Μπορείς να αναγνωρίσεις έναν άνθρωπο από το «καρύδι» του λαιμού και το χρώμα του δέρματος πίσω από το αυτί; Στο θαυμαστό κόσμο του έκτακτου τρομοδικείου του Κορυδαλλού όλα μπορούν να γίνουν. Η μάρτυρας Τσαμπαρλάκη, γιατρός αναισθησιολόγος (συνταξιούχος σήμερα) ισχυρίζεται ότι αναγνώρισε τον Δ. Κουφοντίνα και τον Σ. Ξηρό, όταν από το μπαλκόνι της τους είδε να φεύγουν μετά την εκτέλεση Μπακογιάννη. Ευτυχώς που δεν αναγνώρισε και τον Κωστάρη, γιατί θα είχε απέναντί του έναν ακόμη Μπερετάνο. ‘Η μήπως δυτσυχώς, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μάρτυρας ήταν μια ακόμη φαιδρή περίπτωση, μια βελτιωμένη έκδοση της κυρίας Ευγενούλας;
Η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει το σπίτι της από φωτογραφίες της εποχής που της επιδείχθησαν, αλλά θυμόταν το… «καρύδι» του Κουφοντίνα, 13 χρόνια μετά το συμβάν! Τον οποίο, παρεμπιπτόντως, στην κατάθεσή της στην Αστυνομία αμέσως μετά το συμβάν, περιέγραφε ως ψηλό, περίπου 1,80, με φαρδιές πλάτες και ψηλό λαιμό!! (πώς λέμε καμία σχέση;). Επίσης, αυτή η τόσο… παρατηρητική (ελέω επαγγέλματος, όπως επαναλάμβανε συνεχώς) γυναίκα, μπέρδεψε τον Χριστόδουλο με τον Σάββα. Οταν ο πρώτος σηκώθηκε να της κάνει μερικές ερωτήσεις, του είπε: «Τότε ήταν διαφορετικά τα μαλλιά σας»! Χρειάστηκε να της πει δυο φορές ότι δεν είναι ο Σάββας, μέχρι να το καταλάβει! (Ως γνωστόν, ο Χριστόδουλος δεν κατηγορείται γι’ αυτή την υπόθεση).
Αυτή τη μάρτυρα προσπάθησε να προστατεύσει η πολιτική αγωγή. Κάθε φορά που ένας συνήγορος τη στρίμωχνε, πεταγόταν η Τσόλκα και διέκοπτε ή… έδινε την απάντηση. Η τελευταία διακοπή της προκάλεσε την «έκρηξη» της Γ. Κούρτοβικ και την έντονη αντίδραση του Δ. Κουφοντίνα, που είπε ότι η Τσόλκα συμπεριφέρεται ως χούλιγκαν. Ο πρόεδρος, αντί να βάλει την πολιτική αγωγή στη θέση της, λόγω αντιδικονομικής συμπεριφοράς, έκανε το καθιερωμένο σ’ αυτές τις περιπτώσεις διάλειμμά του και όταν το δικαστήριο επέστρεψε στην έδρα, συνέστησε ηρεμία και στις δυο πλευρές!
Η μάρτυρας Τσαμπαρλάκη διαψεύστηκε και από την κατάθεση της γειτόνισσάς της Μυλωνά, η οποία αναγνώστηκε με αίτημα της υπεράσπισης Τζωρτζάτου. Η κ. Μυλωνά περιγράφει με ακρίβεια τα γεγονότα. Πρώτα βγήκε αυτή στο μπαλκόνι της, έχοντας ακούσει τις φωνές του ψιλικατζή που φώναζε «πιάστε τους, πιάστε τους» και μετά βγήκε η Τσαμπαρλάκη. Το πολύ που να είδε η Τσαμπαρλάκη είναι οι πλάτες των τριών, που απομακρύνονταν στο βάθος του δρόμου. Αλλωστε, όπως αποδείχτηκε και από φωτογραφίες των εφημερίδων της εποχής, και να ήθελε δε θα μπορούσε να δει κάτω από το μπαλκόνι της, γιατί υπήρχαν δέντρα με πλούσια βλάστηση, που της έκρυβαν τη θέα.
Ενα στοιχείο ίσως έχει αξία από την κατάθεση της Τσαμπαρλάκη. Οτι δεν υπήρχε εκεί άλλος κόσμος, εκτός από μια γυναίκα που συναντήθηκε με τους τρεις που απομακρύνονταν. Κι αυτό, όμως, μάλλον δεν το είδε αλλά της το διηγήθηκε η Μυλωνά. Η μυλωνά, όμως, ήταν κατηγορηματική στην κατάθεση που αναγνώστηκε. Δεν υπήρχε εκεί άλλος εκτός από τον ψιλικατζή (δυστυχώς έχει πεθάνει). Επομένως, πού ήταν ο Μπερετάνος;
Κατέθεσε ακόμα ο οδηγός του Μπακογιάννη Ν. Σκαρμούτσος, που αναφέρθηκε κυρίως στην προσωπικότητα του αφεντικού του, καθώς έφτασε στον τόπο μετά την εκτέλεση και ήταν αυτός που μετέφερε τον Μπακογιάννη, με τη βοήθεια ενός αστυνομικού, ονόματι Κώστας Στεφανής. Κανένας άλλος δεν ήταν εκεί, κανένας άλλος αστυνομικός δεν ήταν στο χώρο, μέχρι τη μεταφορά του Μπακογιάννη στο αυτοκίνητο και την αναχώρηση για το νοσοκομείο. Πού είναι ο Μπερετάνος; Και πού είναι ο αστυνομικός διευθυντής, διοικητής του τμήματος Κολωνακίου, που υποτίθεται ότι πήγε εκεί και συνομίλησε με το Μπερετάνο; Και πώς είναι δυνατόν ο Μπερετάνος να βρίσκεται από την αρχή εκεί, να έχει μείνει ένα τέταρτο της ώρας, όπως λέει, και να μην έχει δει τη μεταφορά του Μπακογιάννη, το ασθενοφόρο και τα περιπολικά που έφτασαν;
Η υπεράσπιση κατέδειξε όλες τις αντιφάσεις της κατάθεσης Τσαμπαρλάκη, ενώ η πολιτική αγωγή προσπάθησε να διασώσει τα προσχήματα, ισχυριζόμενη ότι δεν υπάρχει περίπτωση δύο μάρτυρες να περιγράψουν με τον ίδιο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά, αλλά περιγράφουν αυτό που βίωσαν και εφόσον έχουν δει κάποιον μπορούν να τον αναγνωρίσουν!
Ο Ηρ. Κωστάρης, έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά τη δικογραφία, αναφέρθηκε στις καταθέσεις πληθώρας μαρτύρων στην προανάκριση και στον τρόπο που περιγράφουν τα πραγματικά περιστατικά και ζήτησε να διαβαστούν αποσπάσματα από μια σειρά καταθέσεις, ενώ κατέθεσε στο δικαστήριο μια σειρά φωτογραφίες του τόπου που περιγράφουν οι διάφοροι μάρτυρες.
Μετά το διάλειμμα, η δίκη επανήλθε στην υπόθεση των Σεπολίων με καταθέσεις του ταξιτζή και του επιβάτη, που τους κατέβασαν τα μέλη της 17Ν για να διαφύγουν με το ταξί.
Ο επιβάτης Πετρακάκος μας έδωσε το πρότυπο του έντιμου ανθρώπου, που δεν θέλει να παίξει στο παιχνίδι της τρομοϋστερίας. Δε μπορώ να αναγνωρίσω κανένα, δήλωσε, γιατί οι άνθρωποι αυτοί μου είναι πλέον εξαιρετικά οικείοι, αφού η τηλεόραση τους έβαζε κάθε μέρα στο σπίτι μου. Υπενθύμισε, ακόμη, ότι όταν συνέλαβαν τον Σκυφτούλη, η Αντιτρομοκρατική πήγε στο χωριό του και τον κουβάλησε να τον αναγνωρίσει. Οταν συνέλαβαν τους σημερινούς κατηγορούμενους, όμως, ουδείς τον ενόχλησε. Γιατί άραγε; Μα γιατί ο συγκεκριμένος πολίτης δεν δέχτηκε να γίνει «αναγνωριστής» (ο εύστοχος χαρακτηρισμός ανήκει στον Χρ. Ξηρό). Δεν είχε δεχτεί να αναγνωρίσει τον Σκυφτούλη, οπότε έκριναν ότι δεν θα δεχόταν να αναγνωρίσει και κανέναν άλλο. Από την κατάθεσή του ένα μόνο ενδιαφέρον στοιχείο βγήκε και αυτό λειτουργεί υπερασπιστικά για τον Χρ. Ξηρό. Αναφερόμενος στα ύψη των δραστών κατέθεσε ότι ο ένας ήταν εμφανώς ψηλότερος (πάνω από 1,80) και οι άλλοι τρεις ισοϋψείς. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι στο συμβάν συμμετείχε ο Σάββας (το έχει παραδεχτεί ο ίδιος), ο Χριστόδουλος δεν προκύπτει.
Ο περιβόητος ταξιτζής Δημόπουλος είναι το ακριβώς αντίθετο. Εκείνος που πρόθυμα δέχεται να παίξει το ρόλο του ρουφιάνου. Είχε «αναγνωρίσει» τον Σκυφτούλη, που χάρη σ’ αυτόν υπέστη τη γνωστή περιπέτεια της προφυλάκισης. Τώρα δεν αναγνώρισε κανένα. Κατέθεσε και πάλι σε κλίμα οργής και θυμηδίας.