Η Μαίρη Μπόση, πολυδιαφημισμένη στο παρελθόν ως «ειδική για την τρομοκρατία», επανέλαβε αυτά που έχει καταθέσει και στις προηγούμενες δίκες και έχει υποστηρίξει σε δημόσιες παρεμβάσεις της. Εν συντομία: Ο ΕΛΑ άρχισε τη δράση του το 1974-75 και σταμάτησε το 1995. Οι προκηρύξεις του περιείχαν ένα ιδεολογικό σκεπτικό, αντίστοιχο με το σκεπτικό άλλων ευρωπαϊκών οργανώσεων ένοπλης βίας και οι ενέργειές του δεν είχαν ανθρώπινα θύματα, παρά μόνο μετά τη συγχώνευσή του με την 1η Μάη. Ο ΕΛΑ δεν είχε σχέση με τη 17Ν και αυτό συνάγεται πρωτίστως από το περιεχόμενο των προκηρύξεων των δύο οργανώσεων. Δεν ισχύει η θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων. Ο ΟΕΛΑ ήταν άλλη οργάνωση, απ’ ό,τι φαίνεται ξένη. Δεν διαπιστώσαμε ποτέ σχέση με Κάρλος και γενικά οργανώσεις του εξωτερικού. Ο ΕΛΑ ήταν πολυπληθής οργάνωση, όχι οργάνωση των 10-15 ατόμων και αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι υπήρξαν πολλαπλά χτυπήματα μέσα σε μια νύχτα. Η Αντιπληροφόρηση δεν ήταν περιοδικό του ΕΛΑ, εκδιδόταν από μια συντακτική ομάδα γενικότερη και απηχούσε ένα γενικότερο κλίμα. Συνυπήρχε ο ΕΛΑ, δεν ήταν του ΕΛΑ. Οι έρευνες των αρχών δεν απέδωσαν τίποτα. Η άποψη της Μπόση, όταν συμμετείχε σε ένα συμβούλιο «παρά τη Αντιτρομοκρατική», ήταν πως έπρεπε να αλλάξουν τους χώρους και τα πρόσωπα που ερευνούσαν.
Σε ερώτηση του εισαγγελέα αν ο ΕΛΑ είχε δομή σαν τη μαφία, έκπληκτη η Μπόση απάντησε ότι η μαφία έχει δομή ποινική, δε μπορεί να υπάρξει σύγκριση. Για το αν τα μέλη μπορούσαν να φεύγουν ελεύθερα, απάντησε ότι αυτό γίνεται και ότι το άτομο που φεύγει δεν κινδυνεύει. Αυτό δείχνει και η πείρα των ευρωπαϊκών οργανώσεων, από τις οποίες αποχώρησαν άνθρωποι χωρίς να υποστούν καμιά συνέπεια. Μια οργάνωση πολιτικά συγκροτημένη και πολιτικά σκεπτόμενη δεν κινδυνεύει από άτομα που αποχωρούν, ήταν η απάντηση της Μπόση στην επιμονή του εισαγγελέα να του πει σώνει και καλά πως όποιος αποχωρεί εξακολουθεί να παραμένει στην οργάνωση, διότι γνωρίζει και δεν αποκαλύπτει!
Ατάραχος ο εισαγγελέας, συνεπικουρούμενος από την πρόεδρο (εκπληκτικό δίδυμο!), συνέχισε με ερωτήσεις σε σχέση με τον Χρ. Τσιγαρίδα. Πρώτα βέβαια φρόντισε να διαστρεβλώσει την τοποθέτησή του, λέγοντας ότι «ο κ. Τσιγαρίδας έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τον ΕΛΑ». Η Μ. Δαλιάνη παρενέβη αμέσως, η πρόεδρος αναγκάστηκε να διατυπώσει τη σωστή τοποθέτηση («αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ») και ο εισαγγελέας συνέχισε να μην καταλαβαίνει ή να κάνει πως δεν καταλαβαίνει όσα ανέφερε η Μπόση περί πολιτικής ευθύνης: Η πολιτική ευθύνη είναι ένα από τα γνωρίσματα των ατόμων που συμμετέχουν σε τέτοιες οργανώσεις. Αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη ως άτομο, χωρίς να καταδώσει κανέναν, χωρίς να προσφέρει καμιά πληροφορία. Ο,τι πει το άτομο που αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, αυτό είναι. Η δήλωση του κ. Τσιγαρίδα κρίνεται ως πολύ σοβαρή και υπεύθυνη και στο πεδίο της πολιτικής ανάλυσης και σκέψης πολύ εκτιμητέα. Ο εισαγγελέας, όμως, δεν ήθελε αυτό. Ηθελε να του πει η Μπόση στοιχεία για το ρόλο του Τσιγαρίδα, τη θέση του στην οργάνωση, τη δράση του! Αυτό θα σας το πει ο ίδιος, όχι εγώ, γιατί δεν γνωρίζω, ήταν η απάντηση της Μπόση. Σε νέα ερώτηση της προέδρου, πώς εκτιμά τη δήλωση Τσιγαρίδα, απάντησε: Ως μια πάρα πολύ σοβαρή δήλωση, που ήταν στην πορεία του σκεπτικού εκείνων των οργανώσεων που είχαν και ιδεολογική άποψη. Πολιτική ευθύνη σημαίνει ότι συμμετέχω σ’ ένα χώρο που έχω το ίδιο πολιτικό σκεπτικό, την ίδια ιδεολογία.
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας είχε… ιστορικά ενδιαφέροντα. Αφού ρώτησε αν τον Ραυτόπουλο τον εκτέλεσε ο ΕΛΑ μαζί με την 1η Μάη (αυτό, βέβαια, έχει τελειώσει δικαστικά από την πρώτη δίκη, που ομόφωνα απεφάνθη ότι η 1η Μάη ήταν ξεχωριστή οργάνωση και γι’ αυτό απάλλαξε τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους), πήγε στον Τσουτσουβή για να ρωτήσει αν ήταν μέλος της 1ης Μάη. Χρειάστηκε να παρέμβει ο Χρ. Τσιγαρίδας και να του πει να μην μπερδεύεται, γιατί ο Τσουτσουβής, που υπήρξε μέλος του ΕΛΑ και αποχώρησε το 1980 για να ακολουθήσει στη συνέχεια τη δική του πολιτική διαδρομή, δολοφονήθηκε πριν την ίδρυση της 1ης Μάη!
Ενας εφέτης επανέφερε την υπόθεση στη δικαστική της βάση, ρωτώντας αν η μάρτυρας γνωρίζει τίποτα για οποιονδήποτε από τους κατηγορούμενους. Η απάντηση της Μπόση ήταν αρνητική.
Αλλος εφέτης έκανε επίσης καίριες ερωτήσεις. Ζήτησε, καταρχάς, να διευκρινίσει η μάρτυρας αυτό που είπε, ότι οι αποφάσεις σ’ αυτές τις οργανώσεις παίρνονται συλλογικά. Δεν μπορεί –ήταν το σκεπτικό του δικαστή- να μαζεύονται 100 άνθρωποι σε μια αίθουσα για ν’ αποφασίσουν ότι π.χ. πρέπει να χτυπηθεί η τάδε Εφορία. Όλα τα μέλη θα ήξεραν για παράδειγμα ένα κρησφύγετο; Η Μπόση διευκρίνισε ότι το συλλογικό αφορά στον τρόπο λήψης των πολιτικών κατευθύνσεων. Από εκεί και πέρα λειτουργούν διάφορα οργανωτικά σχήματα, όπως το πυραμιδικό, το αλυσιδωτό κ.λπ. Λειτουργούν μικρότεροι πυρήνες με τη σχετική τους αυτονομία, όπως φαίνεται από βιβλία που έχουν γραφεί για ευρωπαϊκές οργανώσεις. Για τις ελληνικές δεν είχε καμία γνώση. Ο κ. Τσιγαρίδας μας έχει πει ότι ο ΕΛΑ δεν είχε πυραμιδική μορφή, δεν είχε αρχηγό κ.λπ., επανήλθε ο καλά διαβασμένος δικαστής. Η Μπόση απάντησε ότι δεν γνωρίζει τη δομή και δε μπορεί να πει τίποτα. Πώς εκτιμούν στο εξωτερικό τα περίφημα αρχεία της Στάζι, ήταν η επόμενη ερώτηση του συγκεκριμένου δικαστή, ο οποίος συμπλήρωσε πως απ’ όσο έχει δει ο ίδιος πρόκειται για χειρόγραφα, ανυπόγραφα, πολλά από τα οποία δεν διαβάζονται. Η Μπόση ήταν κατηγορηματική: Είναι ανυπόληπτα, κανείς στο εξωτερικό δεν τα θεωρεί σοβαρά! Και η τελευταία ερώτηση του εφέτη: Μια μάρτυρας αυτοχαρακτηρίστηκε ως περιφερειακό μέλος. Ποια είναι η έννοια του περιφερειακού μέλους; Περιφερειακό μέλος σημαίνει στήριξη, απάντησε η Μπόση.
Η υπεράσπιση έκανε ερωτήσεις μόνο σχετικά με τα αρχεία της Στάζι, για να απαντήσει η Μπόση ότι η ίδια δεν έλαβε καμιά γνώση, ακόμη και τότε που ήταν μέλος ενός «επιστημονικού συμβουλίου» που είχε δημιουργήσει ο Παπαθεμελής, διότι αυτή η επιτροπή στην ουσία δεν λειτούργησε. Ο Διώτης και η Αντιτρομοκρατική την κρατούσαν μακριά και ανενημέρωτη. Σας πέρασε ποτέ η σκέψη ότι, ανεξάρτητα από τις δικές σας προθέσεις και των υπόλοιπων σ’ αυτό το επιστημονικό συμβούλιο, οι απόψεις σας χρησιμοποιήθηκαν από άλλα κέντρα αργότερα για να δημιουργηθεί ένα ορισμένο κλίμα; ρώτησε ο Κ. Αγαπίου. Δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, απάντησε η Μπόση. Για μένα ή για κάποιον από τους υπόλοιπους γνωρίζετε κάτι, άμεσα ή έμμεσα; ήταν η τελική ερώτηση του Κ. Αγαπίου. Η απάντηση ήταν μονολεκτική: όχι.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας ξαναθύμισε ότι ο Παπαθεμελής διώχτηκε γιατί πλάκωσε στο ξύλο τους συνταξιούχους και τους αγρότες. Σημείωσε ότι, παρά την επιμονή των κατηγορούμενων, ούτε ο Παπαθεμελής εμφανίστηκε στη δίκη, ούτε ήρθε ποτέ αυτό το περιβόητο «υπόμνημα Παπαθεμελή». Θύμισε, επίσης, ότι ο Παπαθεμελής κλήθηκε τρεις φορές από εισαγγελείς και δεν πήγε να καταθέσει γι’ αυτά που έλεγε. Στο τέλος απάντησε γραπτώς ότι δεν έχει στοιχεία, αλλά… δικανική πεποίθηση. Σε σχέση με τη Μπόση, ο Χρ. Τσιγαρίδας σχολίασε πως έχει τις δικές της απόψεις, με τις οποίες μπορεί να διαφωνεί, όμως γενικά ήταν αντικειμενική στην κατάθεσή της.
11:30 τελείωσε η κατάθεση της Μπόση. Υπάρχει κανένας μάρτυρας; ρώτησε η πρόεδρος. Σιγή από το λιγοστό ακροατήριο. Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να ψάξει να βρει κανένα μάρτυρα για την επόμενη συνεδρίαση, γιατί οι ψευδομάρτυρες δεν εμφανίζονται. Με τη σύμφωνη γνώμη και της υπεράσπισης αναγνώστηκε η κατάθεση του μάρτυρα Ταραβήρα, ο οποίος είναι υπέργηρος. Ο Κ. Αγαπίου και η υπεράσπιση Κανά δήλωσαν ότι η ανάγνωση της κατάθεσης του συγκεκριμένου μάρτυρα δεν πρέπει να θεωρηθεί πρόκριμα για την ανάγνωση των καταθέσεων και άλλων μαρτύρων που δεν προσέρχονται να καταθέσουν, υπόμνηση με την οποία συμφώνησε και η πρόεδρος. Για τον κ. Ταραβήρα δεν υπήρξε διαφωνία, όχι μόνο επειδή είναι υπέργηρος, αλλά και επειδή εντίμως αρνήθηκε να «αναγνωρίσει» την Αθανασάκη ως κάτοικο της υποτιθέμενης γιάφκας της οδού Πολέμωνος στο Παγκράτι.
Σχολιάζοντας την κατάθεση του αξιοπρεπέστατου και έντιμου Ταραβήρα, ο Α. Κωνσταντάκης σημείωσε ότι η Αστυνομία πήγε και πήρε πολλές καταθέσεις από ενοίκους της πολυκατοικίας, οι οποίες όμως εξαφανίστηκαν, προφανώς επειδή οι άνθρωποι αρνούνταν να κάνουν «αναγνωρίσεις». Και τι αναγνωρίσεις, με την επίδειξη μιας φωτογραφίας, μέθοδο που σε άλλα ποινικά συστήματα συνιστά αδίκημα, ενώ και στο ελληνικό ποινικό σύστημα κρίνεται ως αναξιόπιστη. Θύμισε ακόμη ότι το συγκεκριμένο διαμέρισμα νοικιάστηκε στο όνομα Σκουτουδάκη, ένα όνομα που δεν υπάρχει, και σε μια εποχή που κανένας δεν μπορούσε να φτιάξει πλαστή ταυτότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω –κατέληξε ο συνήγορος- πως ένας εφέτης ειδικός ανακριτής είχε στο γραφείο του έναν κατηγορούμενο -γιατί η Κυριακίδου ήταν κατηγορούμενη, αφού είχε ομολογήσει ότι ήταν μέλος «τρομοκρατικής» οργάνωσης- και τον περιέφερε ως μάρτυρα για να τον αναγνωρίσουν οι άλλοι μάρτυρες. Ο έντιμος κ. Ταραβήρας δεν την αναγνώρισε και με την κατάθεσή του μας αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο η διωκτική αρχή έστησε αυτή την υπόθεση. Κατά τον Α. Κωνσταντάκη, αυτό ήταν ένα διαμέρισμα της Αστυνομίας, η οποία το «έδωσε» στην Κυριακίδου για να στηθεί αυτή η υπόθεση.
Η ιδέα ότι αυτό το διαμέρισμα ήταν της Αστυνομίας δεν είναι ανυπόστατη, σχολίασε ο Χρ. Τσιγαρίδας. Οταν συνελήφθη ο πράκτορας Κρυστάλλης, ο Αλεξάκης που τον χρησιμοποιούσε ως πράκτορα, δήλωσε ότι τον συναντούσε σε διάφορα διαμερίσματα που ανήκαν στην Αστυνομία. Επομένως, η Αστυνομία έχει διαμερίσματα που προφανώς νοικιάζει με πλαστές ταυτότητες, που έχει τη δυνατότητα να κατασκευάσει. Για μένα, αυτό το διαμέρισμα σε καμιά περίπτωση δεν έχει σχέση με την Κυριακίδου και κατά 99,9% ήταν της Αστυνομίας.
Η ταυτότητα είναι κάποια λόγια του αέρα της Κυριακίδου, σχολίασε ο Κ. Αγαπίου. Το όνομα, όμως, δεν είναι του αέρα. Τα επίσημα έγγραφα μας λένε, ότι αυτό το όνομα δεν υπήρξε ποτέ, δεν εκδόθηκε ταυτότητα σ’ αυτό το όνομα. Επομένως, κάποιος το υπέβαλε στην Κυριακίδου, δεν το κατέβασε το μυαλό της. Κάποιο διαμέρισμα νοικιάστηκε σ’ αυτό το όνομα στο οποίο πληρώνονταν και τα κοινόχρηστα. Στο πρώτο δικαστήριο υπέβαλα αίτημα να κληθεί να καταθέσει αυτή η κα Σκουτουδάκη και το αίτημα απορρίφθηκε μέσα σε 7 δευτερόλεπτα. Το δεύτερο δικαστήριο σωστά ερεύνησε και έλαβε την απάντηση ότι δεν έχει εκδοθεί ταυτότητα σ’ αυτό το όνομα. Το δεύτερο δικαστήριο δέχτηκε και το αίτημα να κληθεί ως μάρτυρας ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος. Και ήρθε ο άνθρωπος αυτός και κατέθεσε ότι ουδέποτε έχει δει την κα Κυριακίδου, που υποτίθεται ότι νοίκιασε το διαμέρισμα στο όνομα Σκουτουδάκη, ούτε τον κ. Κανά, που υποτίθεται ότι πήγαν μαζί και το νοίκιασαν. Δεν τα ήξερε αυτά η Αστυνομία; Προφανώς και τα ήξερε, αλλά δεν κάλεσε αυτούς τους μάρτυρες, μάλλον επειδή αρνήθηκαν να συνεργαστούν και να πουν ψέματα.
Τη δυνατότητα να κατασκευάσει εξ ολοκλήρου πλαστή ταυτότητα, σε ένα ανύπαρκτο όνομα, την είχε μόνο η Αστυνομία, επανήλθε ο Α. Κωνσταντάκης. Γι’ αυτό κάνω τη λογική σκέψη ότι μόνο η Αστυνομία μπορούσε να έχει νοικιάσει κάποτε αυτό το διαμέρισμα. Στοιχεία δεν έχω, αλλά αυτές είναι οι λογικές μου σκέψεις.