Η ορκωμοσία του επανεκλεγέντος προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους τζούνιορ, στα τέλη της προηγούμενης βδομάδας έδωσε ξανά αφορμή στους ανά τη Γη αναλυτές για πικρόχολα σχόλια και τρομολαγνικές αναλύσεις. Ο στόχος της «διεύρυνσης της ελευθερίας στις σκοτεινές γωνιές του κόσμου» δε μπορούσε παρά να δημιουργήσει αλγεινές εντυπώσεις στους ανταγωνιστές και επικριτές της αμερικάνικης αυτοκρατορίας. Και όχι άδικα.
Αρκεί να αντικαταστήσετε τις λέξεις «σκοτεινές γωνιές του κόσμου» με το «μπολσεβικισμό» και τους Εβραίους, για να πάρετε την ομιλία Μπους σε συσκευασία Χίτλερ. Αυτή, όμως, η προσέγγιση μπορεί να βολεύει τους ανταγωνιστές του Μπους στην παγκόσμια σκακιέρα, όμως δε λέει τίποτα για τους λαούς. Ακόμα χειρότερα, τους εξαπατά κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι ο εφιάλτης που «προέβλεπε» ο Τσόμσκι γίνεται πραγματικότητα. Η δεύτερη θητεία Μπους θα φέρει τα πάνω-κάτω. Γι’ αυτό και οι αμερικάνικες εκλογές ήταν τελικά κρίσιμες, αφού θα μπορούσαν να αλλάξουν τον τροχό της ιστορίας, αν έθεταν φραγμό στις «φιλοπόλεμες» δυνάμεις, ακόμα και με την υπερψήφιση του Κέρι, μιας πιο λάιτ εκδοχής του τεξανού «καουμπόι».
Πού οδηγεί αυτό το σκεπτικό; Που αλλού παρά στον εγκλωβισμό, σε τελική ανάλυση, ανάμεσα στις μυλόπετρες της αστικής εξουσίας. Ας ξαναγυρίσουμε όμως την πραγματικότητα με το κεφάλι επάνω:
«Οι κεφαλαιοκράτες μοιράζουν τον κόσμο όχι από κάποια ιδιαίτερη κακία τους, μα γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης που έφτασαν τους αναγκάζει να πάρουν αυτόν το δρόμο για να βγάζουν κέρδος. Συγκεκριμένα τον μοιράζουν “ανάλογα με τα κεφάλαιά τους”, “ανάλογα με τη δύναμή τους” – άλλος τρόπος μοιράσματος δεν μπορεί να υπάρχει μέσα στο σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού» (Β.Ι. Λένιν, «Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού»).
Το παραπάνω απόσπασμα από τη σημαντικότερη περιεκτική μελέτη του διεθνούς καπιταλισμού, που γράφτηκε πριν από 90 περίπου χρόνια, δεν το παραθέτουμε για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί μπαίνει στην καρδιά του ζητήματος. Γιατί κι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια έμφυτη κακία ενός ηλίθιου, αλλά ακριβώς μ’ αυτό το μοίρασμα. Και κάτι ακόμα. Το τάισμα της σημαντικότερης κινητήριας δύναμης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Της πολεμικής του μηχανής. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας είναι μονόδρομος προκειμένου η αμερικάνικη οικονομία να υπερτερεί των ανταγωνιστών της.
Δεν είναι στόχος του παρόντος σημειώματος μια εκτενής ανάλυση του παράγοντα που ακούει στο όνομα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας. Τα στοιχεία που απαιτούνται είναι πάρα πολλά και θα απαιτούνταν ολόκληρο βιβλίο για μια αναλυτική εξέτασή τους. Είναι όμως ηλίου φαεινότερον, ότι η πολεμική βιομηχανία στις ΗΠΑ γνωρίζει τις δόξες της αυτή την εποχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικάνικου υπουργείου Πολέμου, τα συμβόλαια που έκλεισαν οι 10 μεγαλύτεροι εργολάβοι του Πενταγώνου μέσα στο 2003 αυξήθηκαν κατά 30% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, αγγίζοντας το αστρονομικό ποσό των 83 δισ. δολαρίων. Μεταξύ αυτών, εταιρίες κολοσσοί όπως η Lockheed Martin (η μεγαλύτερη πολεμική βιομηχανία παγκόσμια κι αυτή με τις μεγαλύτερες εξαγωγές), που απολαμβάνουν προκλητικά οφέλη και προνόμια απ’ το αμερικάνικο κράτος. Σύμφωνα με το αμερικάνικο Κέντρο Πληροφοριών για το Εμπόριο Οπλων, μόνο η Lockheed Martin παίρνει 105 δολάρια από κάθε Αμερικανό φορολογούμενο το χρόνο και 230 από κάθε νοικοκυριό μέσω των αγορών του Πενταγώνου, ενώ η φορολογική ασυλία της είναι προκλητική. Ενώ ο μέσος φόρος για τους πολίτες το 2002 κυμαινόταν μεταξύ 21% και 33%, η εν λόγω εταιρία φορολογήθηκε μόλις με 7.7%. Ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία ως προς τα συμβόλαια που έκλεισε με το Πεντάγωνο, η γνωστή Boeing, κατόρθωσε να αποφύγει την κατάρρευση απ’ την δραματική πτώση των πωλήσεων μετά την 11η Σεπτέμβρη (που είχε σαν αποτέλεσμα μαζικές απολύσεις δεκάδων χιλιάδων εργατών), με την εξίσου εκρηκτική άνοδο των παραγγελιών όπλων. Με αποτέλεσμα τα κέρδη απ’ τα όπλα να ξεπεράσουν κατά 5 δισ.. δολάρια το χρόνο τα αντίστοιχα κέρδη απ’ τις πωλήσεις αεροπλάνων και λοιπού μη πολεμικού εξοπλισμού.
Ομως η άνθιση της πολεμικής βιομηχανίας συνεπάγεται και αντίστοιχη τόνωση βιομηχανικών κλάδων εκτός της κλασικής βιομηχανίας όπλων. Για παράδειγμα, η αύξηση του αριθμού των Απάτσι που κατασκευάζει η Boeing θα επιφέρει και την αύξηση των παραγγελιών της εν λόγω εταιρίας σε μέταλλα, αυτοματισμούς, ηλεκτρονικό εξοπλισμό κτλ από άλλες καπιταλιστικές βιομηχανίες που δεν ανήκουν στις πολεμικές. Γι’ αυτό και η συνεισφορά 0.4 μονάδων στις 4 μονάδες που αυξήθηκε το αμερικάνικο ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2004 απ’ τις πολεμικές δαπάνες, που αναφέρεται στα στοιχεία του αμερικάνικου υπουργείου Εμπορίου, είναι εν πολλοίς πλασματική. Το πόσο είναι πραγματικά το ποσοστό της αύξησης του ΑΕΠ που οφείλεται στην άνθιση της πολεμικής βιομηχανίας δεν πρόκειται να το μάθουμε ποτέ.
Σε μια εποχή που η ατομική κατανάλωση βασίζεται στο χρέος των νοικοκυριών και με τους όρους ζωής της αμερικάνικης εργατικής τάξης να χειροτερεύουν όλο και περισσότερο (ο βασικός μισθός βρίσκεται στα κατώτερα επίπεδα των τελευταίων 46 χρόνων κι έχει να αυξηθεί απ’ το 1997) η πολεμική βιομηχανία φαντάζει σαν η μοναδική κινητήρια δύναμη που μπορεί να σώσει την αμερικάνικη οικονομία. Μ’ αυτό τον τρόπο κατορθώνει να κερδίσει πόντους απ’ τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να είναι η τρίτη με το μεγαλύτερο δείκτη ανάπτυξης μετά την Κίνα και τη Ρωσία (ας μην ξεχνάμε, ότι οι τρελοί ρυθμοί ανάπτυξης της πρώτης οφείλονται κατά πολύ σε αμερικάνικες επενδύσεις).
Πόσο μακρόπνοη μπορεί να είναι αυτή η «αναπτυξιακή» πορεία; Για πόσο καιρό θα μπορέσει ο αμερικάνικος καπιταλισμός να αποφύγει ένα νέο κραχ σαν κι αυτό της τριετίας 2001-2003 με τις μαζικές απολύσεις και τους μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης; Οταν μια οικονομία στηρίζεται στη στρατιωτικοποίηση, δε μπορεί να προσδοκά μακροχρόνια ανάπτυξη. Ιδιαίτερα όταν η περίοδος της «ανάκαμψης» δε συνεπάγεται μείωση της ανεργίας. Γι’ αυτό και πρέπει να θεωρείται δεδομένο ένα νέο κραχ (ακόμα πιο βίαιο απ’ το προηγούμενο) και μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Μπορεί σήμερα ο αμερικάνικος καπιταλισμός να κατορθώνει να αναπτύσσεται (στρεβλά ναι, με μικρούς ρυθμούς σίγουρα, αλλά αναπτύσσεται), όμως αυτό δε σημαίνει ότι έχει και πολλά περιθώρια να συνεχίσει έτσι. Γιατί πρώτα απ’ όλα οι στρατηγικοί του στόχοι δεν έχουν επιτευχθεί.
Ο έλεγχος των πετρελαϊκών πηγών στη Μέση Ανατολή απέχει πολύ απ’ το να γίνει πραγματικότητα. Το μέτωπο του Ιράκ πάει κατά διαβόλου και το πλιάτσικο του ιρακινού πετρελαίου φαντάζει όνειρο απατηλό, μια και οι επιθέσεις της Αντίστασης έχουν κατορθώσει να παγώσουν την παραγωγή του σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στο εσωτερικό, τα νοικοκυριά είναι καταχρεωμένα και το έλλειμμα του αμερικάνικου προϋπολογισμού έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ ξεπερνώντας τα 400 δισ. δολάρια, με τάση να αυξηθεί κατά 60% μέσα στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Αμερικάνικου Κογκρέσου (Congressional Budget Office). Πού αλλού μπορούν να οδηγήσουν αυτά παρά σε νέο οικονομικό κραχ;
God, save the King, λοιπόν. Οι απολογητές αυτού του σάπιου συστήματος έχουν κάθε λόγο να αναζητούν τη σωτηρία απ’ τον Παντοδύναμο. Γιατί δεν υπάρχει άλλος που θα μπορέσει να τους σώσει. Οι καταπιεσμένοι όμως που έχουν κάθε λόγο να μην πιστεύουν στις θρησκευτικές δοξασίες καλούνται απ’ την ίδια τη ζωή να αλλάξουν τα πράγματα. Οχι ακολουθώντας τους «ηπιότερους» ιμπεριαλιστές που ακολουθούν την ίδια πορεία με τον αμερικάνικο, αλλά καταστρέφοντας τη ρίζα του κακού. Τον καπιταλισμό και την εμπορευματική του παραγωγή, που έχει μετατρέψει σε εμπόρευμα το πιο πολύτιμο αγαθό: τον εργαζόμενο άνθρωπο. Αν το αποφασίσουν αυτό, τότε θα ανοίξει κι ο δρόμος για τη μεγάλη συζήτηση. Με τι να τον αντικαταστήσουν.
Κώστας Βάρλας