Το 2006, πρώτη χρονιά εφαρμογής της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) καλλιεργήθηκαν στην Ελλάδα 3.737.000 στρέμματα με σύσπορο βαμβάκι. Το 2009, που είναι η τέταρτη χρονιά εφαρμογής αυτής της αντιαγροτικής ΚΑΠ (που στοχεύει στη δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα και σ’ όλη την ΕΕ), καλλιεργήθηκαν μόνο 2.150.000 στρέμματα με βαμβάκι. Απ’ αυτή τη μείωση θα χαθούν 28,2 εκατ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια οι καλλιεργηθείσες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 1.587.000 στρέμματα σε απόλυτα μεγέθη ή 42,46%. Η μείωση αυτή θα συνεχιστεί, γιατί οι αιτίες που την προκαλούν συνεχίζουν να υφίστανται. Τα καλλιεργητικά έξοδα για κάθε στρέμμα κυμαίνονται από 150 έως 200 ευρώ. Μέχρι πέρυσι ο αγρότης που καλλιεργούσε σύσπορο βαμβάκι εισέπραττε γύρω στα 55 ευρώ ανά στρέμμα. Τώρα θα εισπράττει 80,54 ευρώ για κάθε καλλιεργούμενο στρέμμα. Ενας μικρός βαμβακοπαραγωγός, με μέση στρεμματική απόδοση 300 κιλά το στρέμμα έπρεπε να πουλήσει το βαμβάκι τουλάχιστον από 0,50 έως 0,67 ευρώ το κιλό. Το 2007 πούλησε και με 0,4 ευρώ το κιλό, ενώ πέρυσι γύρω στα 0,25 ευρώ το κιλό. Πράγμα που σημαίνει ότι ο βαμβακοπαραγωγός δεν εισέπραξε ούτε θα εισπράξει με την πώληση του σύσπορου βαμβακιού τα ποσά που δαπανούσε για τα καλλιεργητικά έξοδα. Ετσι, έχανε και το μεγαλύτερο μέρος από την κοινοτική ενίσχυση των 55 ευρώ. Να για ποιο λόγο ο βαμβακοπαραγωγός εγκατέλειψε την καλλιέργεια στην Ελλάδα. Το ίδιο συνέβη και φέτος, μολονότι αυξήθηκε η κοινοτική επιδότηση και από 55 πήγε στα 80,56 ευρώ το στρέμμα.
Γιατί είναι τόσο χαμηλή η εμπορική τιμή του σύσπορου βαμβακιού; Γιατί η αμερικάνικη κυβέρνηση ασκούσε και ασκεί πολιτική χαμηλών διεθνών τιμών σε όλα τα βιομηχανικά φυτά (καπνός, βαμβάκι κ.ά) για να εξασφαλίζει στη βιομηχανία της πρώτες ύλες σε πολύ χαμηλές τιμές. Πριμοδοτεί δε τους αμερικάνους φάρμερ με δεκάδες δισ. δολάρια από τον προϋπολογισμό, για να ρεφάρουν τις χαμηλές τιμές. Είναι νομοτέλεια του καπιταλισμού να πωλούνται τα αγροτικά προϊόντα στους κεφαλαιοκράτες σε πολύ χαμηλές τιμές.