Αναγνώστης της «Κ», καλός γνώστης –από μέσα–του κυκλώματος των εμφανιζόμενων ως βιολογικών προϊόντων, μας πληροφόρησε ότι από το Δεκέμβρη του 2006 διακινού-νται στην Ελλάδα τσιπούρες και λαβράκια που πλασάρονται σαν βιολογικά προϊόντα, παρά το γεγονός ότι η ισχύουσα ΚΥΑ (Κοινή Υπουργική Απόφαση) και ο κοινοτικός κανονισμός 2092/91 δεν προβλέπουν κανόνες και προϋποθέσεις για την παραγωγή βιολογικής τσιπούρας και λαβρακιού σε θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες. Επομένως, όποιος ιδιώτης καπιταλιστής ισχυρίζεται ότι παράγει βιολογικά ψάρια ψεύδεται και συνάμα παρανομεί. Παραπέρα, οποιοσδήποτε πιστοποιητικός φορέας, ιδιωτική εταιρία που έχει πάρει έγκριση λειτουργίας από τον ΟΠΕΓΕΠ (Οργανισμός Πιστοποίησης και Ελέγχου Γεωργικών Προϊόντων), φορέα που εποπτεύεται από το υπουργείο Γεωργίας, δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι μετά από ελέγχους που κάνει –για λογαριασμό μάλιστα γερμανικού πιστοποιητικού οργανισμού– διαπίστωσε ότι οι συγκεκριμένες εταιρίες παράγουν βιολογικά ψάρια.
Οι εταιρίες που ισχυρίζονται ότι παράγουν και προωθούν στην Ελλάδα βιολογική τσιπούρα και βιολογικό λαβράκι είναι η «Ιχθυοκαλλιέργειες Κεφαλληνίας», με έδρα το Ληξούρι, και η «Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες ΑΒΕΕ», με έδρα την Αθήνα. Την προώθηση των εν λόγω «βιολογικών ψαριών» στην ελληνική αγορά έχει αναλάβει η εταιρία «Βίοτος», ενώ η αλυσίδα σούπερ μάρκετ «ΑΒ Βασιλόπουλος» τα προμηθεύεται άμεσα από την εταιρία.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση πιστοποιητικός φορέας είναι η ΒΙΟΕΛΛΑΣ. Οι εκπρόσωποί της όφειλαν να γνωρίζουν, ότι με την ισχύουσα κοινοτική και εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται στις εταιρίες των κρατών-μελών που παράγουν τσιπούρες και λαβράκια σε ιχθυοτροφικές μονάδες να τα εμφανίζουν ως βιολογικά προϊόντα. Πολύ δε περισσότερο να βάζει το βουλοκέρι της νομιμότητας στις δύο ελληνικές εταιρίες, λειτουργώντας ως υπεργολάβος της γερμανικής εταιρίας Νaturland, που στη συγκεκριμένη περίπτωση παρανομεί.
Επικοινωνήσαμε με δύο στελέχη της ΒΙΟΕΛΛΑΣ και ζητήσαμε να μας πουν με ποια διάταξη της ισχύουσας ΚΥΑ και του ισχύοντος κανονισμού επιτρέπεται η παραγωγή βιολογικών ψαριών στην Ελλάδα και στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Το πρώτο στέλεχος επικαλέστηκε την παρ. 2 του άρθρου 1 του κανονισμού 2092/91. Την παραθέτουμε για να διαπιστώσετε και εσείς το ανυπόστατο του ισχυρισμού του: «Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφόσον οι λεπτομερείς κανόνες παραγωγής δεν καθορίζονται στο παράρτημα Ι για ορισμένα είδη ζώων, εφαρμόζονται για τα είδη αυτά και τα προϊόντα τους, οι κανόνες που προβλέπονται… εκτός της υδατοκαλλιέργειας και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας. Μέχρις ότου συμπεριληφθούν λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής, εφαρμόζονται οι εθνικοί κανόνες ή ελλείψει αυτών ιδιωτικά πρότυπα που γίνονται δεκτά ή αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη» (η έμφαση δική μας).
Από την προσεκτική ανάγνωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 βγαίνει αβίαστα το πρώτο συμπέρασμα: η υδατοκαλλιέργεια και τα προϊόντα της δεν εντάσσονται στους κανόνες της βιολογικής παραγωγής και έτσι δεν επιτρέπεται να κυκλοφο- ρούν προϊόντα υδατοκαλλιέργειας ως βιολογικά. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η αναφορά σε λεπτομερείς κανόνες για ορισμένα είδη ζώων στο παράρτημα Ι του κανονισμού 2092/91 δεν αφορά τα ψάρια ιχθυοτροφείων. Γι’ αυτά τα είδη ζώων, στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα ψάρια ιχθυοτροφείων, μπορούν να εφαρμοστούν εθνικοί κανόνες ή ιδιωτικά πρότυπα, εφόσον γίνουν δεκτά από τα κράτη-μέλη. Καμία λοιπόν σχέση δεν έχει το πρότυπο της γερμανικής εταιρίας Νaturland με τη βιολογική γεωργία και κατά συνέπεια δεν είχε και δεν έχει κανένα δικαίωμα η ΒΙΟΕΛΛΑΣ να ελέγχει τις δύο εταιρίες ιχθυοκαλλιέργειας με βάση αυτό το πρότυπο και πολύ περισσότερο να πιστοποιεί ότι παράγουν βιολογικά ψάρια.
Εχουμε, λοιπόν, καραμπινάτη παρανομία από την πλευρά της ΒΙΟΕΛΛΑΣ. Από το Δεκέμβρη του 2006, που κυκλοφόρησαν τα βιολογικά ψάρια στην ελληνική αγορά, ο ΟΠΕΓΕΠ έπρεπε να βάλει άμεσα λουκέτο τόσο στις εταιρίες-παραγωγούς όσο και στον πιστοποιητικό φορέα. Ομως, τίποτ’ απ’ αυτά δεν έγινε. Μάλιστα, δεν έγινε ο παραμικρός έλεγχος, μέχρι πριν λίγες ημέρες που καταγγείλαμε αυτό το γεγονός στο διευθύνοντα σύμβουλο του ΟΠΕΓΕΠ, ο οποίος μας δήλωσε πλήρη άγνοια για τα βιολογικά ψάρια και μας ζήτησε να του στείλουμε τα στοιχεία που έχουμε, προκειμένου να κάνει έρευνα! Την ίδια ημέρα του δώσαμε προσωπικά όλα τα έγγραφα που είχαμε συγκεντρώσει. Σε νεότερη επικοινωνία μας, μας γνωστοποίησε ότι έστειλε στελέχη του Οργανισμού στην Κεφαλλονιά για να ελεγχθεί η εκεί εδρεύουσα εταιρία και πως και ο ίδιος βρίσκεται στην Κεφαλλονιά. Θεωρούμε αυτές τις κινήσεις δημαγωγικές που έγιναν προκειμένου ο εκπρόσωπος του Οργανισμού να καλύψει το γεγονός ότι οι έλεγχοι που γίνονται τόσο από τον ΟΠΕΓΕΠ όσο και από τη Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας του υπουργείου Γεωργίας ήταν και εξακολουθούν να είναι υποτυπώδεις και για τα μάτια. Οσες φορές μπήκαν κάποια σοβαρά πρόστιμα αυτά δεν επικυρώθηκαν από τον εκάστοτε υπουργό Γεωργίας και έτσι παρέμεινε αναμμένο το πράσινο φως για τα διάφορα λαμόγια της βιολογικής γεωργίας, για να συνεχίσουν να παράγουν συμβατικά προϊόντα και να τα πλασάρουν στα «κορόϊδα» σαν βιολογικά. Εάν δεν κάναμε την καταγγελία, δεν υπήρχε περίπτωση ο διευθύνων σύμβουλος να στείλει ελεγκτές στην Κεφαλλονιά.
Το πρώτο στέλεχος της ΒΙΟΕΛΛΑΣ δε μπορούσε να μας απαντήσει στο καίριο ερώτημα και μας έκλεισε το τηλέφωνο για να απαλλαγεί από τους ενοχλητικούς που γνωρίζουν πολλά για τη βιολογική γεωργία και για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Επειδή δεν είμασταν διατεθειμένοι να δεχτούμε την απρέπεια της κυρίας-εκπροσώπου της ΒΙΟΕΛΛΑΣ, απαιτήσαμε να μιλήσουμε με τον ιδιοκτήτη της εταιρίας. Αντ’ αυτού, βγήκε στο τηλέφωνο ο γενικός διευθυντής Κ. Διαμαντόπουλος. Και αυτός δε μπόρεσε να μας απαντήσει, γιατί απλούστατα δεν προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία οι κινήσεις που έκανε η εταιρία του. Για να μας «εξευμενίσει» μετά την απρέπεια της υφισταμένης του που μας έκλεισε το τηλέφωνο και για να καλύψει την αδυναμία του να μας απαντήσει, μας έπλεξε το εγκώμιο για τις γνώσεις μας για την βιολογική γεωργία και για τα διαδραματιζόμενα στην Ελλάδα και μας ενημέρωσε ότι τον Οκτώβρη του 2007 είχε στείλει προσωπικά ο ίδιος ενημερωτικό σημείωμα στη Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας του υπουργείου σχετικά με το πρότυπο της γερμανικής εταιρίας, θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να πει, ότι η εταιρία του έκανε όλες τις ενέργειες που όφειλε να κάνει.
Και σ’ αυτό, όμως, διέπραξε γκάφα ο Κ. Διαμαντόπουλος, γιατί η ενημέρωση της Διεύθυνσης Βιολογικής Γεωργίας δεν προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Η εταιρία του όφειλε να απευθυνθεί πρώτα στον ΟΠΕΓΕΠ (στον οποίο απευθύνθηκε προκειμένου να πάρει την πιστοποίηση) και μετά να κάνει οποιαδήποτε ενέργεια για πιστοποίηση των δύο εταιριών ιχυθοκαλλιέργειας. Την ίδια μέρα μας έστειλε και το ενημερωτικό σημείωμα, που φέρνει ημερομηνία 30-10-2007, δηλαδή 10 μήνες μετά την κυκλοφορία στην Ελλάδα των «βιολογικών ψαριών».
Την επομένη επισκεφτήκαμε στελέχη της Διεύθυνσης Βιολογικής Γεωργίας στα γραφεία τους, τους δείξαμε το ενημερωτικό σημείωμα και ζητήσαμε να μας πουν, γιατί δεν ενημέρωσαν τον Πρόεδρο και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΟΠΕΓΕΠ (που πιστοποίησε τη ΒΙΟΕΛΛΑΣ) και γιατί δεν εισηγήθηκαν, αν όχι το κλείσιμο της ΒΙΟΕΛΛΑΣ, τουλάχιστον τον εξαναγκασμό των δύο εταιριών να σταματήσουν να πλασάρουν τα ψάρια ως βιολογικά. Οι απαντήσεις ήταν «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Ειδικά η προϊσταμένη, φοβερά εκνευρισμένη από την αδυναμία της να μας απαντήσει, έλεγε μονότονα ότι έκανε τις πρέπουσες ενέργειες και ότι πρέπει να φύγει γιατί έχει σύσκεψη!
Το γεγονός ότι η Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας δεν έστειλε το έγγραφο στον ΟΠΕΓΕΠ δεν απαλλάσσει τον Οργανισμό από τις μεγάλες του ευθύνες. Η αγορά της λεγόμενης βιολογικής γεωργίας βούιζε από την είδηση ότι η ΒΙΟΕΛΛΑΣ πιστοποιεί εταιρίες που παράγουν βιολογικά ψάρια. Ακόμη, αρκετές εφημερίδες αναφέρθηκαν εκτεταμένα στην είδηση αυτή από τα μέσα του 2007. Τέλος, η ίδια η ΒΙΟΕΛΛΑΣ διαφημίζει τόσο τα βιολογικά ψάρια όσο και την πιστοποίηση που κάνει για λογαριασμό της γερμανικής εταιρίας. Πού ζει, λοιπόν, ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΠΕΓΕΠ; Σε γυάλα ζει και δε μπόρεσε να πληροφορηθεί αυτή την καραμπινάτη παρανομία της ΒΙΟΕΛΛΑΣ, χάρη στην οποία οι καταναλωτές πληρώνουν πανάκριβα τα βιολογικά ψάρια-μαϊμού; Ας αφήσει, λοιπόν, κατά μέρος τα παραμύθια του. Εχουμε ένα σκάνδαλο ανάλογο μ’ αυτό με τα βιολογικά σαλάμια, που είναι φορτωμένα με νιτρώδη, τα οποία μέχρι το τέλος του 2007 ήταν απαγορευμένα. Τότε ο ΟΠΕΓΕΠ επέτρεψε έμμεσα την κυκλοφορία τους στην ελληνική αγορά, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει κενό στην νομοθεσία, διότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον κανονισμό, μολονότι η επιτροπή που είχε συγκροτήσει είχε αποφανθεί ότι είναι παράνομη η κυκλοφορία στην αγορά σαλαμιών με νιτρώδη με τον χαρακτηρισμό βιολογικά σαλάμια. Τότε άφησε τα πράγματα να «τσουλήσουν», μέχρι να περάσει ο καιρός και να επιτραπεί η χρήση νιτρωδών στα σαλάμια. Το ίδιο κάνει και τώρα, δεδομένου ότι με το νέο κανονισμό, που θ’ αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Γενάρη του 2009, επιτρέπεται η χρήση ιδιωτικών προτύπων που έχουν αναγνωριστεί από τα κράτη-μέλη. Ο διευθύνων σύμβουλος του ΟΠΕΓΕΠ προφασίζεται άγνοια, προκειμένου να περάσει το 2008 και να μπούμε στο 2009.
Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ξεκίνησε η βιολογική παραγωγή αγροτικών και μεταποιημένων προϊόντων, επιτράπηκαν πολλές παρεκκλίσεις από τη βασική φιλοσοφία της βιολογικής παραγωγής (μη χρήση της χημικής βιομηχανίας), προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να καταργηθούν αυτές οι παρεκκλίσεις. Από τότε όμως, αυτές οι παρεκκλίσεις διευρύνθηκαν και με το νέο κανονισμό 834/2007 γίνονται καθεστώς. Προσθέστε σ’ αυτή την εξέλιξη τη χρόνια κατάσταση με τους υποτυπώδεις ελέγχους και θα έχετε μια πλήρη εικόνα του ότι η βιολογική παραγωγή ελάχιστα διαφέρει από τη συμβατική παραγωγή.