Είναι απλό σαν το αυγό του Κολόμβου: τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε κεφάλι και όλα δείχνουν πως θα κόψει πρώτος το νήμα των επόμενων εκλογών, όποτε κι αν αυτές γίνουν, ας κόψουμε το μπόνους των 50 εδρών που παίρνει το πρώτο κόμμα, ώστε να μη μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε αν ο Βενιζέλος είναι σε συνεννόηση με τον Σαμαρά, πάντως πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει το θέμα και είναι σίγουρο ότι το έχει τουλάχιστον συζητήσει με τον κυβερνητικό του εταίρο.
Πόσο εύκολο είναι ν’ αλλάξει το εκλογικό σύστημα; Αρκούν 151 βουλευτές (που τους έχει η συγκυβέρνηση), όμως το νέο εκλογικό σύστημα θα εφαρμοστεί από τις μεθεπόμενες εκλογές. Για να είναι άμεσης εφαρμογής θα πρέπει να ψηφιστεί από τα δύο τρίτα του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή από 200 (άρθρο 54 παρ.1 του συντάγματος). Είναι μεγάλος ο αριθμός των 200 βουλευτών, δεν είναι όμως και ακατόρθωτος.
Αλλο είναι το ερώτημα. Ο Βενιζέλος ξέρει ότι στο ορατό μέλλον το ΠΑΣΟΚ θα αποτελεί κυβερνητική τσόντα, χωρίς να έχει καμιά ελπίδα για πρωτιά. Επομένως, έχει κάθε λόγο να θέλει να κοντύνει τον πρώτο, για να μπορεί το ΠΑΣΟΚ να διαπραγματεύεται από καλύτερη θέση μαζί του. Ο Σαμαράς, όμως, αν δεχτεί –ειδικά τώρα– την πρόταση Βενιζέλου, θα είναι σα να παραδέχεται ότι η προοπτική της πρωτιάς έχει χαθεί για τη ΝΔ. Ο ίδιος, στις προτάσεις για συνταγματική αναθεώρηση που παρουσίασε πριν τις εκλογές, μίλησε για αλλαγή του εκλογικού συστήματος, δεν παρουσίασε όμως καμιά συγκεκριμένη πρόταση, ούτε καν σε υπαινικτικό επίπεδο. Και την Τρίτη, την ώρα που βούιζαν τα ερτζιανά από την πρόταση Βενιζέλου, στενός συνεργάτης του Σαμαρά δήλωνε στους δημοσιογράφους ότι η ΝΔ δεν είναι διατεθειμένη να στηρίξει μια τέτοια πρόταση, διότι θεωρεί ότι το μπόνους των 50 εδρών είναι απαραίτητο για το σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων.
Είναι φανερό ότι ο Σαμαράς δε θέλει να δείξει ότι φοβάται τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι θεωρεί δεδομένη την πρωτιά του και σπεύ-δει πανικόβλητος να του κλείσει το δρόμο με τέτοια κόλπα. Ούτε θέλει να φανεί ότι σέρνεται πίσω από τον Βενιζέλο που ψάχνει τρόπους για να επιβιώσει προσωπικά. Μπορεί δηλαδή η περιβόητη πρωτοβουλία Βενιζέλου ν’ αποδειχτεί μια πολιτική φούσκα που μετά από μερικές μέρες κανένας δε θα τη θυμάται.
Σχετική ετοιμότητα έδειξε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη βραδιά κιόλας των ευρωεκλογών ο Τσίπρας έκανε δήλωση που περιείχε και αναφορά στην κατανομή των εδρών που θα υπήρχε αν οι εκλογές ήταν εθνικές, με υπολογισμό που έγινε βάσει του ισχύοντος εκλογικού συστήματος με το ληστρικό μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Πώς όμως να απορρίψει ο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση για αλλαγές επί το αναλογικότερο, όταν εδώ και δεκαετίες ο χώρος του έχει πάγιο αίτημα την καθιέρωση της απλής αναλογικής; Την έκανε γυριστή, λοιπόν, και με δύο ραδιοφωνικές συνεντεύξεις του Σκουρλέτη δήλωσε ότι δε συζητά τροποποιήσεις στον υπάρχοντα εκλογικό νόμο (π.χ. μείωση του μπόνους από τις 50 στις 30 έδρες ή κατάργησή του, όπως προτείνει ο Βενιζέλος), αλλά μόνο «καθιέρωση ενός πάγιου συστήματος απλής αναλογικής συνταγματικά κατοχυρωμένη».
Οι δυο λέξεις που επισημάναμε αποκαλύπτουν όλη την πολιτική υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ. Για να υπάρξει συνταγματική κατοχύρωση οποιουδήποτε εκλογικού συστήματος θα πρέπει να παρέλθουν και η τωρινή (προαναθεωρητική) και η επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή. Επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει σε ένα σχετικά μακρινό μέλλον την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η οποία μπορεί να γίνει κάλλιστα από τώρα και να εφαρμοστεί από τις επόμενες εκλογές, αν συμφωνήσουν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε, ας πούμε, ο ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίζεται ως κυβέρνηση εν αναμονή και απευθύνει αλαζονικές προειδοποιήσεις στον Σαμαρά («να μην διανοηθεί» να κάνει το ένα και το άλλο) να πάρει την πρωτοβουλία και να καταθέσει πρόταση για καθιέρωση της απλής αναλογικής (δεσμευόμενος και για συνταγματική κατοχύρωσή της στο μέλλον), καλώντας ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να την υπερψηφίσουν. Δεν το κάνει, ούτε πρόκειται να το κάνει, γιατί χωρίς τις 50 έδρες εξανεμίζονται και οι ελάχιστες πιθανότητες να σχηματίσει κυβέρνηση αναζητώντας συμμάχους σε μικρότερα κόμματα.
Είναι χαρακτηριστική η κατανομή εδρών, βάσει των αποτελεσμάτων των εκλογών, με και χωρίς το μπόνους των 50 εδρών, η οποία δημοσιεύτηκε σε ευρύ φάσμα του αστικού Τύπου:
Με το μπόνους των 50 εδρών
ΣΥΡΙΖΑ: 130
ΝΔ: 69
ΝΕΟΝΑΖΙ: 28
ΠΑΣΟΚ: 24
ΠΟΤΑΜΙ: 20
ΠΕΡΙΣΣΟΣ: 18
ΑΝΕΛ: 11
Χωρίς το μπόνους των 50 εδρών
ΣΥΡΙΖΑ: 96
ΝΔ: 82
ΝΕΟΝΑΖΙ: 34
ΠΑΣΟΚ: 29
ΠΟΤΑΜΙ: 24
ΠΕΡΙΣΣΟΣ: 22
ΑΝΕΛ: 13
Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει η θεωρητική δυνατότητα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Ποταμιού-ΑΝΕΛ ή έστω ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Περίπτωση θεωρητική, με ισχνές πιθανότητες πραγματοποίησης, αν σκεφτούμε ότι το Ποτάμι είναι απολύτως ελεγχόμενο από τους μεγαλοεκδότες-εργολάβους. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, χωρίς το μπόνους των 50 εδρών, ο συνδυασμός ΣΥΡΙΖΑ-Ποταμιού-ΑΝΕΛ δεν δίνει τη δεδηλωμένη των 151 εδρών. Οι σημερινοί κυβερνητικοί εταίροι, βέβαια, ακόμη και με τσόντα το Ποτάμι, δεν φτιάχνουν κυβέρνηση με τίποτα. Αρα, θα αναγκαστούν να πάνε σε λογική «μεγάλου συνασπισμού». Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να διατηρήσει τις ελάχιστες πιθανότητές του να μη συρθεί σε «μεγάλο συνασπισμό» με τη ΝΔ, πρέπει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να παραμείνει το σημερινό εκλογικό σύστημα, αλλά και χωρίς να εκτεθεί ότι αρνείται την απλή αναλογική. Πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε πολιτικά παιχνίδια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, αφού αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αδύνατο σημείο που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Ιστορία καλπονοθείας
Για να μην πάμε στην πριν τη χούντα περίοδο, κατά την οποία ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός σπάνια γνώρισε περιόδους σχετικής ομαλότητας, περιοριζόμαστε στην περίοδο από το 1974 μέχρι σήμερα, κατά την οποία διαπιστώνουμε ένα συνεχές καλπονοθευτικών συστημάτων, ανάλογα με το τι βόλευε το κάθε κόμμα που μπορούσε ν’ αλλάξει το εκλογικό σύστημα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγινε την περίοδο 1989-1993. Βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ πάει για εκλογική ήττα, ο Α. Παπανδρέου άλλαξε επί το αναλογικότερον το σύστημα της υπερενισχυμένης αναλογικής. Το αποτέλεσμα ήταν δύο εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε λίγους μήνες το 1989 να μη δώσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση (σχηματίστηκαν οι συγκυβερνήσεις Τζαννετάκη, από ΝΔ και ενιαίο Συνασπισμό, και Ζολώτα, από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό) και η τρίτη αναμέτρηση (Απρίλης 1990) να δώσει στον Μητσοτάκη μόλις 150 βουλευτές, με ποσοστό 46,89%, και να χρειαστεί ν’ «αγοράσει» τον περιβόητο Κατσίκη από τη ΔΗΑΝΑ του Κ. Στεφανόπουλου για να φτιάξει κυβέρνηση.
Ο Μητσοτάκης άλλαξε τον εκλογικό νόμο προς την ενισχυμένη αναλογική, όμως έπεσε ο ίδιος στο λάκκο που έσκαψε, αφού το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1993 και το 1996, στις έκτακτες εκλογές που προκήρυξε μες στο κατακαλόκαιρο ο Σημίτης, κέρδισε με 41,49% αλλά πήρε 162 βουλευτές, με τους οποίους έβγαλε μια άνετη τετραετία. Τα ίδια συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Επί Σημίτη, ο Σκανδαλίδης καθιέρωσε το μπόνους των 40 εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος, βλέποντας ότι τα συνολικά ποσοστά του δικομματισμού θα έχουν πτώση. Επί Καραμανλή, ο Παυλόπουλος αύξησε το μπόνους στις 50 έδρες.
Από το Μάη του 2012, κατά τις πρώτες μετα-μνημονιακές εκλογές, έχει γίνει σαφές ότι ο πολιτικός χάρτης άλλαξε οριστικά. Δημιουργήθηκαν νέα κόμματα, ενώ στη θέση του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ έχουμε το δικομματισμό ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Εχουμε, όμως, και εξαιρετική ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό. Μέσα σε μια διετία, δύο από τα καινούργια κόμματα του 2012 δείχνουν ότι εξαφανίζονται, ενώ δημιουργήθηκε το Ποτάμι, που σίγουρα δεν μπορεί ν’ αντέξει μακροπρόθεσμα, μπορεί όμως να μείνει στο παιχνίδι μέχρι τις επόμενες εκλογές. Τον εκλογικό νόμο αναγκαστικά θα τον αλλάξουν, μάλλον όμως είναι νωρίς να πάρουν τις τελικές τους αποφάσεις. Θα περιμένουν να αποσαφηνιστεί λίγο το τοπίο, να ψιλοσταματήσει η έντονη κινητικότητα και μετά να κάνουν τις αλλαγές που θα οδηγούν στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Ο εκλογικός νόμος είναι απλώς ένα βοηθητικό εργαλείο.