Ακούσαμε τον Τσίπρα στο ντιμπέιτ να επαναλαμβάνει με έμφαση κάτι που λέει συνέχεια σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις του: Για να υπάρξει έξοδος από την κρίση πρέπει να δοθούν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Ο ίδιος αμφιβάλλουμε αν έχει στοιχειώδεις έστω γνώσεις πολιτικής οικονομίας, αν γνωρίζει τι σημαίνει κρίση, πώς ανοίγει ο κύκλος της και πώς κλείνει. Απλά, του είπαν να επαναλαμβάνει αυτή την πιασάρικη ατάκα, που τα ‘χει όλα: και αυξήσεις σε εργαζόμενους και συνταξιούχους και προστασία του καπιταλιστικού συστήματος.
Μιλώντας επιστημονικά, πρόκειται για κακοχωνεμένο κεϊνσιανισμό. Κακοχωνεμένο, γιατί ο κεϊνσιανισμός μιλούσε για ελεγχόμενη αύξηση της ζήτησης, δεδομένου ότι από ένα σημείο και μετά μπορεί να υπάρξει «υπερθέρμανση» και να ανοίξει σύντομα νέος γύρος κρίσης. Αυτό τονίζουν και σήμερα οι βασικότεροι εκπρόσωποι του νεο-κεϊνσιανισμού, όπως ο Στίγκλιτς και ο Κρούγκμαν. Κακοχωνεμένο, ακόμη, διότι το «καθαρό» κεϊνσιανό μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε κλειστές ή ημίκλειστες οικονομίες, με ισχυρούς προστατευτικούς φραγμούς. Ακόμη και ένας πρωτοετής οικονομικής σχολής θα μπορούσε να απαντήσει στον μαθητευόμενο μάγο Τσίπρα, ότι μια μεγάλη τόνωση της ζήτησης, μέσω αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις θα είχε σαν αποτέλεσμα όχι την αναθέρμανση του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών και την κατάρρευση του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Κάποιος με βαθύτερες γνώσεις πολιτικής οικονομίας θα παρατηρούσε πως μια πολιτική διαχείρισης της κρίσης προϋποθέτει τη διατήρηση υψηλών ποσοστών υπεραξίας, ώστε οι καπιταλιστές να μπορέσουν να μετακινήσουν κεφάλαια στους πιο κερδοφόρους κλάδους και να αποκατασταθεί έτσι η νέα ισορροπία, που θα οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση, αφού πρώτα υπάρξει και καταστροφή κεφαλαίου. Με λίγα λόγια, η καταστροφή θέσεων εργασίας και η υπερεκμετάλλευση των εργαζόμενων σ’ αυτές που θα παραμείνουν ενεργές, αποτελεί όρο για τη διαχείριση της κρίσης, ακόμη και στο πλαίσιο μιας νεο-κεϊνσιανής πολιτικής, η οποία άλλου τύπου ζήτηση φροντίζει να αυξήσει (δείτε για παράδειγμα την πολιτική Ομπάμα).
Οι Συριζαίοι, όμως, αδιαφορώντας για τις αλήθειες, επιδίδονται σ’ έναν φιλοκαπιταλιστικό λαϊκισμό, καλλιεργώντας αυταπάτες στους εργαζόμενους, ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μια πολιτική εξόδου από την κρίση και διάσωσης του καπιταλισμού, στηριγμένη σε γενναίες αυξήσεις μισθών και συντάξεων.
Τέτοια πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει. Εκείνο που μπορεί να υπάρξει είναι όξυνση της ταξικής πάλης εκ μέρους των εργαζόμενων, με αιτήματα προστασίας των θέσεων εργασίας και μισθολογικών αυξήσεων. Μια τέτοια όξυνση της ταξικής πάλης, όμως, δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση, αλλά σε βάθεμα της κρίσης. Διότι αντιστρατεύεται ευθέως την προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει το ποσοστό υπεραξίας (το βαθμό εκμετάλλευσης, δηλαδή).
Πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια όξυνση της ταξικής πάλης, η οποία θα δυσκολεύει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου στις συνθήκες της κρίσης; Σε επαναστατική κατάσταση. Δηλαδή, σ’ αυτό που απεύχονται ο Τσίπρας και οι σύντροφοί του. Μια κατάσταση που εργάτες και εργαζόμενοι θα απαιτούν και η αστική τάξη, συσπειρωμένη γύρω από το κράτος της θα αρνείται. Τότε, το δίλημμα θα πάρει τη μορφή: επανάσταση ή ήττα των εργαζόμενων;
Π.Γ.