Το έγγραφο που αποκαλύπτουμε έχει υπογραφεί από τον υφυπουργό Κοντοζαμάνη στις 20 Μάρτη, όμως απεστάλη στα νοσοκομεία στις 22 Απρίλη. Να μη δοκιμάσει κανείς τους να μας διαψεύσει, γιατί έχουμε όλες τις αποδείξεις στα χέρια μας.
Στις 22 Απρίλη, λοιπόν, η κυβέρνηση διατάζει τις διοικήσεις των νοσοκομείων να πάρουν αναισθησιολόγους, γιατρούς κάθε ειδικότητας που έχουν εξειδίκευση στην εντατικολογία ή έχουν προϋπηρεσία σε ΜΕΘ και νοσηλευτές κάθε βαθμίδας που έχουν προϋπηρεσία σε ΜΕΘ και να τους μετακινήσουν στη ΜΕΘ του ίδιου ή άλλου νοσοκομείου της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας!
Οπως αναφέρει ο Κοντοζαμάνης, οι αναισθησιολόγοι, οι εντατικολόγοι και οι νοσηλευτές που έχουν προϋπηρεσία σε ΜΕΘ περισσεύουν λόγω της διακοπής εκτέλεσης προγραμματισμένων ψυχρών χειρουργείων.
Αν αυτό γινόταν στις αρχές της καραντίνας, θα έλεγε κανείς «κομμάτια να γίνει, δεν έχουν κάνει έγκαιρα τις προσλήψεις, τουλάχιστον να καλύψουν όπως-όπως τις ΜΕΘ με το υπάρχον προσωπικό, μέχρι να προσληφθεί καινούργιο». Ομως γίνεται πάνω στην προετοιμασία της εξόδου από την καραντίνα. Οταν υποτίθεται ότι θα έπρεπε να υπάρχουν πολύ περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν κρεβάτια ΜΕΘ (3.500 κρεβάτια ΜΕΘ θα έπρεπε να υπάρχουν στην Ελλάδα κανονικά!), πλήρως εξοπλισμένα και πλήρως στελεχωμένα με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Τρία ζητήματα εγείρει αυτό το έγγραφο του Κοντοζαμάνη:
- Φοβούνται αναζωπύρωση της πανδημίας CoviD-19, μετά την άρση της καραντίνας, και θέλουν να έχουν σε ετοιμότητα όλα τα διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ.
- Δεν έχουν σκοπό να στελεχώσουν τις ΜΕΘ με προσλήψεις μόνιμου εξειδικευμένου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, αλλά να καλύψουν τις ανάγκες της πανδημίας (τις οποίες προφανώς θεωρούν πρόσκαιρες!) «εκ των ενόντων», με μετακίνηση γιατρών και νοσηλευτών από άλλα τμήματα των νοσοκομείων, οι οποίοι θα επανέλθουν στις παλιές τους θέσεις μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου κύκλου της πανδημίας, οπότε τα «παραπανίσια» κρεβάτια ΜΕΘ, που φτιάχτηκαν άρον-άρον αυτή την περίοδο, θα παραδοθούν στη σκόνη και τη φθορά.
- Τα προγραμματισμένα χειρουργεία θα εξακολουθήσουν να μην πραγματοποιούνται, γεγονός που θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία ανθρώπων που πάσχουν από άλλες ασθένειες.
Το έγγραφο Κοντοζαμάνη αποκαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο της κυβερνητικής πολιτικής. Επιβεβαιώνει πόσο ψεύτης είναι ο Μητσοτάκης, που έλεγε ότι αναθεώρησε τις απόψεις του και πως θα φτιάξει ένα ΕΣΥ που θα το ζηλεύει η υφήλιος. Αποκαλύπτει τα ψέματα των κυβερνητικών στελεχών, που κατακλύζουν καθημερινά τα αστικά ΜΜΕ με αριθμούς για τις «χιλιάδες» προσλήψεις που δήθεν έχουν κάνει.
Δικαιώνει την ΟΕΝΓΕ, η οποία στην επιστολή της στον Μητσοτάκη στις 16 Απρίλη σημείωνε μεταξύ των άλλων, ότι οι ΜΕΘ δεν έχουν στελεχωθεί με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, αλλά με μετακινήσεις από άλλες μονάδες, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν τμήματα και κλινικές ζωτικής σημασίας. Η ΟΕΝΓΕ τόνιζε την «άμεση ανάγκη να ανοίξουν σχεδιασμένα τμήματα, κλινικές, εργαστήρια και χειρουργεία των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί, ξεκινώντας από τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ που δεν είναι κέντρα αναφοράς για COVID-19. Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν με ασφάλεια είναι να επιστρέψει όλο το προσωπικό που έχει μετακινηθεί και να προσληφθεί όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό για τη λειτουργία των νοσοκομείων και των Κ.Υ.».
Ο Μητσοτάκης δεν έκανε τηλεδιάσκεψη με την ΟΕΝΓΕ, παρά το αίτημά της. Η απάντηση δόθηκε με το έγγραφο Κοντοζαμάνη, που στάλθηκε στα νοσοκομεία έξι μέρες μετά την επιστολή της ΟΕΝΓΕ. Οχι μόνο δεν επέστρεψε στις θέσεις του το προσωπικό που είχε μετακινηθεί, αλλά η κυβέρνηση διατάζει να γίνουν και άλλες μετακινήσεις. Να μη μείνει αναισθησιολόγος στα τμήματα και στις κλινικές, να μην μπορεί να γίνει ούτε ένα χειρουργείο. Να μη μείνει στη θέση του ούτε ένας/μία γιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας ή νοσηλευτής/τρια που έχει εξειδίκευση στην εντατικολογία ή έχει προϋπηρεσία σε ΜΕΘ. Ετσι, τα ήδη υποστελεχωμένα νοσοκομεία, δε θα μπορούν να λειτουργήσουν ούτε στοιχειωδώς.
Η κυβέρνηση εγκληματεί κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της υγείας του ελληνικού λαού. Κανένα μάθημα δεν πήρε. Μοναδικό της μέλημα είναι να στηρίξει τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας ενόψει της βαθιάς καπιταλιστικής ύφεσης.