Πειραματίζονται εγκληματικά με το άνοιγμα των σχολείων, προκειμένου να επανέλθουν στην "μισθωτή κανονικότητα" οι εργαζόμενοι γονείς και να πραγματοποιήσουν γρήγορα τις πανελλαδικές εξετάσεις, αδιαφορώντας για τη δημόσια υγεία.
Η «επιτροπή εμπειρογνωμόνων» του υπουργείου Υγείας με εκπρόσωπο τον Τσιόδρα αποφάσισε στα τέλη Απρίλη ότι η μετάδοση του κοροναϊού από τα παιδιά είναι σημαντικά μικρότερη από ό,τι είχε εκτιμηθεί πριν από την επιβολή των οριζόντιων περιοριστικών μέτρων, δίνοντας τα απαραίτητα ψευτο-επιστημονικά εχέγγυα στη κυβέρνηση για να ανοίξουν τα σχολεία σταδιακά, αρχικά τα Λύκεια και Γυμνάσια και μετέπειτα τα Δημοτικά. Στην απόφαση αυτή έφτασαν ξεκάθαρα τυχοδιωκτικά, μετά από την πίεση της κυβέρνησης και των καπιταλιστών να επανέλθει η κανονικότητα, με τους εργαζόμενους γονείς που με άδειες «άδειες ειδικού σκοπού» φυλάνε τα παιδιά τους στο σπίτι και που σε ορισμένο βαθμό αναπόφευκτα εμφανίζουν μειωμένη παραγωγικότητα σε περίπτωση τηλεργασίας.
Επιπλέον, στην απόφαση αυτή καθοριστική υπήρξε και η πίεση από έναν ολόκληρο μηχανισμό συμφερόντων, της λεγόμενης «παραπαιδείας» (φροντιστήρια, ιδιαίτερα), που αναπαράγεται οικονομικά δεκαετίες τώρα από την αγωνία των γονιών για την πρόσβαση των παιδιών τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πιέζει την κυβέρνηση να ολοκληρωθεί η εξεταστέα ύλη για να πραγματοποιηθούν όσο το δυνατό γρηγορότερα οι πανελλαδικές εξετάσεις. Στο ζύγι της κυβέρνησης και της επιτροπής του Τσιόδρα τα επιστημονικά κριτήρια για τη μετάδοση του ιού παραμερίστηκαν πλήρως και επιστρατεύτηκαν όλες οι αναξιόπιστες μελέτες που υπαγορεύτηκαν από τις ανάγκες επανεκκίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Μελέτες σκοπιμότητας
Τα στοιχεία που αντλούσε η επιτροπή για την απόφαση της ήταν στατιστικές μελέτες ανάλυσης «εμπειρικών δεδομένων» που δημοσιεύτηκαν εντός του Απρίλη, αρχής γενομένης με δημοσίευση βρετανικής στο Lancet στις 6 Απρίλη (https://www.thelancet.com/journals/lanchi/article/PIIS2352-4642(20)30095-X/fulltext). Η συγκεκριμένη μελέτη ξεκινούσε ως εξής: «Πρόσφατες μελέτες μοντελοποίησης της COVID-19 προβλέπουν ότι το μέτρο του κλεισίματος των σχολείων από μόνο του θα αποτρέψει μόνο το 2-4% των θανάτων, πολύ λιγότερο από τις παρεμβάσεις των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης».
Και μόνο το γεγονός ότι η μελέτη αυτή παρουσίαζε τον αντίκτυπο του κλεισίματος των σχολείων στη μείωση του ποσοστού των θανάτων απομονωμένα, εκτός του συνολικού πλαισίου των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, την κατέτασσε αμέσως στις πλέον αφερέγγυες που στόχο έχουν να αναδείξουν αποκλειστικά την επιβάρυνση της καπιταλιστικής οικονομίας από το κλείσιμο των σχολείων. Οπως θα δούμε, ακόμα και τα ποσοστά αυτά αμφισβητούνται πλέον από πρόσφατες πολύ πιο αξιόπιστες μελέτες που δε βασίζονται σε «εμπειρικά δεδομένα» γεγονότων μετάδοσης του ιού από παιδιά, αλλά σε πολύ πιο αξιόπιστα στοιχεία για τη μετάδοση του ιού, συγκεκριμένα σε αποτελέσματα τεστ PCR μοριακής διάγνωσης της νόσου, που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά στη χώρα με τη μεγαλύτερη επάρκεια σε τεστ αυτή τη στιγμή, τη Γερμανία.
Λίγες αράδες παρακάτω, εμφανίζεται πεντακάθαρα ο στόχος αυτής της μελέτης, που κάθε άλλο παρά η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας είναι: «Οι οικονομικές ζημιές από το κλείσιμο των σχολείων είναι υψηλές. Μελέτη του Ηνωμένου Βασιλείου από το 2008 έδειξε ότι περίπου το 16% του εργατικού δυναμικού είναι oι κύριοι υπεύθυνοι για τη φροντίδα των εξαρτώμενων παιδιών και διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο αποχής (σ.σ.: από την εργασία τους) αν τα σχολεία είναι κλειστά, ποσοστό που αυξάνεται κατά 30% στους τομείς της υγείας και της κοινωνικής μέριμνας. Στις ΗΠΑ, μη δημοσιευμένες εκτιμήσεις υποδηλώνουν ότι το 29% των εργαζομένων στην υγεία έχουν υποχρεώσεις παιδικής φροντίδας. Ανάλυση οικονομικού μοντέλου του 2010 για το κλείσιμο των σχολείων ως μέτρο μετριασμού της εκδήλωσης της γρίπης έδειξε ότι το κλείσιμο 4 βδομάδων ή 13 εβδομάδων μείωνε το ποσοστό κλινικής επίθεσης ελάχιστα, αλλά αύξανε σημαντικά το οικονομικό κόστος για το έθνος, συγκεκριμένα μέσω της αναγκαστικής απουσίας των εργαζόμενων γονιών, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες. Το κόστος εκτιμάται ότι είναι 0.2-1% του ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου ετησίως για το κλείσιμο των σχολείων για 12-13 βδομάδες, η 3% του ΑΕΠ για 8 βδομάδες στις ΗΠΑ».
Ολες οι αντίστοιχες μελέτες που ακολούθησαν «έμπαζαν» από παντού, πρώτον γιατί στην πλειοψηφία των χωρών υπήρχε καραντίνα και τα σχολεία είχαν κλείσει νωρίτερα, οπότε δεν υπήρχαν δεδομένα να αντλήσουν για την ανάλυσή τους (η επιδημιολογική σύνδεση και η ιχνηλάτηση των πρώτων ημερών αφορούσε κυρίως ενήλικες που ταξίδευαν από το εξωτερικό). Δεύτερον γιατί τα δείγματα σε κρούσματα από ανήλικες υποεκτιμούνταν παντού, αφού τα παιδιά δεν ασθενούν στον ίδιο βαθμό με τους ενήλικες, οπότε στους νοσηλευόμενους ήταν μια ελάχιστη μειοψηφία για να πραγματοποιηθούν αξιόπιστες κλινικές μελέτες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα τεστ PCR μοριακής διάγνωσης (τα πλέον αξιόπιστα, αφού εντοπίζουν το γονιδίωμα του ιού στο DNA του φορέα του ιού) είναι διεθνώς ελάχιστα για να καλύψουν το ευρύ φάσμα των ηλικιών όλων των ασυμπτωματικών και στη πραγματικότητα καλύπτουν κυρίως τις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, δηλαδή κυρίως τους ηλικιωμένους που εμφανίζουν βαριά συμπτώματα. Ολες αυτές οι μελέτες βασίζονταν ουσιαστικά σε «εμπειρικά δεδομένα» (γνώση συγκεκριμένων κρουσμάτων σε παιδιά που μετέδωσαν ελάχιστα τη νόσο στους στενούς κύκλους τους) ή σε εντελώς αυθαίρετα αντεπιστημονικά επιχειρήματα διά του αποκλεισμού του ζητούμενου λόγω έλλειψης δεδομένων: αφού δεν υπάρχουν δεδομένα για τα παιδιά, άρα αυτά δε μεταδίδουν.
Το παράδειγμα της Δανίας
Η Δανία ήταν η πρώτη χώρα της Ευρώπης που ήρε τα περιοριστικά μέτρα και προχώρησε σε άνοιγμα των σχολείων τις τελευταίες δυο βδομάδες. Ο Τσιόδρας έλεγε στις 15 Απρίλη: «Σε κάποιες χώρες αφορούν τομείς της οικονομίας (σ.σ. η χαλάρωση των μέτρων), όπως οι κατασκευές, σε άλλες, όπως η Δανία η οποία μείωσε το Ρ0 κάτω από το 1, στο 0,6, ανοίγουν σταδιακά τα σχολεία και ειδικά αυτά που φιλοξενούν μικρότερα παιδιά, αλλά με πάρα πολύ αυστηρούς κανόνες. Μέτρα υγιεινής, αποστάσεις, μέγιστο αριθμό παιδιών ανά τάξη, κυλιόμενα διαλείμματα, πολύ πλύσιμο των χεριών. Δεν επιτρέπεται να είναι πάνω από δυο παιδιά μαζί, πάνω από πέντε στο διάλειμμα. Καταλαβαίνετε πόσο δύσκολα είναι κάποια από αυτά»
Στις 15 Απρίλη, ο Τσιόδρας τόνιζε ότι τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορούν να τηρηθούν στα σχολεία με πολύ μεγάλη δυσκολία. Αντί να περιμένει, όμως, τα δεδομένα από τη Δανία, επέλεξε να κάνει μεγαλοπρεπέστατη κωλοτούμπα στα τέλη Απρίλη και να συστήνει σχεδόν ανεπιφύλακτα το άνοιγμα των σχολείων, αποδεχόμενος πλήρως αποτελέσματα αναξιόπιστων μελετών, αντίστοιχων με αυτή που δημοσιεύτηκε στις 6 Απρίλη στο Lancet. Δεν τολμούν, βέβαια, να παρουσιάσουν αυτές τις μελέτες στον ελληνικό λαό και προτιμούν να μιλούν αόριστα, γιατί αν μιλήσουν συγκεκριμένα θα ξεφτιλιστούν πατόκορφα. Ηδη, βέβαια, ξεφτιλίζονται με τις αντιφάσεις τους.
Αντί λοιπόν να περιμένει τα δεδομένα από τη Δανία, ο Τσιόδρας έλεγε στις 29 Απρίλη, βασιζόμενος στις εντελώς αναξιόπιστες μελέτες των «εμπειρικών δεδομένων»: «Πέμπτον, μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη. Κατά τη διερεύνηση του πρώτου κρούσματος στη Γαλλία, ενδελεχή διερεύνηση, ένα μολυσμένο παιδί παρακολούθησε τρία διαφορετικά σχολεία ενώ ήταν συμπτωματικό και είχε 112 επαφές που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων άλλων παιδιά και καθηγητών. Δεν εντοπίστηκαν συμπτωματικά δευτερογενή περιστατικά. Φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα μολυσμένο παιδί να κολλήσει κάποιον, αλλά αυτό δεν αλλάζει τις έως τώρα γενικές παρατηρήσεις. Μάλιστα, οι μεμονωμένες δημοσιευμένες αναφορές περιπτώσεων που αναφέρθηκε το παιδί σαν πηγή μετάδοσης, έχουν κακώς τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα μη επαρκή».
Αμέσως μετά, αναφερόταν σε πληθυσμιακές μελέτες στη Σουηδία, όπου η ανυπόληπτη κυβερνητική ηγεσία της εφαρμόζει τη στρατηγική της ανοσίας αγέλης, με καταμετρημένους 2.669 νεκρούς λόγω κοροναϊού (https://www.worldometers.info/coronavirus/country/sweden/) σε μια χώρα ίσου πληθυσμιακού μεγέθους με την Ελλάδα και πολύ πιο αραιοκατοικημένη: «Και έκτον, δεδομένα από πληθυσμιακές μελέτες στην Ιταλία, την Ισλανδία και τη Σουηδία, δείχνουν ότι τα παιδιά είναι απίθανο να είναι πρωτογενείς περιπτώσεις μεταδόσεως της νόσου».
Τώρα πλέον, δυο βδομάδες μετά το άνοιγμα των σχολείων, υπάρχουν δεδομένα από τη Δανία για τις επιπτώσεις του πρόωρου ανοίγματος. Την Πέμπτη 30 Απρίλη, οι Δανοί ανακοίνωσαν ότι ο βαθμός μεταδοτικότητας (R0) αυξήθηκε από 0,6 σε 0,9 (https://www.ft.com/content/fdf893d5-40a0-4645-87fb-471b0f5e7ad0). Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο 100 φορείς του ιού μεταδίδουν την ασθένεια σε 90 υγιείς. Στη Δανία, οι υποψίες για την αύξηση του βαθμού μεταδοτικότητας πέφτουν στο άνοιγμα των σχολείων. Είναι γνωστό ότι τα αποτελέσματα κάθε απόφασης για άρση περιοριστικών μέτρων θα φαίνονται ηχηρά μετά από δυο βδομάδες γιατί τόσος είναι ο μέγιστος χρόνος επώασης του ιού, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να νοσήσουν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες, ανάλογα με τη διασπορά του ιού και το βαθμό μεταδοτικότητας (αν είναι ιδιαίτερα υψηλός τότε τα συνολικά κρούσματα μπορεί να είναι πολύ περισσότερα).
Το γεγονός της αύξησης του βαθμού μεταδοτικότητας στη Δανία, καθώς και η δημοσίευση γερμανικής μελέτης μια μέρα πριν (στις 29 Απρίλη) φαίνεται ότι θορύβησαν τη γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση που ενώ από τις 20 Απρίλη είχε προαναγγείλει άνοιγμα των σχολείων, την περασμένη Πέμπτη (30 Απρίλη), διά στόματος Μέρκελ ανακοίνωσε ότι τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά μέχρι την επανεξέταση του ζητήματος στις 6 Μάη. Ο λόγος γι’ αυτή τη μεταστροφή είναι ότι η αύξηση του βαθμού μεταδοτικότητας επιφέρει αμέσως σημαντική αύξηση του αριθμού των νοσηλευόμενων στις ΜΕΘ. Και βέβαια, το ενδεχόμενο να ανεβεί πάνω από 1 σημαίνει ότι δημιουργούνται οι όροι για νέο επιδημικό ξέσπασμα που θα επιφέρει σκληρότερα οριζόντια περιοριστικά μέτρα μέσα στο καλοκαίρι.
Καμπανάκι κινδύνου
Ο «γερμανός Τσιόδρας», ο Κριστιάν Ντρόστεν και η ομάδα του στο Ινστιτούτο Ιολογίας του Βερολίνου, μαζί με άλλους γερμανούς επιστήμονες δημοσίευσαν στις 29 Απρίλη μελέτη (https://zoonosen.charite.de/fileadmin/user_upload/microsites/m_cc05/virologie-ccm/dateien_upload/Weitere_Dateien/analysis-of-SARS-CoV-2-viral-load-by-patient-age.pdf), στην οποία καταλήγουν ότι το ιικό φορτίο στα παιδιά δε διαφέρει σημαντικά από αυτό την ενηλίκων.
Τα δεδομένα της ανάλυσης βασίστηκαν σε 3.712 ασθενείς από COVID-19 και στην εξέτασή τους με μοριακή διάγνωση στο Ινστιτούτο Ιολογίας Charite του Βερολίνου, επικεφαλής του οποίου είναι ο Ντρόστεν. Το ινστιτούτο αυτό ήταν από τα πρώτα στη Γερμανία που άρχισαν να πραγματοποιούν τεστ μοριακής διάγνωσης σε ασθενείς και ο Ντρόστεν ήταν ο ίδιος προσωπικά υπεύθυνος για τη δημοσίευση της γενετικής ακολουθίας του ιού και για τις προδιαγραφές του τεστ μοριακής διάγνωσης που ακολουθήθηκε διεθνώς μέσω του ΠΟΥ. Τα παιδιά ήταν λίγα ανάμεσα στους ασθενείς, αλλά αυτό συνέβαινε λόγω της υποεκτίμησης των κρουσμάτων στα παιδιά που σε μεγάλο βαθμό είναι ασυμπτωματικοί ασθενείς και δεν νοσούν βαριά, οπότε δεν τεστάρονται για τη νόσο στον ίδιο βαθμό που τεστάρονται οι μεγαλύτερες ηλικίες.
Στο παραπάνω σχήμα (από τη δημοσίευση της ομάδας του Ντρόστεν) ο οριζόντιος άξονας παρουσιάζει τους ασθενείς σε ηλικιακή κατηγοριοποίηση (σε παρένθεση ο αριθμός των δειγμάτων, εκτός παρένθεσης η κατηγοριοποίηση των ασθενών βάσει ηλικίας) και ο κατακόρυφος άξονας το ιικό φορτίο κάθε ασθενούς σε λογαριθμική κλίμακα από συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της τεχνικής μοριακής διάγνωσης PCR. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι 49 παιδιά ηλικίας 1-10 ετών και 78 ασθενείς ηλικίας 11-20 ετών εμφάνισαν παρόμοιο ιικό φορτίο με αυτό των ασθενών στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Η μελέτη κατέληγε στα εξής:
«Τα ιικά φορτία που παρατηρήθηκαν στην παρούσα μελέτη, σε συνδυασμό με προηγούμενα ευρήματα παρόμοιου ρυθμού επίθεσης μεταξύ παιδιών και ενηλίκων, υποδηλώνουν ότι η δυναμική της μετάδοσης στα σχολεία και τα νηπιαγωγεία πρέπει να αξιολογείται χρησιμοποιώντας τις ίδιες παραδοχές μολυσματικότητας όπως και για τους ενήλικες. Υπάρχουν λόγοι να σταθούμε ενάντια στην έννοια της μολυσματικότητας στα παιδιά όμοια με αυτή των ενηλίκων, όπως το γεγονός ότι τα ασυμπτωματικά παιδιά δεν εξαπλώνουν τον ιό με βήχα και έχουν μικρότερο σε όγκο εκπνεόμενο αέρα από τους ενήλικες. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη μετάδοση, όπως η μεγαλύτερη σωματική δραστηριότητα και η στενότερη κοινωνική δέσμευση των παιδιών».
Eπομένως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί η σημασία της μετάδοσης του ιού στα σχολεία, ειδικά επειδή σ’ αυτά δεν μπορούν να τηρηθούν οι κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης, πράγμα που επεσήμαινε και ο Τσιόδρας στις 15 Απρίλη, όπως είδαμε.
Ο Ντρόστεν στη Γερμανία δέχεται ήδη αφόρητες πιέσεις από εκπροσώπους των κρατιδίων και ορισμένων καπιταλιστών, προκειμένου να εισηγηθεί την άρση των περιοριστικών μέτρων το δυνατόν γρηγορότερα, ο ίδιος όμως εξηγεί συνεχώς ότι αυτό θα προκαλούσε προβλήματα με τη μετάδοση του ιού και ότι είναι προτιμότερο να μη γίνουν αβέβαιοι πειραματισμοί σε αυτή τη φάση, μετά τη σταδιακή άρση της καραντίνας. Στη Γερμανία, τμήμα των καπιταλιστών που προτιμούν τη στρατηγική της ανοσίας αγέλης εμφανίζεται με τη σημαία της συνταγματικής ελευθερίας. Ο βασικός τους εκπρόσωπος στο πολιτικό προσωπικό είναι ο περιβόητος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής πλέον, που έφτασε στο σημείο να διακηρύξει ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι υπέρτατη αξία, ότι τίποτα δεν είναι πάνω από την αξιοπρέπεια που απορρέει από το Σύνταγμα και πως στην τελική όλοι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε!
Η Μέρκελ, που θα είχε κάθε λόγο να ανοίξει τα σχολεία για να ενισχύσει την επανεκκίνηση της γερμανικής οικονομίας, καλύπτει την απόφαση του Ντρόστεν, γιατί κατανοεί ότι θα αυξηθούν ανεξέλεγκτα τα κρούσματα του ιού και κατά προέκταση οι νοσηλευόμενοι στις ΜΕΘ και θα αναγκαστούν να πάρουν σκληρότερα περιοριστικά μέτρα μέσα στο καλοκαίρι, μέτρα που θα επιβαρύνουν πολύ περισσότερο σε αυτή τη φάση τη γερμανική οικονομία. Προτιμά να πάρει τα σκληρότερα μέτρα το φθινόπωρο, όταν κυρίως λόγω καιρού θα σχηματιστούν ξανά οι όροι για ξέσπασμα της επιδημίας.
Ο «λιλιπούτειος» Τσιόδρας, αντί να σταθεί στα δεδομένα από τη διάδοση του ιού στη Δανία και τη μελέτη του «γίγαντα» Ντρόστεν, που διαθέτει σαφώς πολύ μεγαλύτερο επιστημονικό υπόβαθρο και εκτόπισμα από τον ίδιο τον Τσιόδρα, με πιστοποιημένη πειραματική και ερευνητική πείρα στη μελέτη του SARS-CoV-1 (από τους πρωτοπόρους που ανέδειξαν την ύπαρξη του ιού το 2003) και ένα τεράστιο επιτελείο ερευνητών που πραγματοποιούν μαζικά μοριακά τεστ διάγνωσης και ελέγχουν έναν στιβαρό μηχανισμό ιχνηλάτησης, σε αντίθεση με τον ασήμαντο μηχανισμό του Τσιόδρα, έφτασε στο σημείο να υποτιμά την ίδια την μελέτη! Ελεγε συγκεκριμένα ο Τσιόδρας στις 30 Απρίλη: «Η μελέτη των Γερμανών για παράδειγμα, για να καταλάβετε για τι μιλάμε, μιλάει για 16 μαθητές Δημοτικού σχολείου. Μπορείς με 16 μαθητές Δημοτικού σχολείου να πάρεις απόφαση για 1.400.000 έλληνες μαθητές; Λέω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε».
Λίγο νωρίτερα, αναφερόμενος στη συγκεκριμένη μελέτη, χωρίς να την κατονομάζει, έλεγε: «Ούτε πρέπει να αποδεχόμαστε σαν γεγονός κάποια μελέτη η οποία ακόμα δεν έχει αξιολογηθεί από ανθρώπους, όπως λέμε εμείς reviewers, peer reviewers, είναι οι άνθρωποι οι οποίοι είναι κατά κάποιο τρόπο οι ειδικοί επιστήμονες που θα κρίνουν τη μελέτη για το αν πρέπει να δημοσιευτεί ή όχι».
Οντως, η γερμανική μελέτη δημοσιεύτηκε χωρίς να έχει προηγηθεί αξιολόγηση από κριτές σε κάποιο διεθνές περιοδικό. Ομως, είναι σχεδόν σίγουρο από τις προδιαγραφές της (μελέτη με αξιόπιστα πειραματικά δεδομένα και όχι αναξιόπιστα «εμπειρικά δεδομένα»), καθώς και από το κύρος των συγγραφέων της, ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές επέλθουν στο τελικό κείμενο από αξιολόγηση κριτών για δημοσίευση σε κάποιο περιοδικό, αυτές θα είναι επουσιώδεις. Η μελέτη αυτή μπορεί να δημοσιευτεί σε περιοδικά που ο Τσιόδρας δε θα δημοσίευε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα (π.χ. Nature). Επιπρόσθετα, όπως φαίνεται από το δείγμα των ασθενών, σε ηλικίες 1-10 είναι 49 ασθενείς. Οι μελέτες που εμφανίζει ο Τσιόδρας ούτε που μπορούν να συγκριθούν, όχι μόνο από άποψη ποιότητας αλλά και ποσότητας.
Κινέζικη μελέτη
Στις 29 Απρίλη πραγματοποιήθηκε η δημοσίευση νέας μελέτης κινέζων επιστημόνων στο Science (https://science.sciencemag.org/content/early/2020/04/28/science.abb8001), που δείχνει ότι η μετάδοση του ιού από τα παιδιά είναι περίπου στο 1/3 των ενηλίκων. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης που βασίζονται σε σενάρια προσομοίωσης πάνω στα δεδομένα επιδημιολογικής σύνδεσης και διεξαγωγής τεστ μοριακής διάγνωσης PCR σε ασθενείς στην Ουχάν, σε διάστημα 14 ημερών, επιβεβαιώνουν την ανάλυση της ομάδας του Ντρόστεν και όχι τα ψευτοεπιστημονικά συμπεράσματα του Τσιόδρα που ισχυριζόταν στις 29 Απρίλη ότι «μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη»!!!
Στη δημοσίευση των Κινέζων στο Science παρουσιάζεται το εξής συμπέρασμα: «Θεωρούμε ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση από μόνη της, όπως εφαρμόστηκε στην Κίνα κατά τη διάρκεια της επιδημίας, αρκεί για τον έλεγχο της COVID-19. Παρότι το μέτρο του προληπτικού κλεισίματος των σχολείων δεν μπορεί να διακόψει τη μετάδοση της νόσου από μόνο του, μπορεί να μειώσει τη μέγιστη συχνότητα των κρουσμάτων κατά 40%-60% και να καθυστερήσει την επιδημία».
Στο παραπάνω σχήμα, από τη δημοσίευση των Κινέζων στο Science, παρουσιάζεται στον οριζόντιο άξονα ο χρόνος (σε μέρες) και στον κατακόρυφο άξονα η συχνότητα των καθημερινών, νέων κρουσμάτων για βαθμό μεταδοτικότητας 2,5, που προέκυψε από σενάρια προσομοίωσης. Με κόκκινο είναι η καμπύλη του σεναρίου με τη μέγιστη συχνότητα επαφών ανάμεσα σε ανθρώπους, όπως αυτές καταμετρήθηκαν με ερωτηματολόγια σε Κινέζους σχετικά με τις επαφές που είχαν πριν από την καραντίνα. Με γκρι είναι η καμπύλη της συχνότητας των καθημερινών κρουσμάτων αφαιρώντας από τις συνολικές επαφές τις επαφές στα σχολεία, όπως αυτές καταγράφονταν σε μια κανονική εργάσιμη μέρα. Και με μπλε είναι η καμπύλη που αντιστοιχεί στο κλείσιμο των σχολείων την περίοδο των διακοπών. Η μέγιστη συχνότητα των κρουσμάτων μειώνεται κατά 42% και 64% αντίστοιχα.
Επισημαίνεται στο αντίστοιχο εδάφιο της δημοσίευσης για αυτά τα αποτελέσματα: «Συνολικά, οι πολιτικές κλεισίματος των σχολείων δεν επαρκούν για να αποτρέψουν το ξέσπασμα της Covid-19, αλλά μπορούν να επηρεάσουν τη δυναμική της ασθένειας και ως εκ τούτου τη χωρητικότητα των νοσοκομείων».
Η μελέτη αυτή καταρρίπτει πλήρως τα συμπεράσματα των αναλύσεων που βασίζονταν σε «εμπειρικά δεδομένα». Κι όμως, ο Τσιόδρας συνέχιζε στις 30 Απρίλη να θέτει στην ίδια μοίρα τις αναξιόπιστες μελέτες των «εμπειρικών δεδομένων» με αυτές που βασίζονταν σε πραγματικά δεδομένα, λέγοντας: «Οσον αφορά το γιατί τα παιδιά μεταδίδουν λιγότερο, δεν είναι ακόμα σαφές. Εχουμε δεδομένα και από τη μια και από την άλλη κατεύθυνση. Εχουμε δεδομένα από μελέτες της Γαλλίας, πολύ πρόσφατα δημοσιευμένες, μελέτες άλλων χωρών ότι όντως φαίνεται να συμμετέχουν λιγότερο στην διασπορά της νόσου. Εχουμε δεδομένα από μια μεγάλη γερμανική ομάδα, ότι συμμετέχουν παραπάνω από όσο πιστεύουμε. Εχουμε δεδομένα από την Κίνα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Science, ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου, ότι νοσούν λιγότερο αλλά συμμετέχουν περισσότερο στη μετάδοση. […] Κάθε μελέτη αντιπροσωπεύει τα δεδομένα μιας χώρας, συγκεκριμένα επιστημονικά δεδομένα της Κίνας, των ΗΠΑ, της Ιταλίας ή της Γερμανίας και κάθε χώρα οφείλει στον εαυτό της να έχει σιγά-σιγά και τα δικά της δεδομένα».
Το απόθεμα αξιοπιστίας του Τσιόδρα σώνεται καθημερινά στον ελληνικό λαό. Το επιχείρημα-καραμέλα ότι οι νεκροί στην Ελλάδα είναι λιγότεροι από την Αγγλία λόγω της ικανότητας του «μεγάλου σοφού» Τσιόδρα, τον οποίο εμπιστεύτηκε ο Μητσοτάκης, καταρρίπτεται μόλις αντικρίσουμε τα Βαλκάνια. Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις των βαλκανικών χωρών ακολούθησαν οριζόντια περιοριστικά μέτρα και είχαν λίγους ή λιγότερους νεκρούς από την Ελλάδα, για τον απλούστατο λόγο ότι η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο ήταν διασυνδεδεμένες με πολύ περισσότερες πτήσεις που ενίσχυσαν αμέσως τη διασπορά του ιού στις χώρες τους.
Για να μην γίνουμε, λοιπόν, σαν την Αγγλία στο μέλλον, πρέπει να τους αναγκάσουμε να να σταματήσουν τους τυχοδιωκτισμούς και τους πειραματισμούς. Να πάρουν τώρα πίσω την απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων και να αφήσουν τις ψευτοεπιστημονικές αναλύσεις.
Ο λαός μας δεν πρέπει να έχει καμία εμπιστοσύνη σε «ενσωματωμένους» επιστήμονες, πλήρως στρατευμένους στα συμφέροντα της κυβέρνησης και των καπιταλιστών.
Πρέπει να πιέζει για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου και την προάσπιση της δημόσιας υγείας για όλο το χρονικό διάστημα που θα κρατήσει η πανδημία.