Λίγο πριν την έναρξη της δίκης, ο Δημήτρης Κουφοντίνας πλησίασε το χώρο που κάθονται οι δημοσιογράφοι (βρίσκονταν εκεί μερικοί από τους συντάκτες που καλύπτουν τη δίκη) και έκανε μια δήλωση με νόημα. Οι μαχόμενοι δημοσιογράφοι –είπε- βρίσκονται πάντοτε στις επάλξεις. Μπορεί να κάνουν καμιά φορά κάνα λαθάκι, αλλά είναι μαχόμενοι. Ενώ τα παπαγαλάκια γράφουν πάντοτε κατά παραγγελία. Ολοι και όλες κατάλαβαν τι και ποιους εννοούσε. Αλλωστε, μια ματιά στα ρεπορτάζ δείχνει ποιοι κάνουν έντιμα τη δουλειά τους και ποιοι ενεργούν σαν παπαγαλάκια της «αντιτρομοκρατίας».
Η δίκη συνεχίστηκε με δευτερολογίες συνηγόρων υπεράσπισης επί του αιτήματος να επιτραπεί η ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της δίκης. Αγόρευσαν οι Ι. Μυλωνάς και Ν. Πρωτέκδικος (υπεράσπιση Τέλλιου, που διευκρίνισε ότι δεν αντιτίθεται στο αίτημα, αλλά δεν το συνυποβάλλει).
Υστερα από ένα ημίωρο διάλειμμα, το δικαστήριο επανήλθε στην έδρα και ο πρόεδρος ανακοίνωσε, ότι απορρίπτει το αίτημα της υπεράσπισης να επιτραπεί η ραδιοτηλεοπτική κάλυψη και μαγνητοσκόπηση της δίκης. Αμέσως μετά την εκφώνηση της (αναμενόμενης) απόφασης, ζήτησε το λόγο ο Δ. Κουφοντίνας και έκανε μια σημαντική πολιτική δήλωση, το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της οποίας είναι το εξής:
«Τι θα γίνει με αυτή τη φάμπρικα της Αντιτρομοκρατικής, να φέρνει εδώ πέρα υποτίθεται καινούργια έγγραφα και η εισαγγελία να τα προωθεί με σκοπό να δημιουργούνται εντυπώσεις. Είδα ένα ασήμαντο επί της ουσίας έγγραφο να χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα τρομοϋστερίας. Να βγαίνουν κάποιοι εκπρόσωποι της πολιτικής αγωγής που αρνούνται την παρουσία της τηλεόρασης στη δίκη, διότι δεν ενδιαφέρει δήθεν τον ελληνικό λαό, και αυτοί δε χάνουν ευκαιρία να παρουσιάζονται σ’ αυτή και να μιλούν για δήθεν ασύλληπτα μέλη και άλλα παρόμοια. Γνωρίζω ότι η εισαγγελία από τη δικονομία έχει το δικαίωμα να φέρει μάρτυρες κατά την πορεία της δίκης. Αυτό το έγγραφο, όμως, είναι ένα επί της ουσίας –επαναλαμβάνω- ασήμαντο έγγραφο και το μόνο που κάνει είναι να επιβεβαιώνει το νομικό δόγμα, που αποτελεί την τεράστια συμβολή της εισαγγελίας στη νομική επιστήμη: άπαξ κατηγορούμενος, εσαεί κατηγορούμενος. Το βίωσε ο Γιάννης Σερίφης, θα το ζήσει τώρα και ο Θεολόγος Ψαραδέλλης. Αν υπήρχε κάμερα εδώ μέσα, δεν θα μπορούσε να γίνει αυτή η διαστρέβλωση και δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτό το έγγραφο και να δημιουργηθούν εντυπώσεις.
Οι συνήγοροί μου, η Γιάννα Κούρτοβικ και ο Βασίλης Καρύδης, έθεσαν το ζήτημα της απευθείας μετάδοσης της δίκης, αυτής της μεγάλης πολιτικής δίκης, αυτού του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών του συστήματος με τους αντιπάλους του. Ζητήσαμε την απευθείας μετάδοση, για να μπορέσει ο ελληνικός λαός να δει αυτούς που κατηγορούνται ως μέλη της Επαναστατικής Οργάνωσης 17 Νοέμβρη, όπως πραγματικά είναι και όχι ως τρόπαια ενός ρωμαϊκού θριάμβου. Να μπορέσει ν’ ακούσει τη φωνή τους, το λόγο, την αλήθεια τους, χωρίς διαμεσολαβήσεις, διαστρεβλώσεις, παραμορφώσεις. Να ΄ρθει για ν’ ακούσει τους διώκτες τους, τα περίφημα αποδεικτικά στοιχεία, αυτούς που έφεραν ως μάρτυρες κατηγορίας. Να ‘ρθει και ν’ ακούσει –γιατί όχι;- την εισαγγελία, την πολιτική αγωγή. Να τα δει, να τ’ ακούσει όλ’ αυτά και με την πείρα του και την εμπειρία του να τα αξιολογήσει. Γιατί δεν το αποδέχονται, γιατί ψήφισαν άρον-άρον παραμονές της δίκης έναν ακόμα ειδικό νόμο, αυτόν για την απαγόρευση της τηλεοπτικής κάλυψης; Τι φοβούνται; Τόσο πολύ φοβούνται το λόγο μας, τόσο φοβούνται τον λόγο αυτών που τους έλεγαν αδαείς, αμαθείς και αλήτες;
Ζητήσαμε την απευθείας μετάδοση, γιατί απ’ αυτή την αίθουσα θα περάσει ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και ο ελληνικός λαός έχει δικαίωμα να παρακολουθήσει αυτή τη δίκη. Ο αποκλεισμός της μετάδοσης είναι ουσιαστικά αποκλεισμός του λαού. Συμβάλλει στην προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία, να διαστρεβλωθεί το παρελθόν και είναι γνωστό ότι λαός χωρίς παρελθόν είναι λαός χωρίς μέλλον.
Σαν σήμερα το ’74, στις 8/12/1974, έγινε το δημοψήφισμα που πέταξε τη βασιλεία στο καλάθι των αχρήστων της ελληνικής ιστορίας. Σήμερα, ο πολιτικός που χαρακτήρισε unfair την ετυμηγορία του λαού διαπράττει άλλο ένα unfair, συνηθισμένος από τις παρεμβάσεις της εκτελεστικής στη δικαστική εξουσία, υποδεικνύοντας στο δικαστήριο τι πρέπει να κάνει. Δεν περίμενα διαφορετική απόφαση».
Στη συνέχεια, ο Φ. Ραγκούσης (υπεράσπιση Χρ. Ξηρού) έθεσε θέμα ανάκλησης της απόφασης του δικαστηρίου για την απαγόρευση της τηλεοπτικής κάλυψης. Υστερα από μια έντονη συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας οι τόνοι ανέβηκαν ψηλά, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.
Η επόμενη ένσταση τέθηκε επίσης από τον Φρ. Ραγκούση και ήταν ένσταση κακής σύνθεσης του δικαστήριου. Είναι μια ένσταση που τίθεται σε όλες τις πολιτικές δίκες για θέματα «τρομοκρατίας» και αναφέρεται στη δεύτερη όψη του τρομονόμου 3029/2003, αυτή που αφορά την προεπιλογή κάποιων δικαστών και εισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι συνθέσεις των τρομοδικείων. Πολιτικά γνωρίζουμε γιατί θεσπίστηκε αυτό. Για να ελέγχονται οι συνθέσεις αυτών των ειδικών δικαστηρίων (μόνο στη δεύτερη δίκη για την υπόθεση ΕΛΑ τους ξέφυγαν οι δυο δικαστές, που ψήφισαν υπέρ της αθώωσης των κατηγορούμενων). Νομικά, η ad hoc αυτή ρύθμιση στερεί από τους κατηγορούμενους τον φυσικό τους δικαστή. Αυτό ανέπτυξε αρχικά ο Φρ. Ραγκούσης και ακολούθησαν οι υπόλοιποι συνήγοροι υπεράσπισης, με πολλές αναφορές στη θεωρία: Π. Ρουμελιώτης (Ν. Παπαναστασίου), Τ. Χριστοδουλοπούλου (Η. Κωστάρης), Σ. Φυτράκης (Γ. Σερίφης), Κ. Σταμούλη (Η. Κωστάρης και Κ. Καρατσώλης), Μ. Δαλιάνη (Σ. Κονδύλης), Ι. Μυλωνάς (Β. Τζωρτζάτος), Κ. Χρυσικόπουλος και Γ. Ραχιώτης (Α. Γιωτόπουλος), Γ. Κούρτοβικ (Δ. Κουφοντίνας και Α. Σωτηροπούλου), Γ. Ζησιμόπουλος (Δ. Γεωργιάδης)
Ιδιαίτερα δηκτικός υπήρξε ο Ι. Μυλωνάς, ο οποίος αναφερόμενος στη βιασύνη που εξέφρασε ο πρόεδρος για την έλευση των μαρτύρων, προεξόφλησε ότι και αυτή η ένσταση θα απορριφθεί, όπως και οι άλλες. Η αναφορά ενόχλησε τον πρόεδρο Δ. Βερτέλη, ο οποίος –σε ήπιο ύφος- διαμαρτυρήθηκε, μετά το τέλος της αγόρευσης του συνηγόρου, λέγοντας ότι το δικαστήριο ακούει με προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων και πως αυτό που είπε δεν είχε το περιεχόμενο που του απέδωσε ο κ. Μυλωνάς. Ο συνήγορος απάντησε πως αυτή είναι η εκτίμησή του, που στηρίζεται σε δεδομένα που προέκυψαν στη διαδικασία.
Ο Θέμης Σοφός, συνήγορος του Παύλου Σερίφη, δήλωσε ότι ο πελάτης του δεν υποβάλει αυτή την ένσταση και θεωρεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κακής σύνθεσης του δικαστήριου. Δεν σταμάτησε, όμως, εκεί αλλά το πήγε και παραπέρα. Αναφερόμενος σε άλλους συνηγόρους υπεράσπισης είπε ότι δεν πρέπει να μιλούν για «δικαιώματα των κατηγορουμένων», αλλά μόνο για τον κατηγορούμενο που υπερασπίζονται, για να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχει ομαδοποίηση. Ο πρόεδρος Δ. Βερτέλης του απάντησε πως είναι αυτονόητο ότι κάθε συνήγορος μιλά για τον εντολέα του και για κανέναν άλλο. Ηταν σαν να έλεγε στον νεαρό δικηγόρο, ότι δεν χρειάζεται και τόσο γλείψιμο πια.
Λίγο πριν το μεσημεριανό διάλειμμα, ο Β. Τζωρτζάτος έκανε μια δήλωση, για να απαντήσει στον συνήγορο Πολιτικής Αγωγής Στ. Γεωργίου, ο οποίος σε προηγούμενο σημείο της διαδικασίας είχε υποστηρίξει ότι οι επιστολές Τζωρτζάτου στον Τύπο υπονοούν πως υπάρχουν ασύλληπτα μέλη της 17Ν. Η δήλωση ήταν η εξής: «Με αφορμή τη χρησιμοποίηση κειμένων μου στον Τύπο από τον συνήγορο της πολιτικής αγωγής Γεωργίου κάνω την εξής δήλωση: Στα πλαίσια της απόδειξης της αξιοπιστίας μαρτυριών του Πάτροκλου Τσελέντη για συγκεκριμένες πράξεις, εξέφρασα την έλλογη άποψή μου στον Τύπο για τις πράξεις αυτές, μη γνωρίζοντας ποιος τις έχει διαπράξει, αλλά σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο και τις απολογίες της προηγούμενης δίκης. Η άποψή μου αυτή αφορά μόνο τις υποθέσεις Μάτη και Μομφεράτου».
ΥΓ: Από την Πέμπτη άρχισαν να δημοσιεύονται τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δίκης. Πηγή το site της «Ελευθεροτυπίας» (www.enet.gr) και αναδημοσίευση και σε άλλα sites, μεταξύ των οποίων και το δικό μας (www.eksegersi.gr). Ετσι, υπάρχει πια μια καλή δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης. Τα πρακτικά δεν μπαίνουν την ίδια μέρα, αλλά την επόμενη (προφανώς για να μην αντιγραφούν από άλλες ημερήσιες εφημερίδες που δεν πληρώνουν συνδρομή στην εταιρία απομαγνητοφώνησης).