Πόσος καιρός πέρασε από τότε που η κ. Παπαρήγα διακήρυσε ότι «στη λαϊκή επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι»; Ενας χρόνος παρά κάτι μέρες. Τώρα, η κ. Παπαρήγα διακηρύσσει: «Στον πόλεμο της καπιταλιστικής εργοδοσίας πρέπει να απαντήσεις με πόλεμο… Ολοι μαζί σαν μια γροθιά οργανωμένοι, ενωμένοι με όλες τις μορφές πάλης… Είμαστε πανέτοιμοι να μπούμε μπροστά σε ένα δυναμικό με όλες τις μορφές πάλης αγώνα»!!!
Αν ζούσαμε στα ένδοξα χρόνια του επαναστατικού κομμουνισμού, θα ξανακουγόταν το γνωστό τραγούδι «Οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε, να κλείσουν τα παιδιά των εργατών». Τώρα, οι αστοί ούτε τρομάξανε, ούτε κάστρα φτιάξανε για τα παιδιά του Περισσού. Μόνο οι άθλιοι εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ θεώρησαν σκόπιμο να οργανώσουν μια βερμπαλιστική προβοκάτσια κατά του Περισσού, γράφοντας σε επίσημο δελτίο Τύπου, ότι «η κυρία Παπαρήγα καλούσε τα κομματικά συνδικαλιστικά της στελέχη σε πόλεμο με τα Συνδικάτα! Πόλεμο με τους άλλους εργαζόμενους;». Τέτοιο πράγμα, βέβαια, δεν είπε η Παπαρήγα, όμως η προβοκάτσια είναι ίδιον των εργατοπατέρων, ιδιαίτερα όταν θίγονται προσωπικά.
Από τη σκοπιά του Περισσού τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Μετά τις εκλογές και προκειμένου να δώσει διέξοδο στο κομματικό σώμα, επιδίδεται σε συνεχείς ασκήσεις αγωνιστικής γυμναστικής κομματικού τύπου. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένα αστικο-ρεφορμιστικό κόμμα, που πρέπει ν’ αποδείξει ότι στο λαό διαθέτει δύναμη, η οποία δεν καταγράφεται στις κάλπες; Να βγει και να φωνάζει «δίνουμε πίστωση χρόνου στη νέα κυβέρνηση», όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν καταστροφικό. Το έκανε τη δεκαετία του ‘80 και το πλήρωσε σκληρά. Στο πλαίσιο της αγωνιστικής γυμναστικής, είχαν οριστεί για τις 24 Νοέμβρη πανελλαδικά συλλαλητήρια του ΠΑΜΕ, στα οποία –όπως είναι γνωστό– συμμετέχει όλο το κομματικό δυναμικό: από φοιτητές μέχρι συνταξιούχους και νοικοκυρές. Είναι τα συλλαλητήρια μέσω των οποίων το κόμμα συσπειρώνει τις δυνάμεις του, κάνει τονωτικές ενέσεις στα μέλη και τους στενούς οπαδούς και δείχνει την όποια δύναμή του προς τα έξω. Κάθε φορά που έχει τέτοια συλλαλητήρια, είτε την παραμονή είτε πρωί-πρωί της ίδιας μέρας, οργανώνεται και ένα χάπενινγκ. Ανατρέξτε στην τελευταία πενταετία και θα το διαπιστώσετε.
Ο Λοβέρδος έβαλε την παραμονή των συλλαλητηρίων του ΠΑΜΕ τη συνάντησή του με ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για το Ασφαλιστικό. Δηλαδή, άλειψε βούτυρο στο ψωμί του Περισσού. Ούτε αυτός ούτε κάποιος από τους εργατοπατέρες σκέφτηκαν, ότι θα μπορούσαν να βρε- θούν αντιμέτωποι με το καθιερωμένο χάπενινγκ. ‘Η μήπως το σκέφτηκαν και προτίμησαν να το τροφοδοτήσουν, για τους δικούς τους λόγους;
Τα στελέχη του ΠΑΜΕ, λοιπόν, πήγαν και απέκλεισαν απέξω την πόρτα του υπουργείου Εργασίας. Λίγο αργότερα την ίδια μέρα η Παπαρήγα έδινε συνέντευξη Τύπου, ενταγμένη στη γενική καμπάνια που θα κορυφωνόταν με τα συλλαλητήρια. Εκεί, για να μην επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια, πέταξε και τη λέξη «πόλεμος», που επικοινωνιακά α-κούγεται πιο ηχηρή από τις συνήθεις εκφράσεις (ταξικοί αγώνες κ.λπ.). Επιτέλους, άκουσαν και μια φορά τη Λιάνα που ξέρει καλύτερα από τον καθένα τους πως παίζεται το παιχνίδι της προπαγάνδας. Με ηχηρές λέξεις τονώνεται το κομματικό ακροατήριο, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος να «παρεκτραπεί», αφού ο έλεγχος από το μηχανισμό είναι εξασφαλισμένος.
Ανησύχησε κανείς απ’ όσα είπε η Παπαρήγα και απ’ όσα έγιναν; Εχει κανείς αμφιβολία για τη νομιμοφροσύνη του Περισσού έναντι του συστήματος; Αμφιβάλλει κανείς πως όταν η Παπαρήγα λέει «με όλα τα μέσα» εννοεί ειρηνικά συλλαλητήρια και χάπενινγκ; Και να υπήρχαν τέτοιες αμφιβολίες, η συνεισφορά του Περισσού στο αντι-εξεγερσιακό μέτωπο του περσινού Δεκέμβρη τις διέλυσε. Ακόμα και ο Πρετεντέρης τότε απένειμε καθημερινά συγχαρητήρια στην Παπαρήγα, μιλώντας με πόνο ψυχής για τη θετική στάση του κόμματος. Δεν είναι και λίγο ένας συμπλεγματικός αντικομμουνιστής να είναι αναγκασμένος να απονέμει εύσημα σε κόμμα που εξακολουθεί να έχει στην ταμπέλα του τη λέξη κομμουνιστικό. Γι’ αυτό και τώρα ξεσάλωσε. Μόνο ν’ ανοίξουν τα ξερονήσια δεν ζήτησε. Ομως, ήταν απελπιστικά μόνος στη χυδαιότητα. Οι υπόλοιποι περιορίστηκαν σε πολιτική κριτική, χωρίς να σηκώνουν κουρνιαχτό.
Να μας συγχωρείτε, αλλά το παιχνίδι είναι σικέ, όπως θα ‘λεγε και η Παπαρήγα, που της αρέσει πολύ αυτή η λέξη. Μόνο που εμείς δεν επινοούμε τίποτα σενάρια συνωμοσίας. Το σικέ προκύπτει πολιτικά, όταν κάθε μέρος ξέρει το ρόλο του και τα όριά του και τα τηρεί χωρίς να καταστρατηγεί το «fairplay».
Η κυβέρνηση ξέρει ότι πρέπει να προωθήσει μια ακόμη ανατροπή στο Ασφαλιστικό. Το ξέρει από παλιά. Από τότε που το ΠΑΣΟΚ ψήφιζε το νόμο Ρέππα, ήξερε πως σύντομα θα χρειαζόταν να επανέλθει με νέες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις. Τα παραμύθια του τύπου «λύσαμε το Ασφαλιστικό για τα επόμενα 30 χρόνια» ήταν μόνο για κατανάλωση από αφελείς και άσχετους. Ξέρει, επίσης, ότι αποκλείεται να μην υπάρξουν αντιδράσεις. Στην τελική φάση, όταν θα έχει τελειώσει το καραγκιοζιλίκι του «κοινωνικού διαλόγου», ακόμη και η ΓΣΕΕ θα αντιδράσει. Μπορεί να φτάσει ακόμα και σε μια 24ωρη απεργία. Ετσι παίζεται το παιχνίδι. Είναι εθιμοτυπία, όπως είχε πει το 1989 ο Ζολώτας. Αντιπολίτευση, όμως, χρειάζεται να υπάρξει και στο ενδιάμεσο. Κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουμε, όχι χούντα. Οσο μεγαλύτερη ποικιλία απόψεων εκφράζεται τόσο δι-ευκολύνεται η κυβέρνηση να νομοθετήσει στο τέλος μόνη της, παίρνοντας δήθεν υπόψη όλες τις απόψεις. Τι καλύτερη αντιπολίτευση, λοιπόν, απ’ αυτή του Περισσού;
Η κυβέρνηση, φυσικά, θα έχει πολιτικό κόστος. Ομως, το πολιτικό κόστος είναι δεδομένο όταν επιχειρείς μια αντιασφαλιστική ανατροπή. Και το 2002, που το ΠΑΣΟΚ είχε τη σύμφωνη γνώμη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στο νόμο Ρέππα, πλήρωσε πολιτικό κόστος. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι να αποφύγουν το κόστος του συστήματος. Να μη δημιουργηθεί πραγματικό κίνημα της εργατικής τάξης, που θα έρθει σε πολιτική σύγκρουση με την κυβέρνηση που διαχειρίζεται τις τύχες του συστήματος. Γιατί ο αγώνας για την κοινωνική ασφάλιση είναι πάντοτε πολιτικός, άσχετα αν δεν έχει επαναστατικό χαρακτήρα.
Στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η ύπαρξη ενός νομιμόφρονος «κομμουνιστικού» κόμματος, που ξέρει να σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη. Γιατί αυτό το κόμμα φροντίζει να σηκώνει ένα μεγάλο ανάχωμα στ’ αριστερά του συστήματος, για να συγκρατούνται τα κύματα της ταξικής πάλης. Και αν δεν υπήρχε ένα τέτοιο κόμμα, θα έπρεπε να το εφεύρουν. Ολοι βολεύονται σήμερα, λοιπόν, όταν η αντιπαράθεση περιορίζεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, από τη μια, και τον Περισσό και τον ΣΥΡΙΖΑ (όχι μαζί αλλά χώρια), από την άλλη. Δημιουργείται μια «πόλωση» η οποία δεν βγαίνει έξω από τα όρια του συστήματος. Δεν οδηγεί σε όξυνση της ταξικής πάλης, σε μαχητική αμφισβήτηση, σε «πολεμικά» γεγονότα στο μέτωπο της ταξικής πάλης. Τα ειρηνικά συλλαλητήρια και τα χάπενιγκ βλάπτουν τις κυβερνήσεις, όχι όμως το σύστημα.
Πέτρος Γιώτης