Οπως έχει επισημανθεί από τις στήλες της «Κόντρας», τα ψευτοδιλήμματα αποτελούν βασικό στοιχείο της αστικής πολιτικής -ιδιαίτερα σε περιόδους πολιτικής κρίσης- διότι μέσω αυτών επιτυγχάνεται η αναγκαία για τον κοινωνικό έλεγχο αποπολιτικοποίηση των λαϊκών μαζών. Γιατί τι άλλο εκτός από αποπολιτικοποίηση είναι τα ψευτοδιλήμματα, που υποκαθιστούν τη γνώση και την κρίση με γηπεδικού τύπου πολώσεις; Τα ψευτοδιλήμματα είναι ένας γερός σοβάς που έρχεται να καλύψει την πραγματικότητα, εμποδίζοντας τη διείσδυση στο βάθος των πραγμάτων, όπου βρίσκεται η ουσία τους.
Το κεντρικό ψευτοδίλημμα με το οποίο τα αστικά ΜΜΕ προσπαθούν να «σοβατίσουν» σήμερα την πολιτική συζήτηση είναι το «ευρώ ή δραχμή». Η πολιτική πραγματικότητα, όμως, με τον Αρμαγεδδώνα του Μνημόνιου-3 (ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα) και την εσωτερική κρίση που αναπόφευκτα προκλήθηκε στον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργεί εκ των πραγμάτων ένα μεγάλο ερώτημα: άλλα μας είχατε τάξει, γιατί δεν έγιναν; Ακόμη κι αν θεωρήσουμε προεκλογική ρητορική υπερβολή το «εμείς θα παίζουμε τη λύρα και οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη», μας είχατε πει ότι τα Μνημόνια τελειώνουν και η Μέρκελ θ’ αναγκαστεί να το αποδεχτεί αυτό. Γιατί δεν έγινε;
Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν πρόκειται να δοθεί, για ευνόητους λόγους. Το πεδίο της απάντησης μετατοπίζεται εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι είναι επικοινωνιακά δυνατός: «Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους, που παραδίνονταν εκ των προτέρων. Εμείς παλέψαμε έξι μήνες, ματώσαμε, κάναμε τα πάντα. Αυτό που καταφέραμε είναι το καλύτερο στις δεδομένες συνθήκες, με τον δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων». Η απάντηση από την εσωτερική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν. Επειδή, όμως, αυτό δεν πιάνει (βλέπετε όλοι μαζί στήριζαν το σόου της «σκληρής διαπραγμάτευσης») η πλευρά των Λαφαζανικών αναγκάζεται να παρουσιάσει την «εναλλακτική λύση» της, που περιλαμβάνει τα πάντα: «αμφισβήτηση του ευρωενωσιακού κατεστημένου και της ευρωζώνης – ρήξη από τη σκοπιά ενός προοδευτικού προγράμματος μετάβασης, με το καθεστώς εθνικής υποτέλειας, με το νεοφιλελευθερισμό και τα μεγάλα εγχώρια οικονομικά συμφέροντα – εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών – να περάσουν υπό δημόσια ιδιοκτησία, δημόσια διαχείριση, δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο και να ανασυγκροτηθούν ως τέτοιες όλες οι στρατηγικές επιχειρήσεις της χώρας, όλα τα στρατηγικά δίκτυα, όλες οι στρατηγικές υποδομές και τα ειδικής αξίας ακίνητα φιλέτα – ανάγκη μιας μεγάλης αναδιανομής πλούτου σε βάρος των πολύ μεγάλων εισοδημάτων, των μεγάλων περιουσιών, των μεγάλων κερδών και του απέραντου μαύρου χρήματος» κτλ. κτλ. (τα εντός εισαγωγικών είναι αποσπάσματα από την ομιλία Λαφαζάνη στην πρόσφατη εκδήλωση της ιστοσελίδας Iskra).
Αν προσέξουμε λίγο, θα διαπιστώσουμε ότι αυτά που λέει η πλευρά Λαφαζάνη είναι πράγματα που αναφέρει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (αυτό που είναι καταχωνιασμένο, έχοντας αντικατασταθεί από το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»), ενώ η πλευρά Τσίπρα επικαλείται την «εντολή» που είχε από τις εκλογές του περασμένου Γενάρη, που ήταν «εντολή παραμονής στο ευρώ». Θυμίζει δε η πλευρά Τσίπρα ότι και προεκλογικά και στη διάρκεια του εξάμηνου της διαπραγμάτευσης ποτέ δεν τέθηκε από την πλευρά Λαφαζάνη (πλην κάποιων στελεχών όπως ο Λαπαβίτσας) ζήτημα ρήξης με την ευρωζώνη. Ούτε καν την περίοδο του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι το δημοψήφισμα δεν σημαίνει «όχι στο ευρώ», ο Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι θα πάρει το όχι και θα φέρει συμφωνία μέσα σε 48 ώρες και η πλευρά Λαφαζάνη δεν υποστήριξε το αντίθετο, δεν έβαλε ως επιλογή -τελευταία έστω- και την έξοδο από το ευρώ. Οπότε -καταλήγει- αφού εξαντλήσαμε όλα τα διαπραγματευτικά μας όπλα και εξαντληθήκαμε, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να αποδεχτούμε το μοιραίο, αφού ως εναλλακτική λύση είχαμε ή μια άτακτη χρεοκοπία ή το συντεταγμένο Grexit του Σόιμπλε, επιλογές που και οι δύο ήταν εκτός της «λαϊκής εντολής» των εκλογών.
Στην πραγματικότητα, και οι δυο πλευρές λένε ψέματα, δημιουργώντας ένα καινούργιο ψευτοδίλημμα, παραλλαγή του «ευρώ ή δραχμή».
Η πλευρά Τσίπρα προσπαθεί να πείσει τον ελληνικό λαό ότι έκανε τα πάντα, αλλά προσέκρουσε σε τοίχο! Δεν ήξερε ότι θα συμβεί αυτό; Υπερεκτιμήσαμε τις δυνατότητες δημοκρατικής λειτουργίας στην Ευρώπη, λένε, επιστρατεύοντας ένα επιχείρημα κυριολεκτικά γελοίο. Ποντάρουν στο ότι τα γελοία μπορούν να περάσουν σ’ αυτό που ονομάζεται «κοινή γνώμη», όταν δεν υπάρχει «αντίπαλο δέος». «Αντίπαλο δέος» δεν μπορεί ν’ αποτελέσει η φθαρμένη ΝΔ και το ακόμη πιο φθαρμένο ΠΑΣΟΚ (για το Ποτάμι δεν το συζητάμε καν, αφού από την αρχή είχε δηλώσει: «φέρτε όποια συμφωνία να ‘ναι κι εμείς θα την ψηφίσουμε»). Επομένως, κυριαρχεί ο «ρεαλισμός» του «κάναμε ό,τι μπορούσαμε». Και ο Τσίπρας εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις ως «ο κυρίαρχος του παιχνιδιού», βάσει της κυριαρχίας αυτού του «ρεαλισμού».
Βέβαια, αυτού του τύπου οι ψευδείς συνειδήσεις είναι ευμετάβλητες. Κάποια στιγμή (όχι πολύ μακρινή), ο ίδιος κόσμος που υποτάσσεται μοιρολατρικά στο «ρεαλισμό» θα αγανακτήσει από την ασκούμενη πολιτική (προς το παρόν βρίσκεται υπό το σοκ που προκάλεσε η απειλή του Grexit) και θα στραφεί ενάντια στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, αυτοί που καλλιεργούν τη μοιρολατρία του «ρεαλισμού του αναπόφευκτου», θα βγάλουν μπροστά αυτό που ήδη υποστηρίζει η αντιπολίτευση: ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχανε ένα εξάμηνο με ερασιτεχνισμούς και μπαρουφάκεια πειράματα, που εκνεύρισαν τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, έσπασαν την εμπιστοσύνη και τους έκαναν να επιβάλουν μέτρα σκληρότερα απ’ αυτά του mail Χαρδούβελη. Κοντολογίς, αυτό που σήμερα φαίνεται σαν το ισχυρό χαρτί του Τσίπρα θα γυρίσει σαν μπούμερανγκ και θα χτυπήσει αυτόν και την παρέα του. Προς το παρόν, όμως, μας απασχολεί η θεωρία του «ρεαλισμού», η θεωρία για τη «συνθηκολόγηση που ήρθε μετά από σκληρή μάχη».
Είχαμε επισημάνει έγκαιρα, πριν τις εκλογές αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ότι αυτή θα ήταν η κατάληξη. Επιμέναμε σ’ αυτή την άποψη ακόμη και τις στιγμές που το «δράμα» κορυφωνόταν. Η μόνη επιφύλαξη που κρατήσαμε (στην τελευταία φάση) ήταν μη τυχόν και συμβεί κάποιο «ατύχημα». Τελικά δε συνέβη και έφτασαν σε μια συμφωνία που θα ήταν λιγότερο ταπεινωτική αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε την ανάγκη ν’ αντιμετωπίσει το εσωτερικό του πρόβλημα και να εξομαλύνει κάπως στα μάτια του ελληνικού λαού την πορεία του προς το Μνημόνιο-3. Οταν προκηρύχτηκε το δημοψήφισμα, ήμασταν σίγουροι ότι πάνε για συμφωνία. Ηταν το τελευταίο πολιτικάντικο παιχνίδι τους, όχι έναντι των δανειστών (που δεν υπήρχε περίπτωση να «μασήσουν»), αλλά έναντι του ελληνικού λαού.
Δε θεωρούμε ότι ακόμη και η «παιδική χαρά» του Μαξίμου δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως θα πάει σε καινούργιο Μνημόνιο. Από την πρώτη στιγμή το ήξερε αυτό. Γι’ αυτό και με το που ορκίστηκε πρωθυπουργός και πήρε το αεροπλάνο για Παρίσι-Ρώμη-Βρυξέλλες ο Τσίπρας το πρώτο που πέταξε στα σκουπίδια ήταν το (υποτιθέμενο) αίτημα για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». Γι’ αυτό μέσα σ’ ένα εικοσαήμερο διαπραγματεύσεων είχαν υπογράψει τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη. Ενδεχομένως να ήλπιζαν ότι θα πετύχουν κάτι καλύτερο, πείθοντας το γερμανογαλλικό άξονα για τις προθέσεις τους (αυτό το νόημα είχε η καραμέλα της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» που πιπίλιζαν συνεχώς), όμως ήταν από την αρχή σίγουροι ότι στο τέλος θα υπογράψουν ένα νέο Μνημόνιο. Αν το υπέγραφαν από την αρχή, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τώρα θα ήταν πολύ μεγαλύτερο, καθώς δε θ’ αγκάλιαζε μόνο μια ομάδα του κομματικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και λαϊκές μάζες. Ενώ τώρα, με τη βοήθεια από τη μια του κλίματος που δημιούργησαν οι κυνικοί ιμπεριαλιστικοί εκβιασμοί και από την άλλη της στήριξης που προσφέρουν στον Τσίπρα τα αστικά ΜΜΕ, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ως (προσωρινή) παρακαταθήκη το «πέσαμε μαχόμενοι ηρωικά», που μπορεί να τους προσφέρει μια ακόμη εκλογική νίκη, αν οι εκλογές γίνουν σχετικά σύντομα. Αλλωστε, οι βασικοί τους πολιτικοί αντίπαλοι στις εκλογές, η ΝΔ, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, έχουν βάλει την υπογραφή τους και στο Μνημόνιο-3 κι αυτό δεν αλλάζει ό,τι κι αν λένε.
Βοήθεια στην ομάδα Τσίπρα προσφέρει -όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο- και η ομάδα Λαφαζάνη με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει. Τυχαίο είναι, νομίζετε, που ο πιο περιζήτητος αυτής της ομάδας από τα ραδιοκάναλα είναι ο φαιδρός Λεωτσάκος; Μ’ αυτά που λέει βοηθάει την προπαγάνδα ενάντια στο «κόμμα της δραχμής» και αυξάνει τη συσπείρωση της ομάδας Τσίπρα. Οταν αυτή η συσπείρωση καταγράφεται στα γκάλοπ (με το απαραίτητο «σπρώξιμο», φυσικά), τότε η ομάδα Τσίπρα βοηθιέται και εσωκομματικά, καθώς συσπειρώνει τους ταλαντευόμενους. Ιδεολογήματα βρίσκονται εύκολα για να προσφέρουν το απαιτούμενο ιδεολογικοπολιτικό άλλοθι (ένα σωρό αράδιασε ο Τσίπρας στη συνέντευξη που έδωσε την Τετάρτη στον κομματικό ραδιοσταθμό). Το μεγάλο επιχείρημα, αυτό που πείθει περισσότερο από κάθε ιδεολόγημα, είναι η παραμονή στην εξουσία και το άδηλο μέλλον της ομάδας Λαφαζάνη. Οταν η ομάδα Τσίπρα λέει πως «ο κομματικός ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιστοιχηθεί με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ», χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου στους ταλαντευόμενους: η κοινωνία είναι μ’ εμάς και όχι με τους οπαδούς της δραχμής, πού θέλετε να πάτε, να κάνετε παρέα στον Αλαβάνο που εδώ και χρόνια λέει τα ίδια;
Για την «παιδική χαρά της δραχμής» δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Τώρα που έχει ξεσπαθώσει, στην προσπάθειά της να συγκροτηθεί κομματικά, δείχνει ακόμη πιο πολύ τον τυχοδιωκτικό-οπορτουνιστικό της χαρακτήρα. Περιγράφουν το «ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό» στην πιο χυδαία εκδοχή του, προσπαθώντας να παραμυθιάσουν τον ελληνικό λαό με τα ίδια παραμύθια που χρόνια τώρα επαναλάμβανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτούς το πέρασμα στο σοσιαλισμό ταυτίζεται με την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, με μοχλό την οποία θα γίνουν οι διάφορες «ρήξεις» -που δεν τις περιγράφουν καν- έτσι ώστε, βαθμιαία και εξελικτικά, να αλλάξει η εξουσία (όπως λένε). Επομένως, το όλο ζήτημα συμπυκνώνεται στο ότι ο Τσίπρας δεν έκανε την πρώτη ρήξη, βγαίνοντας από την Ευρωζώνη, αντί να συμφωνήσει στο Μνημόνιο-3.
Επειδή ξέρουν πολύ καλά ποιο είναι το επίπεδο κοινωνικής συνείδησης (άλλωστε δεν έχουν την πλειοψηφία μέσα στο κόμμα τους), κηρύσσουν ένα είδος «επανάστασης από τα πάνω», που θα την κάνει η κυβέρνηση, προσπαθώντας να τραβήξει με το μέρος της το λαό! Στην πραγματικότητα, μόνο ένα πολιτικό πρόταγμα έχουν: επιστροφή στην αντιπολίτευση, για να μη χρεωθούμε τη μνημονιακή πολιτική. Και πάνω σ’ αυτό τους χτυπά ο Τσίπρας, υποστηρίζοντας ότι η πρόταση της «Αριστερής Πλατφόρμας» ισοδυναμεί με πολιτικό αναχωρητισμό, ενώ η πρόταση της πλειοψηφίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με συμμετοχή σ’ έναν παρατεταμένο πόλεμο, που θα έχει αναγκαστικά συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, που θα προετοιμάσουν την αντεπίθεση. Ετσι, το ψευτοδίλημμα καταλήγει σ’ ένα κυνικό πολιτικό ερώτημα: θέλετε να παραμείνει η κυβέρνηση Τσίπρα στην εξουσία ή θέλετε να τη ρίξετε; Αν θέλετε το πρώτο, τότε πρέπει να πειθαρχήσετε στις αποφάσεις της πλειοψηφίας του κόμματος και να ψηφίζετε στη Βουλή ό,τι φέρνει η κυβέρνηση.
Η διέξοδος θα είναι επαναστατική ή δε θα υπάρξει. Και βέβαια, μια τέτοια διέξοδος προϋποθέτει τη συγκρότηση της εργατικής τάξης σε πολιτικό υποκείμενο που θα πραγματώσει την επανάσταση και όχι την αναζήτηση κυβερνητικών λύσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Πέτρος Γιώτης