Τον Ιούνη του 2001 η «Κ» έκανε μια συγκλονιστική αποκάλυψη: κρέατα που έπρεπε να έχουν αποτεφρωθεί, διατέθηκαν στην κατανάλωση. Ηταν τότε που ανιχνεύτηκε στην Ελλάδα το πρώτο κρούσμα αγελάδας μολυσμένης από τη νόσο των «τρελών αγελάδων». Σύμφωνα με το νόμο, έπρεπε να θανατωθεί και να αποτεφρωθεί όλο το κοπάδι, καθώς και τα σφάγια που είχαν περάσει από το σφαγείο την ίδια μέρα με το μολυσμένο ζώο. Η έρευνά μας αποκάλυψε ότι όντως τα ζώα σφάχτηκαν, αλλά δεν αποτεφρώθηκαν. Σε μια «αδέσποτη» χωματερή της περιοχής βρήκαμε πεταμένα τα κεφάλια και τα κόκαλά τους. Τα μαγνητοσκοπήσαμε και το σχετικό βίντεο παίχτηκε από όλα τα κανάλια της περιοχής των Σερρών. Ο σάλος που ξέσπασε κράτησε στην περιοχή για μερικές βδομάδες. Στα πανελλαδικής εμβέλειας ΜΜΕ δεν βγήκε καθόλου. Το υπουργείο Γεωργίας σιώπησε επιδεικτικά. Μόνο η τοπική εισαγγελία αναγκάστηκε να ασκήσει δίωξη και να καλέσει τον συντάκτη της «Κ» να καταθέσει, όπως και έγινε. Η υπόθεση δεν έχει φτάσει ακόμα στο ακροατήριο. Οταν φτάσει, ακόμα και αν καταδικαστούν οι υπεύθυνοι, δεν πρόκειται και πάλι να δοθεί καμιά έκταση. Το πολύ να ασχοληθούν η «Κ» και τα τοπικά ΜΜΕ.
Αναφέρουμε αυτή την ιστορία επειδή είναι διδακτική για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται πτυχές του διατροφικού σκανδάλου, ειδικά όταν αφορούν ντόπια προϊόντα. Ο αναπτυξιακός μύθος καλά κρατεί και χρησιμεύει ως ιδεολογικό άλλοθι για το κουκούλωμα πολλών σκανδάλων. Οταν για παράδειγμα πριν λίγο καιρό έγινε λόγος για την τρομώδη νόσο στα ελληνικά πρόβατα, ξεσηκώθηκαν πολλοί, ανάμεσά τους και αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί, για να υπερασπίσουν την «εθνική παραγωγή», ακόμα και σε βάρος της δημόσιας υγείας. Για τον ίδιο λόγο δεν αποκαλύφτηκε ότι τα γιαούρτια της ΦΑΓΕ έβγαιναν με μούχλα ή ότι το μέλι παρουσίαζε υψηλές συγκεντρώσεις στο καρκινογόνο παρα-διχλωροβενζόλιο.
Βέβαια, όλοι γνωρίζουν ότι οι μέθοδοι παραγωγής στην Ελλάδα δεν διαφέρουν πια απ’ αυτές που ακολουθούνται στις άλλες χώρες. Με κρεατάλευρα τάιζαν και ταΐζουν τα ζώα και στην Ελλάδα. Με κηροσκωρίνη καθαρίζουν τις κηρήθρες και στην Ελλάδα. Με αντιβιοτικά «μπουκώνουν» τα μελίσσια και στην Ελλάδα. Με σκονόγαλα και αντιβιοτικά για συντήρηση φτιάχνουν τα γιαούρτια και στην Ελλάδα. Προϊόντα της συμβατικής γεωργίας και κτηνοτροφίας εμφανίζονται ως βιολογικά και στην Ελλάδα. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο. Τα σύνορα είναι ανοιχτά και οι έλεγχοι ανύπαρκτοι. Τεράστιες ποσότητες εισαγόμενων προϊόντων εισάγονται κάθε χρόνο και βαφτίζονται ελληνικά για να πωληθούν σε ψηλότερες τιμές.
Οταν, λοιπόν, μιλάμε για διατροφικό σκάνδαλο, ας πάψουμε να διαχωρίζουμε την Ελλάδα από άλλες χώρες. Είτε θετικά είτε αρνητικά. Γιατί υπάρχουν και εκείνοι οι ευρωλάγνοι που υποστηρίζουν ότι δήθεν στις ευρωπαϊκές χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού ισχύουν αυστηροί κανόνες και γίνονται συστηματικοί έλεγχοι. Η ίδια η εμπειρία έχει αποδείξει πως αυτά είναι παραμύθια της Χαλιμάς. Οι «τρελές αγελάδες» ξεκίνησαν από την Αγγλία και πέρασαν γρήγορα τη Μάγχη σαρώνοντας την ηπειρωτική Ευρώπη της μεγάλης κτηνοτροφίας. Τα διοξινούχα κοτόπουλα βρέθηκαν στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Ο μολυσμένος με διοξίνες καολίνης, που μόλυνε τεράστιες ποσότητες επεξεργασμένης πατάτας και παραγώγων της, βγήκε από γερμανικό εργοτάξιο. Η Ολλανδία είναι το μεγαλύτερο «πλυντήριο» αγροτικών προϊόντων που εισάγονται από χώρες εκτός ΕΕ.
Εχουμε γράψει πολλές φορές, παραθέτοντας επίσημα νομικά και άλλα κείμενα της ΕΕ, ότι το σύστημα ελέγχου στην ΕΕ στηρίζεται στον λεγόμενο αυτοέλεγχο των επιχειρήσεων. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις πρέπει να συμβουλεύονται εργαστήρια και να διαμορφώνουν έτσι την παραγωγή τους ώστε να μη παράγουν προϊόντα βλαβερά και επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Βάζουν δηλαδή το λύκο να φυλάει τα πρόβατα! Γιατί; Γιατί οι επιχειρήσεις δεν έχουν κανένα λόγο να ενδιαφερθούν για τη δημόσια υγεία. Οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος και μάλιστα για το μέγιστο κέρδος. Ετσι και δεν βγάλουν το μέγιστο κέρδος, οι ιδιοκτήτες τους θα τους βάλουν λουκέτο και θα αναζητήσουν επικερδέστερο χώρο τοποθέτησης για τα κεφάλαιά τους.
Σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το κέρδος και μόνο το κέρδος. Το παραγόμενο προϊόν είναι μόνο ένα μέσο για την αποκόμιση κέρδους. Επειδή, λοιπόν, μια εταιρία δεν είναι μόνη της στην αγορά αλλά αντιμετωπίζει σκληρό ανταγωνισμό, προσπαθεί να παράγει με όσο γίνεται χαμηλότερο κόστος. Θα μετατρέψει τα χορτοφάγα βοοειδή σε σαρκοφάγα, ταΐζοντάς τα με κρεατάλευρα, επειδή οι ζωικές πρωτεΐνες παχαίνουν το ζώο πιο γρήγορα και πιο πολύ. Για τον ίδιο λόγο θα χρησιμοποιήσει «καμμένα» ορυκτέλαια στις ζωοτροφές των πουλερικών. Θα χρησιμοποιήσει σκονόγαλα για την παρασκευή γιαουρτιών, γιατί αυτό είναι φτηνότερο από το φρέσκο γάλα και γιατί στην Ελλάδα για παράδειγμα δεν φτάνει το γάλα για το μέγεθος της παραγωγής γιαουρτιού. Θα προσθέσει αντιβιοτικά στα γιαούρτια, γιατί μόνο έτσι μπορούν να συντηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ράφια των μαγαζιών και να καλύψουν το χρόνο που απαιτείται για μια εξαγωγή. Θα πουλάει ως φρέσκο γάλα το μακράς διάρκειας, μεταθέτοντας την ημερομηνία λήξης, γιατί χρειάζεται περισσότερες μέρες για να φτάσει αυτό το γάλα ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα σημεία διάθεσής του στο καταναλωτικό κοινό.
Ο κατακλυσμός των τροφίμων με βλαπτικούς παράγοντες δεν γίνεται τυχαία. Πάντα υπάρχει μια δικαιολογία για κάθε πράξη. Δεν θέλουν σώνει και καλά να δηλητηριάσουν τον κόσμο οι καπιταλιστές. Στο κάτω-κάτω, παίρνουν και κάποια ρίσκα κάθε φορά, που μπορεί να τους κοστίσουν τη φήμη τους. Ομως ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός είναι σύμφυτος με το υψηλό ρίσκο. Εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Ο αμερικάνος φάρμερ μπολιάζει τα βοοειδή με ορμόνες για να παχύνουν γρήγορα, ο ευρωπαίος φάρμερ τα ταΐζει με κρεατάλευρα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: γρήγορη πάχυνση για το ζώο, άρα μεγαλύτερο κέρδος για τον παραγωγό, αρρώστιες στα ζώα και βλάβες στον άνθρωπο που καταναλώνει τα προϊόντα τους. Σ’ αυτή την κούρσα του θανάτου ξεκινούν πρώτες οι μεγάλες επιχειρήσεις και ακολουθούν ασθμαίνοντας οι μικροί παραγωγοί, γιατί μόνο έτσι μπορούν ν’ αντέξουν τον ανταγωνισμό και να κρατηθούν στην παραγωγή. Ξέρετε μήπως κανένα παραγωγό που θα ενδιαφερθεί πρώτα για τη δημόσια υγεία και μετά για τη δική του επιβίωση;
Αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή. Η πορεία των πραγμάτων είναι προδιαγεγραμμένη. Το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα είναι η ιστορία με τα λεγόμενα μεταλλαγμένα (γενετικώς τροποιημένοι οργανισμοί). Χρησιμοποιούν τις κατακτήσεις της βιοτεχνολογίας, μιας από τις σημαντικότερες και πιο ελπιδοφόρες επιστήμες, για να μετατρέψουν τη Γη σ’ ένα απέραντο εργαστήριο, χωρίς καμιά γνώση για τις εφιαλτικές επιπτώσεις που μπορεί αυτή η κίνηση να έχει στον πλανήτη. Αδιαφορούν. Αδιαφορούν ακόμα και για το δικό τους μέλλον και το μέλλον των παιδιών τους. Αδιαφορούν, γιατί δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτ’ άλλο εκτός από το μέγιστο κέρδος.
Και τα κράτη; Αυτά που θέτουν ως στόχο τους την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας; Δεν έχει υπάρξει άλλη περίοδος στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών που τα κράτη να ήταν τόσο πολύ ταυτισμένα με ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού τους και με τα συμφέροντα αυτής της μειοψηφίας. Κάποιες ισορροπίες που τηρούνταν στο παρελθόν ανήκουν πλέον στα μουσεία. Αναφερθήκαμε παραπάνω στο παραμύθι του αυτοελέγχου των επιχειρήσεων, στον οποίο η ΕΕ έχει εναποθέσει την προστασία της δημόσιας υγείας.
Τα κράτη, όμως, έχουν και ένα άλλο καθήκον. Να κουκουλώνουν το διατροφικό σκάνδαλο, κάθε φορά που αυτό οξύνεται και κάποιες πτυχές του βλέπουν το φως της δημοσιότητας (για διάφορους λόγους). Οι παλαιότεροι αναγνώστες της «Κ» θα θυμούνται τα ρεπορτάζ μας για τη συμπεριφορά των αρμόδιων κοινοτικών οργάνων, όταν ξέσπασε η δεύτερη φάση του σκανδάλου των «τρελών αγελάδων». Η μια οδηγία διαδεχόταν την άλλη, ο περιορισμός στη χρήση κρεατάλευρων γινόταν με το σταγονόμετρο και η αγωνία ήταν μία και μοναδική: πώς θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στο κρέας των βοοειδών και θα επανέλθει η κατανάλωση στα προηγούμενα επίπεδα, γιατί ο κόσμος είχε φοβηθεί και η κατανάλωση είχε πέσει κατακόρυφα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο συμπεριφέρεται τις τελευταίες μέρες ο «δικός μας» υφυπουργός Ανάπτυξης Ι. Παπαθανασίου. Λίγο ακόμα και θα τον βλέπαμε να τρώει κουταλιές το μέλι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, για να μας πείσει ότι δεν έτρεξε και δεν τρέχει τίποτα.
Πρέπει, όμως, δίπλα στους εκπροσώπους των κυβερνήσεων να βάλουμε και τους εκπροσώπους της εξωνημένης επιστήμης. Γιατί είναι αυτοί που στηρίζουν το όργιο της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας σε βάρος του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Ενεργούν ως κοινοί εγκληματίες, αμειβόμενοι αδρά για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στο κεφάλαιο. Κάνουν κουμπαριές (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με μεγαλοκαπιταλιστές και γνωματεύουν για λογαριασμό τους. Πολλά τέτοια καθάρματα κοσμούν πανεπιστημιακές έδρες. Κι άλλοι, παρακατιανοί, στελεχώνουν ελεγκτικούς μηχανισμούς και κάνουν τα χατήρια των καπιταλιστών έναντι πάγιας ή έκτακτης αντιμισθίας. Λίγες οι εξαιρέσεις, φαντάζουν ακόμα πιο φωτεινές μέσα στο σκοτεινό τοπίο της εξαγοράς, της συμπόρευσης, του εγκλήματος κατά του λαού. Πολλοί κουράζονται και αποτραβιούνται. Ελάχιστοι συνεχίζουν να δίνουν τον άνισο αγώνα, αντιμετωπίζοντας πιέσεις και απειλές. Η «Κ» απέτιε και θα συνεχίσει να αποτίει φόρο τιμής σ’ αυτούς τους λίγους που τιμούν την επιστημονική τους ιδιότητα και σέβονται το ψωμί που τρώνε.
Ομως, αυτοί οι λίγοι, ακόμα κι αν γίνουν περισσότεροι, δεν αρκούν για να αλλάξουν την κατάσταση. Γιατί το σύστημα δεν αφήνει κανένα περιθώριο αλλαγής. Αν επεδίωκε την αλλαγή, αν έβαζε στην προμετωπίδα του ως βασικό στόχο την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, θα ήταν σαν να αυτοκτονούσε ως σύστημα.