Την ίδρυση «τοπικών κολεγίων», σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα, στα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν και Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, που σήμερα έχουν κενές θέσεις, πρότεινε ο υφυπουργός Παιδείας Ι. Πανάρετος, και έπεσαν, λέει, να τον φάνε στο υπουργείο Παιδείας και στο Μαξίμου. Η Διαμαντοπούλου τον χρέωσε «με προσωπικές απόψεις, που δεν είναι προϊόν διαλόγου» και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τον «άδειασε», δηλώνοντας ότι την πολιτική στο υπουργείο Παιδείας τη χαράζει η αρμόδια υπουργός.
Ομως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο θέλουν να τα παρουσιάσουν άπαντες, ζωσμένοι από το φόβο μήπως η πρόταση αυτή πυροδοτήσει «ανεπιθύμητες» καταστάσεις στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, τη στιγμή που έχουν ήδη «απλωμένο τραχανά» με την άγρια επίθεση που ετοιμάζουν σε εργασιακά, μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Καταρχάς, ο Πανάρετος δεν έδρασε, όπως θέλουν να τον παρουσιάσουν «αυτοβούλως». Ο ίδιος, φρόντισε, εισαγωγικά στην πρότασή του, να διευκρινίσει ότι «η πρόταση αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1995 από τον σημερινό πρωθυπουργό, στο πλαίσιο των συζητήσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος». Εχει, δηλαδή τη συγκατάθεση του Παπανδρέου σε αυτά που προτείνει, του οποίου, άλλωστε, υπήρξε διαχρονικά αγαπημένο πουλέν στα ζητήματα Παιδείας (σημειώνουμε ότι ο Πανάρετος δεν τοποθετήθηκε άσκοπα από τον Παπανδρέου δίπλα στη φιλόδοξη και με προσωπικές στρατηγικές Διαμαντοπούλου).
Δεύτερον, η πρότασή του φιγουράρει όχι μόνο στο προσωπικό του blog, όπως ισχυρίστηκε ο θλιβερός Πεταλωτής, αλλά στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Παιδείας. Ο ίδιος, μάλιστα δήλωσε στην «Ελευθεροτυπία», ότι οι προτάσεις του «γίνονται με τη θεσμική του ιδιότητα, ως αρμόδιου υφυπουργού και οπωσδήποτε αποτελούν βάση διαλόγου». Θυμίζουμε ότι μόλις πρόσφατα, στα τέλη του Γενάρη, ο Πανάρετος πραγματοποίησε επίσκεψη στις ΗΠΑ «στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός νέου υπόβαθρου πολιτικών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα», όπως μας ενημερώνει η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας. Δηλαδή, ο υφυπουργός, εκτελώντας εντολές, επισκέφθηκε την Καλιφόρνια, για να αποκομίσει «τεχνογνωσία» σε σχέση με τις αλλαγές που προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την οποία και αραδιάζει στην πρότασή του.
Μπορεί, βέβαια, ο Πανάρετος να θέλει να εμφανιστεί ως «λαγός» στη διαμόρφωση μιας μαύρης πραγματικότητας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το timing όμως που επέλεξε να το κάνει αποδείχτηκε λάθος. Στο υπουργείο Παιδείας «σφάχτηκαν» ακόμη μια φορά με τη Διαμαντοπούλου, η οποία έχει δηλώσει ότι προσπαθεί σ’ αυτή τη φάση να αποσοβήσει «τον πόλεμο» με την εκπαιδευτική κοινότητα και τους φοιτητές και ο Πεταλωτής, για να βγάλει από το κάδρο τον Παπανδρέου, δήλωσε ότι οι απόψεις του πρωθυπουργού εκφράζονται μόνο από τον ίδιο.
Ανεξάρτητα, όμως, από το παρασκήνιο, το οποίο δεν είναι άνευ ουσίας, και από τα πολιτικά παιχνίδια και τις σκοπιμότητες που υποκρύπτονται, η πρόταση Πανάρετου, που εμφανίζεται ως «σκέψεις για τη χρησιμότητα υιοθέτησης των τοπικών κολεγίων για την αντιμετώπιση μιας σειράς προβλημάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος», έχει άμεση συνάφεια με όσα πρεσβεύει το ΠΑΣΟΚ και η κυβέρνηση για το μέλλον της εκπαίδευσης στη χώρα μας. Δηλαδή: Δραστική μείωση της συμμετοχής του κράτους στα κονδύλια για τη δημόσια εκπαίδευση, ανάληψη από τις «τοπικές κοινωνίες» σημαντικού μέρους των εξόδων λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μέσω πρόσθετης φορολογίας των πολιτών τους (αποκέντρωση-ανταποδοτικά τέλη), εκτεταμένη παρέμβαση της καπιταλιστικής αγοράς στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών και στον καθορισμό των ειδικοτήτων για την παραγωγή των αναγκαίων κάθε φορά «απασχολήσιμων», παραπέρα υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών, με προσαρμογή στις κατευθύνσεις της Μπολόνια (τριετής προπτυχιακός κύκλος σπουδών, πιστωτικές μονάδες), προώθηση της «διά βίου εκπαίδευσης», με ανάμειξη πτυχίων και καταρτίσεων σ’ έναν ενιαίο πολτό, στον οποίο θα συμμετέχουν οσονούπω και τα ιδιωτικά μαγαζιά των «κολεγίων», δραστικό χτύπημα στην τάση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση.
Ο υφυπουργός Παιδείας, λοιπόν, προτείνει μια «ενδιάμεση βαθμίδα (σ.σ. τα «τοπικά κολέγια»), που θα λειτουργεί ως “γέφυρα” μεταξύ της δευτεροβάθμιας και της ανώτατης εκπαίδευσης». Για να μας διαφωτίσει σχετικά αναφέρεται με λεπτομέρειες στο παράδειγμα των ΗΠΑ και ειδικά της πολιτείας της Καλιφόρνια στην οποία λειτουργούν 110 «τοπικά κολέγια» (στις ΗΠΑ λειτουργούν περίπου 800, στα οποία φοιτούν 2.89 εκατομ. φοιτητές). Τα βασικά τους γνωρίσματα είναι τα εξής:
– Στα «τοπικά κολέγια» η εισαγωγή γίνεται ελεύθερα. Οι σπουδές είναι εξαμηνιαίες (π.χ. για τους οικοδόμους), μονοετείς, διετείς ή τριετείς. Στο τέλος όλοι παίρνουν τίτλο σπουδών. Σε αυτά εγγράφονται απόφοιτοι Λυκείου αλλά και πολίτες που θέλουν να αποκτήσουν κάποιες γνώσεις και να βελτιώσουν τα προσόντα τους (αυτοί επιλέγουν κυρίως βραδινά μαθήματα). Οσοι θέλουν να μεταπηδήσουν στη συνέχεια σε Πανεπιστήμια πρέπει να συμπληρώσουν διετή κύκλο σπουδών.
– Το πρώτο έτος περιλαμβάνει μαθήματα γενικής εκπαίδευσης. Στο δεύτερο, όσοι θέλουν να μεταπηδήσουν στο Πανεπιστήμιο, συνεχίζουν τη γενική εκπαίδευση, ενώ όσοι θέλουν να αποκτήσουν τεχνική εκπαίδευση επιλέγουν ένα αντικείμενο και εξειδικεύονται σ’ αυτό.
– Οι σπουδαστές καταβάλλουν δίδακτρα (26 δολάρια ανά μάθημα). Η χρηματοδότηση από την Πολιτεία γίνεται από τις φορολογίες των τοπικών ακινήτων και από πολιτειακούς πόρους.
– Οι διδάσκοντες επιλέγονται τοπικά. Πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον μάστερ. Για τους διδάσκοντες τεχνικά θέματα δεν απαιτείται πτυχίο.
– Τα «τοπικά κολέγια» τα επιλέγουν όσοι θέλουν τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση, αλλά και όσοι επιθυμούν να συνεχίσουν στο Πανεπιστήμιο αλλά δεν πέτυχαν με την πρώτη τους προσπάθεια. Τα Πανεπιστήμια απορροφούν πολύ μεγάλο μέρος των αποφοίτων των κολεγίων αυτών (στην Καλιφόρνια, το 70% των προπτυχιακών φοιτητών φοιτά στα κολέγια αυτά. Το αντίστοιχο ποσοστό σε όλες τις ΗΠΑ είναι 40%). Η διαδρομή τοπικό κολέγιο-Πανεπιστήμιο είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της κινητικότητας μεταξύ των βαθμίδων της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ.
– Οι εκπαιδευτικές μονάδες που αποκτήθηκαν στα «τοπικά κολέγια» μεταφέρονται στο Πανεπιστήμιο και μετρούν στις εκπαιδευτικές μονάδες που απαιτούνται για την απόκτηση του πανεπιστημιακού πτυχίου. Το Πανεπιστήμιο απαλλάσσεται από ένα μεγάλο μέρος των εισαγωγικών σπουδών που γίνονται στα κολέγια.
– Τα «τοπικά κολέγια» είναι αποκλειστικά εκπαιδευτικές μονάδες και όχι ερευνητικές.
Η εμπειρία αυτή οδηγεί τον Πανάρετο στην πρόταση για δημιουργία αντίστοιχων υποδομών και στην Ελλάδα, την οποία ντύνει με ένα λαμπρό περιτύλιγμα, όπως τη μείωση των φροντιστηρίων, τον περιορισμό των μετεγγραφών, την αποφόρτιση του Λυκείου από το άγχος των εισαγωγικών εξετάσεων, τη διαγραφή του προβλήματος της βάσης του 10. Η ουσία, όμως, βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται σε αυτό που ο ίδιος κρίνει απαραίτητο να υπογραμμίσει ότι «ένας από τους λόγους που τα κολέγια είναι τόσο σημαντικά, είναι ότι στοιχίζει στην πολιτεία πολύ λιγότερο να πειραματιστεί με ένα νέο τοπικό κολέγιο παρά με ένα πανεπιστήμιο», αφού «η διαφορά μεγέθους στις απαιτούμενες επενδύσεις είναι τεράστια». Βρίσκεται στις εκτιμήσεις του ότι έτσι «θα αποκλιμακωθεί ο “πληθωρισμός” στη ζήτηση πανεπιστημιακών σπουδών» και ότι «καμιά σχέση δεν έχει η πρόταση αυτή με την ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, γιατί εκεί θα έπρεπε να εισαχθούν σε πανεπιστημιακές σχολές που δεν έχουν υποδομές μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης». Βρίσκεται στην ομολογία του ότι «η τοπική αυτοδιοίκηση και η κοινωνία θα μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη λειτουργία των τοπικών κολεγίων» και ότι αυτά «εξυπηρετούν» τους σκοπούς της διά βίου μάθησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υφυπουργός Παιδείας προτείνει τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ να μπορούν να συνεργάζονται με τα κολέγια αυτά ή και να ιδρύουν τέτοια ως παραρτήματα, ενώ τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ που σήμερα έχουν κενές θέσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κολέγια, που θα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία των αντίστοιχων ιδρυμάτων.
Γιούλα Γκεσούλη