Με το Προεδρικό Διάταγμα 164/2004, γνωστό ως ΠΔ Παυλόπουλου, εξαιρέθηκαν πάνω από 200.000 συμβασιούχοι του δημοσίου τομέα. Αλλοι εξαιρέθηκαν γιατί είχαν μόνο μια σύμβαση, ακόμη και μεγάλης διάρκειας, άλλοι (αυτοί είναι η συντριπτική πλειοψηφία) γιατί με βάση το άρθρο 103 παρ. 8 του συντάγματος απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου και άλλοι για άλλους λόγους.
Πολλοί εργαζόμενοι που δού-λευαν και δουλεύουν στο δημόσιο ως συμβασιούχοι και εξαιρού-νται από τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου και μετά την έγκριση του ΠΔ 164 κατέφυγαν στα δικαστήρια και απαιτούσαν με βάση το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 τη μετατροπή αυτή. Παραθέτουμε προς ενημέρωση των αναγνωστών μας τη διάταξη αυτή: «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμο πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου. Αι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύ-τως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων, του παρόντος νόμου».
Το 2006, ο Αρειος Πάγος εξέδωσε την απόφαση 18, με την οποία έκρινε ότι το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 (αυτό που παραθέσαμε) «αποτελεί “ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο” κατά την έννοια της ρήτρας 5 σημείο 1, της συμφωνίας-πλαίσιο, καθόσον καθιστά δυνατή την αναδρομική μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, και μάλιστα παρά την διάταξη του άρθρου 103 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την με νόμο μετατροπή της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου». Η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου ήταν πολύ σημαντική, γιατί αναγνώριζε το άρθρο 8 παρ. 3 του 2112 ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» και έτσι έδινε τη δυνατότητα στα ελληνικά δικαστήρια είτε να δέχονται ασφαλιστικά μέτρα και να παρατείνουν τις συμβάσεις μέχρι να εκδικαστούν οι κύριες αγωγές είτε ακόμη να εκδικάζουν τις κύριες αγωγές και να βγάζουν αποφάσεις με τις οποίες να μετατρέπουν τις συμβάσεις σε αορίστου χρόνου.
Αυτή η εξέλιξη δυσαρέστησε την κυβέρνηση που έσπευσε να βάλει μπροστά τον Αρειο Πάγο για να βγάλει νέα απόφαση. Ετσι, στις 11 Ιούνη του 2007, ο Αρειος Πάγος εξέδωσε τις αποφάσεις 19 και 20 με τις οποίες απαγορευόταν πια η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Ετσι, με τις αποφάσεις αυτές του Αρείου Πάγου αδυνάτιζε και η απόφαση 18/2006 με την οποία, όπως αναφέραμε, το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 αποτελούσε «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο».
Το 2007, εργαζόμενοι στο Ρέθυμνο έκαναν προσφυγές στο Μονομελές Πρωτοδικείου Ρεθύμνου κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ρεθύμνης και κατά του Δήμου Γεροποτάμου, όταν έληξε η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου έστειλε τις υποθέσεις αυτές στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης των ΕΚ. Το ελληνικό δικαστήριο έθεσε πολλά ερωτήματα, θα σταθούμε όμως σε τρία απ’ αυτά που κατά τη γνώμη μας είναι πολύ σημαντικά: Πρώτον, αν το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 αποτελεί ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο. Δεύτερον, αν έχει ισχύ η ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις περιπτώσεις που υπογράφεται μόνο μια σύμβαση. Τρίτον, αν μπορεί η ρήτρα αυτή να εμποδίσει την απαγόρευση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος για μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Αρχίζουμε από το τελευταίο ερώτημα για να δούμε τι απάντησε το ΔΕΚ: «Κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή ενός κανόνα της εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει απόλυτα, στον δημόσιο τομέα και μόνο, να μετατρέπεται σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μια σειρά διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» (υπογράμμιση δική μας). Ξεκαθαρίζει λοιπόν το ΔΕΚ, ότι η Ελλάδα νομιμοποιείται που το Σύνταγμά της απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου και ότι η ρήτρα 5 σημείο 1 δεν μπορεί να κάνει τίποτα!
Στο δεύτερο ερώτημα, με την απόφασή του το ΔΕΚ ξεκαθαρίζει ότι η ρήτρα 5 σημείο 1 «δεν έχει εφαρμογή στη σύναψη της πρώτης ή της μοναδικής σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου». Αυτό σημαίνει απλά, ότι καλώς, σύμφωνα πάντα με το ΔΕΚ, η οδηγία 70 του 1999 και κατ’ επέκταση το ΠΔ 164/2004 δεν καλύπτουν τους εργαζόμενους που υπογράφουν μια σύμβαση, ανεξάρτητα αν αυτοί καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Συνδυάστε τώρα αυτό με το ζήτημα ότι το άρθρο 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 δεν θεωρείται πια και από το ΔΕΚ «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» και θα συνειδητοποιήσετε που θα οδηγηθούν τα πράγματα. Οδηγούνται σε μια κατάσταση που θα διαιωνίζεται το καθεστώς των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Για το πρώτο ερώτημα, στη σκέψη 70 της απόφασης του ΔΕΚ ανοικτά πια αναφέρεται ότι «η έννοια “ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο»”κατά τη ρήτρα 5 σημείο 1 της συμφωνίας-πλαίσιο αποτελεί έννοια του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το σημείο 4 της απόφασης του ΔΕΚ.
Τι συμπεράσματα βγαίνουν από την απόφαση αυτή του ΔΕΚ; Πρώτον, ότι νομιμοποιείται η Ελλάδα που με το Σύνταγμά της απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Δεύτερον, ότι δεν έχει το δικαίωμα η Ελλάδα, όπως και κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ, να ορίζει μονομερώς το «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο». Αρα, το άρθρο 8 παρ. 3 δεν θα μπορεί να προσφέρει την παραμικρή βοήθεια στους εργαζόμενους, μιας και τα ελληνικά δικαστήρια δεν θα μπορούν πια να κάνουν δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα και έτσι να παρατείνεται για λίγο καιρό η σύμβαση των εργαζόμενων.
Εξαπατούν, λοιπόν, τους εργαζόμενους όλοι εκείνοι που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως θετική την απόφαση του ΔΕΚ.








