Εχει δίκιο ο Πολυζωγόπουλος: το ασφαλιστικό είναι μόνιμα ανοιχτό. Εχουν συμπληρωθεί σχεδόν 18 χρόνια από τότε που άνοιξε και δεν λέει να ξανακλείσει. Ηταν γύρω στα 1986, όταν η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άρχισε τη φιλολογία για τα ελλείμματα και το «πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης» και από τότε η δημόσια συζήτηση παραμένει πάντα ανοιχτή και γυροφέρνει γύρω από τα ίδια ζητήματα. Συγκροτούνται «επιτροπές σοφών», ψηφίζονται νόμοι, αφαιρούνται δικαιώματα και ο κύκλος συνεχίζεται αέναος. Μόνο η εργατική τάξη δεν έχει αρθρώσει το δικό της λόγο για ένα ζήτημα που κατ’ εξοχήν την ενδιαφέρει. Αυτό το δικαίωμα το έχει εκχωρήσει παθητικά στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τα αποτελέσματα. Αχόρταγη η κεφαλαιοκρατία και το κράτος της συζητούν μόνο για νέες λύσεις σε βάρος των εργαζόμενων.
Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, μερικές αλήθειες, μιας και μπαίνουμε στη φάση του «κοινωνικού διαλόγου», που προετοιμάζει τη νέα ανατροπή.
Η μεγάλη παγίδα στήνεται με την παρουσίαση του ασφαλιστικού ως ενός λογιστικού προβλήματος: τόσοι πληρώνουν εισφορές, τόσοι εισπράττουν συντάξεις, άρα τα Ταμεία δεν βγαίνουν, αφού οι συνταξιούχοι πολλαπλασιάστηκαν (μιας και ζούμε περισσότερα χρόνια σε σχέση με το παρελθόν) και οι εργαζόμενοι έμειναν στα ίδια επίπεδα. Αυτός ο συλλογισμός, βέβαια, στηρίζεται σε μια λογιστική λαθροχειρία. Βγάζει εκτός τα αποθεματικά των Ταμείων, που καταληστεύθηκαν, καθώς και την καταλήστευση από άλλες πηγές που επί δεκαετίες υπέστησαν τα ασφαλιστικά ταμεία. Ξεπερνούν τα 30 τρισεκατομμύρια δραχμές οι κάθε είδους κλοπές από τα ασφαλιστικά ταμεία, με πρωταγωνιστή πάντοτε το κράτος. Δεν είναι τυχαίο που η προηγούμενη κυβέρνηση, με πρωταγωνιστή τον επί της Οικονομίας υπουργό της Ν. Χριστοδουλάκη και τη σύμφωνη γνώμη της πουλημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, επιχείρησε να κλείσει αυτή την πληγή, διαγράφοντας όλες τις απαιτήσεις του ΙΚΑ από το κράτος και αντικαθιστώντας την υποχρέωση του κράτους να συμμετέχει στη χρηματοδότηση της ασφάλισης με ένα ετήσιο ποσοστό επιχορήγησης ίσο με το 1% του ΑΕΠ.
Πέρα, όμως, από αυτή τη λογιστική λαθροχειρία, είναι λάθος, είναι παγίδα να αποδέχεται η εργατική τάξη μια τέτοια προσέγγιση. Γιατί δεν μπορεί η ίδια να επηρεάσει σε τίποτα τις παραμέτρους της λογιστικής προσέγγισης. Μπορεί, για παράδειγμα, η εργατική τάξη να καθορίσει το επίπεδο της απασχόλησης, από το οποίο καθορίζεται το συνολικό ύψος των ασφαλιστικών εισφορών; Οταν η άνοδος της παραγωγικότητας και της εντατικότητας της εργασίας σπρώχνουν την απασχόληση προς τα κάτω, όταν κάθε εργαζόμενος αναγκάζεται να κάνει δεύτερη δουλειά, ανασφάλιστη φυσικά, όταν οι καπιταλιστές αρνούνται να πληρώσουν ασφάλιση στο ύψος του πραγματικού μισθού και πληρώνουν στο ύψος του συμβατικού, όταν οργιάζει η μαύρη εργασία (μεταναστών και ντόπιων), όταν τ’ αφεντικά δεν πληρώνουν ούτε τις πιστοποιημένες ασφαλιστικές εισφορές, περιμένοντας την επόμενη ρύθμιση που θα τους διαγράψει τα μισά χρέη και θα ρυθμίσει τα άλλα μισά με δόσεις, πώς θα δεχτεί η εργατική τάξη να μπει σε μια τέτοια συζήτηση;
Ακόμα, γιατί η εργατική τάξη να υιοθετήσει την πονηρή αρχή της «αλληλεγγύης των γενεών»; Οτι δηλαδή, οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν για τις συντάξεις των πατεράδων τους. Αυτή η πρόστυχη αρχή μας εισάγει κατευθείαν στη λογιστική προσέγγιση (πόσοι πληρώνουν εισφορές, πόσοι εισπράττουν συντάξεις). Μήπως οι πατεράδες μας δεν είχαν πληρώσει εισφορές στον καιρό τους; Αν πάμε προς τα πίσω, θα φτάσουμε στην πρώτη γενιά εργατών που πήραν σύνταξη και θα δούμε ότι αυτοί δεν πληρώθηκαν από τις εισφορές των παιδιών τους, αλλά από τις εισφορές που είχαν πληρώσει οι ίδιοι. Αλλά και έτσι να μην ήταν, και πάλι δεν θα έπρεπε να θέτουμε έτσι το ζήτημα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Πρέπει να μας είναι καθαρό ένα πράγμα. Με βάση τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, η εργατική τάξη είναι από χέρι χαμένη. Τα Ταμεία είναι άδεια, η απασχόληση έχει πέσει, η μαύρη εργασία οργιάζει, οι συνταξιούχοι ζουν περισσότερα χρόνια σε σχέση με το παρελθόν. Ποια είναι η λύση, όταν το πρόβλημα τίθεται ψυχρά αναλογιστικά; Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η μείωση του ύψους των συντάξεων, αφού η αύξηση των εισφορών δεν συμφέρει τους καπιταλιστές.
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη διέξοδος: η αύξηση των εισφορών μόνο των εργαζόμενων, με την αναζήτηση συμπληρωματικής ασφάλισης από τις ιδιωτικές εταιρίες, που είναι πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια.
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη διέξοδος: η αύξηση των εισφορών μόνο των εργαζόμενων, με την αναζήτηση συμπληρωματικής ασφάλισης από τις ιδιωτικές εταιρίες, που είναι πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια.
Για την εργατική τάξη η Κοινωνική Ασφάλιση είναι ανθρώπινο και εργσιακό δικαίωμα και απ’ αυτή την αφετηρία πρέπει να καθορίσει τη στάση της. Χρειάζεται, μήπως, να συζητήσουμε ότι είναι ανθρώπινο δικαίωμα το να βγαίνει ο εργάτης από την παραγωγική διαδικασία και να μπορεί να ζήσει μερικά χρόνια ως συνταξιούχος; Είναι δυνατόν να συζητάμε για παράταση του εργασιακού βίου σήμερα, όταν δίπλα μας φαντάζουν τόσα δημιουργήματα της επιστημονικής και τεχνικής επανάστασης και τόσος συσσωρευμένος πλούτος; Μπορεί αυτή η προσέγγιση να μη συγκινεί καθόλου τους οπαδούς της «ελεύθερης αγοράς», η εργατική τάξη, όμως, δεν μπορεί να την ξεχνά, δεν πρέπει να την ξεχνά.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η Κοινωνική Ασφάλιση είναι εργασιακό δικαίωμα και απ’ αυτή την άποψη δεν μπορεί να μπαίνει στην Προκρούστεια κλίνη οποιασδήποτε λογιστικής, δημιουργικής ή μη. Θεωρεί η εργατική τάξη ότι η ίδια είναι ο μοναδικός παραγωγός του κοινωνικού πλούτου; Θεωρεί ότι υφίσταται εκμετάλλευση στη σφαίρα της παραγωγής και ότι απ’ αυτή την εκμετάλλευση πηγάζει το κέρδος της τάξης των καπιταλιστών; Γνωρίζει ότι κάθε χρόνο υφίσταται, μέσω της κρατικής δημοσιονομικής πολιτικής, μια σε βάρος της αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος; Αν όχι, δεν έχει παρά να σκύψει το κεφάλι και να υποταχτεί στο πεπρωμένο που προδιαγράφουν οι αναλογιστικές μελέτες. Αν ναι, οφείλει ν’ αλλάξει ρότα κατά 1800.
Οφείλει να διεκδικήσει πλήρη ασφάλιση και πλήρη συνταξιοδότηση, για εργαζόμενους και άνεργους και για τα μέλη των οικογενειών τους, με δαπάνη των καπιταλιστών και του κράτους. Να βγει επιθετικά στο προσκήνιο και να διεκδικήσει: κατάργηση της ασφαλιστικής εισφοράς του εργαζόμενου, μείωση κατά 5 χρόνια του ορίου συνταξιοδότησης για άντρες και γυναίκες, αύξηση των συντάξεων – καμιά σύνταξη κάτω από το βασικό μισθό, διατήρηση του θεσμού των βαριών και ανθυγιεινών και ένταξη και άλλων επαγγελμάτων σ’ αυτά και άλλα αιτήματα στην ίδια κατεύθυνση.
Ξέρουμε την ένσταση: αυτά ακούγονται μαξιμαλιστικά, ενδεχομένως και τρελά. Εμείς θέλουμε να μας απαντήσετε, όμως, αν είναι δίκαια. Αν ναι, τότε πρέπει να προβάλλονται ως διεκδικήσεις, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες άμεσης υλοποίησής τους. Αν θέλετε, είναι και ζήτημα διεκδικητικής τακτικής. Οταν αφήνεις την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, όταν αυτός μόνο διατυπώνει αιτήματα και διεκδικήσεις από τη σκοπιά των δικών του συμφερόντων και εσύ αμύνεσαι και παζαρεύεις για να χάσεις όσο γίνεται λιγότερο, θα τα χάσεις όλα. Ενώ όταν τα διεκδικείς «όλα», ξεκινάς από άλλη αφετηρία και με άλλον αέρα.
Πέτρος Γιώτης