Η Ράνια Καραμπλιάνη ολοκλήρωσε την αγόρευσή της και μαζί τις αγορεύσεις της υπεράσπισης του Βασίλη Ξηρού, αναφερόμενη σε μια σειρά εκρήξεις, για τις οποίες ο Βασίλης έχει καταδικαστεί ως απλός συνεργός, κυρίως με βάση τη δική του προανακριτική στην οποία φέρεται να λέει ότι «σε όλες αυτές ήμουν τσιλιαδόρος». Η συνήγορος ασχολήθηκε και με τα νομικά ζητήματα που σχετίζονται με το χαρακτηρισμό της πράξης (παντού έχει επιβαρυνθεί ανεπίτρεπτα η κατηγορία) και με την εμπλοκή του Βασίλη, που δεν προκύπτει από πουθενά. Μάλιστα, η δική του «ομολογία» σε αρκετές περιπτώσεις διαψεύδεται από την προανακριτική του Σάββα.
Η συνήγορος έκλεισε την αγόρευσή της με ένα λιτό επίλογο:
«Αναζήτησα ένα επίλογο με αγωνία, ομολογώ όμως ότι ήταν τόσο τα ζητήματα που θα ήθελα να σας πω και πιστεύω και όλοι μας, για τις πράξεις αυτές, για τον κατηγορούμενο που εκπροσωπούμε, αλλά δεν μπόρεσα να βρω κάτι που να αντιπροσωπεύει όλα όσα θα ήθελα να πω. Βρήκα μόνο να σας πω τι θα σας ζητούσα και όχι τι σας ζητώ. Θα σας ζητούσα, κατ’ αναλογία με αυτό που ο Βασίλης Ξηρός έθεσε εδώ στο ακροατήριο, να του αποδώσετε τις ευθύνες που του αναλογούν, όχι στη βάση των προανακριτικών, αλλά στη βάση μιας ξεκάθαρης απολογίας στο ακροατήριο, που δυστυχώς δεν μπόρεσε ο ίδιος να έχει. Θα σας ζητούσα να τον απαλλάξετε γι’ αυτές τις κατηγορίες που δεν ομολογεί. Αν τις είχε ομολογήσει σε συνθήκες νομιμότητας, σε συνθήκες διαφάνειας και όχι σε προανακριτικές έγγραφες απολογίες. Καταλήγω πάλι να πω αυτό που στην αρχή της τοποθέτησής μου είπα και σε όλη αυτή τη δίκη ήταν και παραμένει και θα παραμείνει να είναι το καθοριστικό ζήτημα αυτής της υπόθεσης: αυτές οι προανακριτικές μας δέσμευσαν όλους. Κάποιους τους διευκόλυναν, κάποιους τους δυσκόλεψαν. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που εγώ αισθάνομαι είναι ότι αδίκησαν. Θεωρώ ότι αδίκησαν το Βασίλη Ξηρό, θεωρώ ότι αδίκησαν την ιστορία. Μακάρι να μην αδικήσουν και την ποινική ακροαματική διαδικασία».
Από τα δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας, γιατί η ακροαματική διαδικασία δίνει υλικό για κρίσεις στο ποινικό δικαστήριο και όχι η προδικασία, φάνηκε καθαρά ότι «δεν υπάρχει άμεσο νομικό αντίκρισμα της συμπεριφοράς του Γεωργιάδη, με τις κατηγορίες οι οποίες του αποδίδονται και για τις οποίες καταδικάστηκε ήδη σε πρώτο βαθμό», ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής ο συνήγορός του Γιώργος Ζησιμόπουλος. Υπάρχουν μόνο στοιχεία που δημιουργούν εντυπώσεις. Το ότι είναι παιδικός φίλος του Βασίλη Ξηρού, το ότι φιλοξενήθηκε και βοηθήθηκε επαγγελματικά από το Σάββα.
Ο συνήγορος έκανε φύλλο και φτερό την προανακριτική του Γεωργιάδη, αποδεικνύοντας ότι αυτή δε μπορεί να στηρίζεται σε δική του αφήγηση. Να δεχτώ –είπε- την τροποποίηση που προτείνει η εισαγγελέας ως προς το χρόνο έλευσής του στην Αθήνα. Να τον μεταφέρουμε από το φθινόπωρο του 1998 στο φθινόπωρο του 1997. Είναι, όμως, δυνατό να γίνεται η μύηση του Γεωργιάδη από το Σάββα με αναφορές στον πόλεμο των Φόκλαντ που έγινε το 1992; Αλλά και η Γιουγκοσλαβία πού κολλάει; Η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία έγινε το χειμώνα του 1999. Ενα χρόνο πριν πρόβλεψε την επέμβαση ο Σάββας και έκανε κατήχηση στον Γεωργιάδη; Ο συλλογισμός αυτός, που στηρίζεται σε ατράνταχτα γεγονότα, ενόχλησε την εισαγγελέα που διέκοψε το συνήγορο. Το μόνο που κατάφερε, όμως, ήταν να καταδείξει το μίσος που τη διακατέχει για τον Γεωργιάδη. Ο Γ. Ζησιμόπουλος την προκάλεσε ευθέως να τοποθετηθεί και απάντηση δεν πήρε: «Ποιος παραπλανά εδώ; Εδώ δεν πρόκειται για παραπλάνηση, εδώ πρόκειται για αποπλάνηση της κοινής λογικής, κ. εισαγγελέα. Δεν είναι δυνατό να πείθεται με στοιχείο αυτό το οποίο θα συνέβαινε μετά από δυο χρόνια. Το ’97 υποτίθεται, εσείς το λέτε, ότι γίνεται η στρατολόγησή του και του αναφέρεται ως λόγος στρατολόγησης, ποιος; Ο πόλεμος που θα γίνει μετά από δυο χρόνια;». Ο Γεωργιάδης έχει πει: εγώ τους είπα τρία τέσσερα γεγονότα, αυτά διανθίστηκαν, εμπλουτίστηκαν με άλλα και μετατράπηκαν σε απολογία.
Στην ίδια κατάθεση ο Γεωργιάδης φέρεται να περιγράφει την έκρηξη στην Alphabank με εκπληκτικές λεπτομέρειες, που κανείς δε θα μπορούσε να θυμάται μετά τέσσερα χρόνια. Την ίδια στιγμή, όμως, φέρεται να λέει ότι άφησε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο έδαφος, ενώ αυτός αποδεδειγμένα (το λένε οι αστυνομικές πραγματογνωμοσύνες) τοποθετήθηκε σε μια ζαρντινιέρα! Και στην ανακρίτρια του απαγγέλλεται κατηγορία για συμμετοχή σε μια ληστεία, που είναι άλλη από τη ληστεία για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε πρωτόδικα! Γι’ αυτό και ο Ζησιμόπουλος ξεσπά: «Ποιος παραμορφώνει εδώ την πραγματικότητα; Ο Γεωργιάδης; Ποιος δυσχεραίνει, ποιος εμποδίζει το ανακριτικό έργο; Ποιος παγιδεύει το ανακριτικό έργο εδώ; Ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης; Οταν φέρεται ενώπιον τακτικής ανακρίτριας με κατηγορία –πρωτοφανές αυτό- η οποία είναι παντελώς άσχετη, δεν έχει αναγραφεί πουθενά, είναι μια ληστεία άλλη, που έχει γίνει αλλού, με άλλους δράστες και του προσάπτεται και απολογείται γι’ αυτήν υποτίθεται; Ποιος παραπλανά λοιπόν; Ποιος έχει τη δυνατότητα, κ. πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές, να συντάσσει ουσιαστικά τέτοιου είδους κατηγορητήρια και ν’ αποδίδει τέτοιου είδους πράξεις; Ο Γεωργιάδης; Ο Γεωργιάδης που, όπως ισχυρίζεται η εισαγγελική έδρα, παραπλάνησε τα αστυνομικά όργανα και ανεγράφη δυο φορές κατά τη διάρκεια τριήμερης ανάκρισης εξαντλητικής, ότι ήρθε το φθινόπωρο του ’98; Διότι αυτό επί λέξει λέει η εισαγγελική πρόταση: ότι παραπλανήθηκε». Πέρα απ’ αυτά, βέβαια, υπάρχει και το γεγονός της ανάληψης της ευθύνης για την έκρηξη στην Alpha από την Οργάνωση «Μάης ‘98», με τηλεφώνημα στην «Ελευθεροτυπία». Και η δήλωση Κουφοντίνα, ότι αυτή η ενέργεια δεν είναι της 17Ν.
Το μόνο που υπάρχει για τον Γεωργιάδη, πέρα από την εμφανέστατα κατασκευασμένη απολογία του, είναι το πραγματικό γεγονός ότι, εξυπηρετώντας τον Σάββα, μετέφερε μια ταυτότητα στον αντιπρόσωπο του ιδιοκτήτη της Δαμάρεως. Το γεγονός αυτό ο Γεωργιάδης ουδέποτε το αρνήθηκε. Και όμως, η πρωτόδικη απόφαση του αποδίδει ισχυρισμό που ουδέποτε προέβαλε (ότι τάχα δήλωσε πως εκείνο το διάστημα ήταν στη Θεσσαλονίκη».
Ο Γ. Ζησιμόπουλος για την κατηγορία της «συμμετοχής» υποστήριξε ότι, ακόμη και αν γίνουνδεκτές οι προανακριτικές, δεν προκύπει για τον Γεωργιάδη ο απαιτούμενος από το νόμο δόλος, δόλος πρώτου βαθμού, άμεσος και ακάθεκτος. «Ο Γεωργιάδης δεν έχει απολύτως καμία σχέση, ειδικότερα τη σχέση την οποία απαιτεί ο νόμος και συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 187, με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Είναι θύμα συγκυριών, είναι θύμα ακριβώς της σχέσης του, η οποία πράγματι υπήρχε και την οποία εν πάση περιπτώσει κι εμένα προσωπικά εντύπωση θετική μου έκανε, κ. πρόεδρε, όταν εδώ απολογούμενος αλλά και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είπε ότι “ναι, μπορεί ο Σάββας Ξηρός να έκανε ό,τι έκανε, να έκανε τις επιλογές του, όμως εμένα κάποτε με είχε βοηθήσει, δεν έχω να πω τίποτε εναντίον του”. Γιατί ήταν απολιτικό στοιχείο, νέος άνθρωπος, όμως ειλικρινής, αυθόρμητος και αρνήθηκε τις κατηγορίες με ένα τρόπο όχι μονολεκτικό, όχι αγχωμένο, αλλά με επιχειρήματα σταθερά, με αξιοπρέπεια και αμεσότητα»
Ο δεύτερος συνήγορος του Γεωργιάδη, ο Βασίλης Παπαστεργίου, αναφέρθηκε αρχικά στο πολιτικό πλαίσιο της υπόθεσης, στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και όσα αυτός έφερε σε επίπεδο πλήγματος των δικαιωμάτων, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «ένα Ποινικό Δικαστήριο θα πρέπει να σκεφτεί και μ’ αυτό το γνώμονα, να σκεφτεί δηλαδή με το γεγονός ότι έχει να κάνει μ’ ένα πολιτικό ιστορικό φαινόμενο και ότι στο παρελθόν πράγματι οι τρόποι οι οποίοι επελέγησαν προκειμένου αυτό το πράγμα να καταπολεμηθεί, δεν ήταν οι ενδεδειγμένοι». Περνώντας από το γενικό («δίκη προανακριτικών απολογιών») στο ειδικό, σημείωσε πως για τον Γεωργιάδη υπάρχουν μόνο η προανακριτική του απολογία, σε ένα μάρτυρα κατηγορίας σε μια δίκη που κατέθεσαν 370 μάρτυρες κατηγορίας και σε μια επιβαρυντική κατάθεση συγκατηγορούμενου (Βασίλης Ξηρός), υλικό που είναι ανεπαρκές για να οδηγήσει σε καταδικαστική κρίση, όταν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η ανάκληση αυτών των προανακριτικών απολογιών.
Περνώντας στις επιμέρους πράξεις ο Β. Παπαστεργίου σημείωσε εύστοχα ότι η Οργάνωση «Μάης ‘98» δεν ήταν, όπως ισχυρίστηκαν οι εισαγγελείς ένα περιστασιακό όνομα υπό το οποίο έγινε η κατά κάποιο τρόπο εκπαίδευση του Γεωργιάδη στο ένοπλο, αλλά οργάνωση που έχει κάνει άλλες δυο ενέργειες (στην Ολυμπιακή Τράπεζα και την Ιονική Τράπεζα). Δεν πρόκειται, λοιπόν, για Οργάνωση φάντασμα. Αλλες 60 Οργανώσεις υπήρξαν που έκαναν διάφορες βίαιες ενέργειες και κατά συνέπεια δεν είχε ανάγκη η 17Ν να φτιάξει ένα ακόμη όνομα για να δείξει ότι απλώνονται οι ιδέες του ένοπλου. Η ίδια δε η 17Ν αναλάμβανε την ευθύνη για όλες τις ενέργειές της, ακόμα και με καθυστέρηση ενός χρόνου. Γιατί δεν το έκανε για τη βόμβα στην Alpha; Η εισαγγελέας υποστήριξε ακόμα ότι ο Γεωργιάδης προσπάθησε να παραπλανήσει την Αντιτρομοκρατική ως προς το χρόνο έλευσής του στην Αθήνα. Γιατί όμως να το κάνει αυτό, όταν φέρεται ως συνεργαζόμενος για να πετύχει τα ευεργετήματα του τρομο-νόμου; Και γιατί να ομολογήσει μια έκρηξη τοποθετώντας την έξι μήνες μετά τον πραγματικό χρόνο της; Και μάλιστα μια έκρηξη που ουδείς άλλος αναφέρει (είναι χαρακτηριστικό ότι δεν αναφέρεται τίποτα στην απολογία του Βασίλη Ξηρού, που έχει προηγηθεί κατά 10 ώρες).
Κατά τον συνήγορο, η αποδιδόμενη στον Β. Ξηρό απολογία δεν είναι δική του. Αλλά και αν θεωρηθεί δική του, τότε πρέπει να εκτιμηθεί συνολικά και όχι αποσπασματικά. Να εκτιμηθεί ότι δεν αναφέρει τίποτα για την έκρηξη και ότι αναφέρει πως ο Γεωργιάδης από το 1998 δεν είχε καμιά σχέση.
Ο Β. Παπαστεργίου ασχολήθηκε επίσης με τις αντιφάσεις του διαχειριστή της Δαμάρεως που κάποια στιγμή «αναγνώρισε» τον Γεωργιάδη, ενώ στην Ασφάλεια που κλήθηκε για αναγνώριση είχε αναγνωρίσει τον… διπλανό. Αυτό που τρομάζει με τον μάρτυρα αυτό –είπε ο συνήγορος- είναι η επιπολαιότητα με την οποία απαντά και η ανειλικρίνειά του, γιατί προσπάθησε να κρύψει από το δικαστήριο ότι είχε αναγνωρίσει άλλον άνθρωπο. Ο μάρτυρας αυτός εμφανίστηκε με βεβαιότητα που δεν προκύπτει από τη μνήμη του, αλλά από την ανάγνωση του προανακριτικού υλικού, που δημοσιευόταν στα ΜΜΕ.
Ο συνήγορος αναφέρθηκε αναλυτικά στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορούμενων στην προδικασία. «Υπήρχε κράτος έκτακτης ανάγκης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι υπάρχει μια παράκαμψη των δικονομικών εγγυήσεων όλων τις οποίες προβλέπει ο Νόμος το Σύνταγμα και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας για τον κατηγορούμενο». Μίλησε ακόμα για τις φρικτές συνθήκες επικοινωνίας με τους προφυλακισμένους εντολείς τους. Ο διευθυντής της φυλακής δεν τους επέτρεπε ούτε τα υπομνήματα που ετοίμαζαν να παραδώσουν στους εντολείς τους. Ηθελε πρώτα να τα ελέγξει και να τα εγκρίνει!
Αφού αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Αστυνομία και στην απουσία μηχανισμών ελέγχου των αυθαιρεσιών της, ο Β. Παπαστεργίου έκλεισε την αγόρευσή του με μερικά λόγια γεμάτα νόημα: «Με αυτά τα δεδομένα και καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων θεωρώ ότι είναι τέτοιος και καθώς το κράτος υπό το φως της έκτακτης ανάγκης με αυτό τον τρόπο λειτουργεί, θα έλεγα ότι σε εμένα τουλάχιστον σαν υπερασπιστή κάποια λόγια ενός ποιητή εκ Θεσσαλονίκης, όπου Θεσσαλονικιός είναι και ο Γεωργιάδης, του Μανόλη Αναγνωστάκη, ηχούν στ’ αυτιά μου. Ο Αναγνωστάκης έγραφε κατά τη διάρκεια της Χούντας “κι όχι αυταπάτες προπαντός”. Θα έλεγα δηλαδή, ότι και από τη μεριά του υπερασπιστή δυστυχώς δεν δικαιούμαι να έχω αυταπάτες γι’ αυτού του τύπου τα ζητήματα. Αυτό το οποίο σκέφτομαι απλώς είναι κάτι το οποίο είχε γράψει μέσα από τη φυλακή της Ιταλίας του Μουσολίνι το 1926 ο Αντόνιο Γκράμσι: “Με την απαισιοδοξία της γνώσης, της γνώσης ότι οι συσχετισμοί είναι τόσο δυσμενείς σε όλα τα επίπεδα και παράγουν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, αλλά και με την αισιοδοξία της βούλησής μας να αλλάξουμε αυτούς τους συσχετισμούς, με αυτό θα πορευτούμε”. Εγώ θα έλεγα ότι το σημαντικό γι’ αυτή την υπόθεση και το διακύβευμα για όλα αυτά, καλώς ή κακώς, βρίσκεται εκτός δικαστικής αίθουσας».