν με τυραννικά καθεστώτα, αποτελούν μελανές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας και ήρθε η νομιμότητα για να πει ότι ο κατηγορούμενος είναι υποκείμενο της ποινικής δίκης με δικαιώματα και κατά συνέπεια η αλήθεια που αποδεικνύεται με νόμιμο τρόπο, μόνο αυτή η αλήθεια είναι και νόμιμη και νομιμοποιημένη και δικαιολογημένη. Ολα τα άλλα είναι αλήθειες που μπορεί να είναι η αλήθεια του διωκτικού μηχανισμού, που ευτυχώς στον εικοστό αιώνα καταγράφηκε στην ιστορία η απόσταση διωκτικού μηχανισμού και δικαστικού μηχανισμού. Τώρα βλέπουμε δυστυχώς ότι όλο το χάσμα αυτό γεφυρώνεται. Δεν είναι δυνατόν η αλήθεια, όπως την εκλαμβάνει ο αστυνομικός μηχανισμός, να γίνει αλήθεια του δικαστικού μηχανισμού. Οι δικαστές έχουν τους δικούς τους κανόνες στην αναζήτηση όλων των παραμέτρων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και με αυτούς τους κανόνες είναι εξοπλισμένοι για να διερευνούν τις υποθέσεις. Ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα ότι στις υποθέσεις που εκδικάζετε πάντα εντοπίζεται ένα τμήμα της αλήθειας. Εχετε κανένα πρόβλημα γι’ αυτό; Κανένα. Αυτά τα διλήμματα, αυτές οι απορίες είναι λυμένες, γιατί τηρείτε το νόμο και δικάζετε με βάση την αλήθεια που αποδείχθηκε. Αυτός είναι ο σκοπός της ποινικής δίκης, αυτή η αλήθεια είναι νόμιμη. Αλλιώς θα φτάσουμε στην ηθικολογία, ότι όλα τα μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, γιατί ο σκοπός είναι ιερός, ο σκοπός είναι η εξάρθρωση της τρομοκρατίας. Δεν πειράζει. Βασανιστήρια; Τι έγινε; Αυτό δεν είχε πει και ο Αρειος Πάγος το 1973; Οτι ναι, η ομολογία αποσπάστηκε με βασανιστήρια, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν αληθής. Κι αυτή η απόφαση γράφεται από όλους τους συγγραφείς, είναι η πιο κατάπτυστη που έχει βγάλει ο Αρειος Πάγος στην ιστορία του. Διότι δεν είναι ο άνθρωπος μέσο για κανένα σκοπό, υπάρχει μια ηθική, η ηθική των μέσων, των μέσων απόδειξης. Κι ο δικαστής δεν πραγματώνει τις υποκειμενικές του απόψεις ή τις προκαταλήψεις ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή τους φόβους του ή τις υπηρεσιακές εξαρτήσεις. Ο δικαστής πραγματώνει τη δικαστική του συνείδηση και αυτή η δικαστική συνείδηση δε διαμορφώνεται αυθαίρετα, υπάρχει η ελευθερία εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, αλλά υπάρχει και η κοινή λογική, υπάρχει ο νόμος, υπάρχουν τα όρια με βάση τα οποία κινείται ένας δικαστής στην ποινική δίκη για να καταλήξει σε μία δικαστική κρίση. Αυτή λοιπόν τη δικαστική βεβαιότητα χρειάζεται να έχετε κι εσείς, για να μπορείτε να κρίνετε αυτή την υπόθεση, που είναι ο δεύτερος και τελευταίος βαθμός κρίσης στην ουσία. Κι αυτό είναι ένα σημαντικό δικαίωμα για τον κατηγορούμενο, ο δεύτερος βαθμός κρίσης. Ξέρετε ότι στα αυταρχικά μοντέλα δε δίνεται ο δεύτερος βαθμός, θα θυμόσαστε, εγώ ήδη ήμουνα δικηγόρος, ότι η χούντα είχε στερήσει το δεύτερο βαθμό κρίσης από όλα τα κακουργήματα. Και επανήλθε μετά τη μεταπολίτευση η δυνατότητα -και μάλιστα με αγώνες των κρατουμένων ισοβιτών- η δυνατότητα να υπάρχει και δεύτερος βαθμός κρίσης, γιατί ο νόμος θεωρεί ότι το τεκμήριο αθωότητας συνεχίζει να υπάρχει, ότι οι δικαστές είναι άνθρωποι, μπορεί να είχαν μια λαθεμένη κρίση, ότι οι δικαστές ναι επηρεάζονται από ένα κλίμα. Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι θεσμικά κατοχυρωμένη η κοινή γνώμη, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, στο ποινικό μας σύστημα. Ομως, το ξέρετε ότι υπάρχει και λειτουργεί, στις σοβαρές δίκες λαμβάνεται υπόψη τι ζητάει η κοινή γνώμη, αν επικροτεί ή δεν επικροτεί μια τέτοια απόφαση ή μια άλλη.
Οσα μπόρεσα να συνοψίσω και να πω, λυπάμαι πραγματικά που δε βρίσκεται στο ακροατήριο η οικογένεια Μπακογιάννη και η κόρη του Στιούαρτ. Νομίζω ότι θα ήταν σημαντικό και διαπαιδαγωγητικό να ακούσουν την αλήθεια του κατηγορούμενου. Ξέρουν την αλήθεια των Διωκτικών Αρχών, μάλιστα, ξέρουνε την αλήθεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ξέρουνε την ανάγκη τους τη θεμιτή και απόλυτα δικαιολογημένη να τιμωρηθούν οι δράστες της δολοφονίας του πατέρα τους, όμως δεν ξέρουν την αλήθεια του κατηγορούμενου. Και νομίζω ότι αυτό είναι μια παράμετρος που αξίζει τον κόπο και οι ίδιοι να το δουν και να το ακούσουν και να το συνεκτιμήσουν. Γιατί έτσι διεξάγεται η δίκη, κατ’ αντιμολία, και είναι παράγοντες της δίκης αυτής, γιατί είναι θύματα, γιατί χάσανε τον πατέρα τους και θα πρέπει να ακούσουνε τι λέει αυτός ο κατηγορούμενος, τι, αηδίες λέει, ή λέει κάτι σημαντικό που ίσως χρειαστεί να μιλήσουμε γι’ αυτό; Νομίζω λοιπόν ότι θα ήταν ίσως πολύ χρήσιμο αν βρισκότανε η οικογένεια Μπακογιάννη στο ακροατήριο.
…Σας καλώ λοιπόν στο όνομα αυτού του κράτους Δικαίου (σ.σ. προηγουμένως είχε αναφερθεί στην απόφαση γερμανικού δικαστήριου που αθώωσε τον Βάινριχ), που κάθε τόσο επανεμφανίζεται, να υπολογίσετε, να κατανοήσετε τα θύματα, να κατανοήσετε τη σημασία του προσώπου του Παύλου Μπακογιάννη που δολοφονήθηκε. Ομως, θα πρέπει να αιτιολογήσετε τη δικαστική σας κρίση χωρίς να λάβετε υπόψη σας αν θα δυσαρεστηθούν τα θύματα ή αν ένα μισαλλόδοξο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αναφερθεί και πει τι είναι αυτοί οι δικαστές και τι αποφάσεις βγάζουν. Εγώ ελπίζω, εύχομαι, πραγματικά η δικαστική σας κρίση ν’ αποκαταστήσει το δημοκρατικό έλλειμμα που ήταν τόσο κραυγαλέο στην προανάκριση, ν’ αποκαταστήσει αυτή τη διαταραχή που επήλθε στο Δίκαιο και στην απονομή της δικαιοσύνης με το πρωτόδικο δικαστήριο και να δώσει σε όλους μας εμπιστοσύνη για το μέλλον. Γιατί πάνω απ’ όλα, μέσα απ’ την πράξη σας αυτή, δεν είναι μόνο ότι αποδίδεται δικαιοσύνη, αλλά προστατεύεται το περιβάλλον Δικαίου που έχει ανάγκη η κοινωνία για να ζει ειρηνικά. Αυτό έχει ανάγκη. Να ξέρει ότι θα τιμωρηθεί ο ένοχος, να ξέρει ότι θ’ αθωωθεί αυτός για τον οποίο δεν προκύπτουν τέτοιες σοβαρές αποδείξεις ενοχής. Εύχομαι λοιπόν και η δική σας απόφαση ν’ αποτελεί ένα αισιόδοξο μήνυμα για όλους μας, για το μέλλον της Δικαιοσύνης, για το μέλλον αυτών των ανθρώπων. Γιατί ο Ηρακλής Κωστάρης έχει μια ζωή που αξίζει σεβασμού. Είναι ένα παιδί, ένα παιδί μεταναστών. Ηρθε απ’ την άγονη Θεσπρωτία στην Αθήνα με προσδοκία να εργαστεί, να φτιάξει οικογένεια, να βοηθήσει την πατρική του οικογένεια, είχε πολιτικές ανησυχίες, τον περιγράψανε μάρτυρες επώνυμοι και ανώνυμοι. Η ζωή αυτού του ανθρώπου δεν έχει σημασία; Το μέλλον του; Το ότι δε θα είναι έξω να δει τα παιδιά του, να δει αυτή την κοινωνία όπως την ονειρεύτηκε, να δουλέψει; Ολα αυτά είναι τόσο ασήμαντα μπροστά στο ότι ενδεχομένως θα δυσαρεστηθούν κάποιοι απ’ τις απαλλαγές; Και θα πρέπει να κάνουμε απλές διορθωτικές κινήσεις απ’ το πρωτόδικο δικαστήριο, τηρώντας το ίδιο κλίμα μέσα στο σκεπτικό της απόφασης; Γιατί δε μπορώ να φανταστώ κάποιο άλλο σκεπτικό που να είναι πιο αναλυτικό, πιο νομιμοποιημένο και να οδηγεί όμως ταυτόχρονα και στην καταδίκη αυτών των ανθρώπων.
Σας κάνω λοιπόν έκκληση, στο όνομα όλων αυτών που είπα, σ’ αυτά που προσπάθησα να εξηγήσω, χωρίς να υπερβάλλω -γιατί δε μου ταιριάζει κι αυτό, όχι γιατί ειδικά γι’ αυτή την υπόθεση το έχω- και να σας ζητήσω να συνεκτιμήσετε όλα αυτά τα υλικά, προκειμένου να οδηγηθείτε σε μια ορθή δικαστική κρίση και να μας κάνετε όλους υπερήφανους για το μέλλον της Δικαιοσύνης, αλλά και κυρίως να εμπεδώσετε το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, αυτό είναι το μέγιστο αγαθό. Δεν είναι η ασφάλεια του κράτους, είναι η ασφάλεια των πολιτών. Αυτό ξέραμε, αυτό υπηρετήσαμε, αυτό θέλουμε όλοι, να αισθάνονται οι πολίτες ασφαλείς μέσα σε μια κοινωνία με δεκάδες ανταγωνισμούς και που η Δικαιοσύνη δεν έχει το ρόλο του παίκτη, είναι διαιτητής των κοινωνικών ανταγωνισμών, είναι υπεράνω αυτών των ανταγωνισμών. Τους αποτιμά και μπορεί να λύνει τα προβλήματα. Δεν υπάρχουν αδιέξοδα στη Δικαιοσύνη. Εχετε την Ποινική Δικονομία. Εάν την τηρήσετε, δε θα έχετε κανένα, ούτε προσωπικό ούτε νομικό, αδιέξοδο ούτε δίλημμα. Θα είσαστε υπερήφανοι για την απόφασή σας».
Ακολούθησε ο Γιάννης Μαντζουράνης, που έκλεισε τον κύκλο των υπερασπιστών του Κώστα Καρατσώλη. Στην εισαγωγή του, αφού αναφέρθηκε στις θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης, ο συνήγορος τόνισε: «Οφείλω με ειλικρίνεια και ευθύτητα να πω, ότι μετά την πολύμηνη ακροαματική διαδικασία, διαπιστώνεται σε αυτή την αίθουσα, ότι ως επί το πλείστον ετηρήθησαν οι τύποι με ευλάβεια από το δικαστήριό σας, πλην όμως συχνά παραβιάστηκε η ουσία των αρχών που διέπουν τη διεξαγωγή μιας ποινικής δίκης». Και εξήγησε τι εννοεί, αναφερόμενος στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις που έχει πάρει το δικαστήριο και ειδικά στη νομιμοποίηση των προανακριτικών απολογιών στην Αντιτρομοκρατική.
Στη συνέχεια, ο Γ. Μαντζουράνης αναφέρθηκε στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο Καρατσώλης:
1. Εισβολή στο ΑΤ Βύρωνα: Τα μόνα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η καταδικαστική απόφαση για τον Καρατσώλη είναι η προανακριτική του και οι προανακριτικέ