Πρoτού το «κουαρτέτο» επιστρέψει στην Αθήνα για να κλείσει με τους υπουργούς των Τσιπροκαμμένων την πρώτη αξιολόγηση του τρίτου Μνημόνιου, πήραμε μια γερή δόση χρεολογίας. Ο Ντεϊσελμπλούμ δήλωσε ότι η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους θ’ αρχίσει αμέσως, ο Μοσκοβισί του είπε ότι μάλλον έκανε μακακία, ο Ντεϊσελμπλούμ τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι ξέρει τι κάνει, ο Σόιμπλε από τη μεριά του δήλωσε πως η όλη συζήτηση είναι θέμα «πρεστίζ» (δεν ξέρουμε πόσο αυτή η δήλωση συγκράτησε το ρεύμα των ακροδεξιών ψηφοφόρων στην κοίτη της «μαμάς» CDU, που πάντως βγήκε λαβωμένη από τις εκλογές σε τρία ομόσπονδα κρατίδια την περασμένη Κυριακή), ο Μοσκοβισί επανήλθε με νέα δήλωση, για να μην φανεί ότι η γαλλική πολιτική είναι περισσότερο «ανθελληνική» από τη γερμανική, την οποία –αν και Ολλανδός και σοσιαλδημοκράτης- εκφράζει ο Ντεϊσελμπλούμ, προσέθεσε και ο Ρέγκλινγκ το κατιτίς του και έγιναν… μια ωραία ατμόσφαιρα.
Οταν η διαπραγμάτευση με το «κουαρτέτο» θα πλησιάζει στο τέλος της, όταν δηλαδή θα πλησιάζει η ώρα του «λογαριασμού» (και τι «λογαριασμού»!) για τον ελληνικό λαό, η χρεολογία θα φουντώσει και πάλι. Διότι η συμφωνημένη με τους ιμπεριαλιστές δανειστές νέα αναδιάρθρωση του χρέους έχει μετατραπεί από τους Τσιπραίους σε νέα «μεγάλη ιδέα του έθνους». Αυτή υποτίθεται ότι θα γυρίσει τη σελίδα, θα μετατρέψει την Ελλάδα σε μια «κανονική χώρα» και θα οδηγήσει τους «επενδυτές» να κάνουν ουρά για το ποιος θα πρωτοεπενδύσει στην Ελλάδα.
Σ' αυτή τη μυθολογία δεν υπάρχει, βέβαια, τίποτα το πρωτότυπο. Την έχουμε ξανακούσει πριν από την προηγούμενη αναδιάρθρωση του χρέους. Την ξεκίνησε ο Γιωργάκης, που πήρε πρώτος την υπόσχεση τον Οκτώβρη του 2011, και τη συνέχισαν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο. Αυτοί, άλλωστε πήραν και τη γραπτή υπόσχεση για νέα αναδιάρθρωση, το Νοέμβρη του 2012. Γι' αυτό βγάζει αφρούς ο Βενιζέλος κάθε φορά που ανοίγει η σχετική συζήτηση. Γιατί ξέρει ότι οι Τσιπροκαμμένοι απλώς θα διαχειριστούν μια διαδικασία που ήταν συμφωνημένη από τότε που κυβερνούσε ο ίδιος με τον Σαμαρά. Το φέρει βαρέως που… του κλέβουν τη δόξα.
Αφήνοντας στην άκρη τη χρεολογία και τις δραματικές διαστάσεις που από καιρού εις καιρόν σκόπιμα της προσδίδουν, ας γυρίσουμε σε μια συζήτηση που έγινε το 2010, όταν η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου υπέγραφε την πρώτη δανειακή σύμβαση και το πρώτο Μνημόνιο, με βασικό επιχείρημα ότι δεν μπορεί να δανειστεί από τις «αγορές» προκειμένου να αναχρηματοδοτήσει τα δάνεια που είχε ήδη συνάψει το ελληνικό κράτος. Σε πείσμα όσων μιλούσαν τότε για «κρίση χρέους», εμείς υποστηρίζαμε ότι το χρέος χρησιμοποιείται ως εργαλείο προκειμένου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο να εξασφαλίσει επί μακρόν την απομύζηση μεγάλου όγκου αξιών που είτε είναι συσσωρευμένες είτε παράγονται στην Ελλάδα, προωθώντας παράλληλα μια κινεζοποίηση της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας, η οποία επιτρέπει στο εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο να αποκομίζει τεράστια κέρδη ακόμα και στις συνθήκες μιας συρρικνωμένης αγοράς.
Στη διαχείριση του εργαλείου «χρέος» έχουμε γνωρίσει μέχρι στιγμής δυο πράξεις και ήδη παρακολουθούμε την τρίτη, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί κάποια στιγμή μέσα στο 2016. Ολα δείχνουν πως θα υπάρξουν και επόμενες πράξεις, πάντα στο πλαίσιο του ίδιου έργου.
Η πρώτη πράξη εκτυλίχτηκε το 2010-12. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση χτύπησε άγρια τον ελληνικό καπιταλισμό. Με συντονισμένες κινήσεις, οι ιμπεριαλιστικές πρωτεύουσες επέτρεψαν στις τράπεζές τους να ξεφορτωθούν το «τοξικό» χρέος σε ομόλογα του ελληνικού κράτους, που είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους. Το χρέος, από χρέος του ελληνικού κράτους προς τράπεζες άρχισε να μετατρέπεται σε χρέος του ελληνικού κράτους προς άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και προς τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς (EFSF και ESM), που έστησαν τότε στα γρήγορα προκειμένου να διαχειριστούν την κατάσταση (διότι δεν ήταν μόνο η Ελλάδα σε κρίση). Στο παιχνίδι κλήθηκε και μπήκε και το ΔΝΤ, προκειμένου να προσφέρει την εμπειρία του στη διαχείριση κρίσεων με σκληρά προγράμματα συντηρητικής αναδιάρθρωσης δημόσιων οικονομικών και εργασιακών σχέσεων.
Το πέρασμα από την πρώτη στη δεύτερη πράξη έγινε το 2012, όταν διάφορα funds που είχαν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα (τα οποία είχαν αγοράσει με τεράστιες εκπτώσεις) συμφώνησαν να τα «κουρέψουν», εξασφαλίζοντας ζεστό χρήμα και νέα, μη «τοξικά» ομόλογα, ενώ παράλληλα υπογράφτηκε η δεύτερη δανειακή σύμβαση και το δεύτερο Μνημόνιο.
Η τρίτη πράξη ξεκίνησε το Φλεβάρη του 2015 και βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Η περιβόητη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, που υπέγραψε η «αντιμνημονιακή» συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, ήταν η ανανέωση του όρκου πίστης του ελληνικού καπιταλισμού προς το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και το ιμπεριαλιστικό σύστημα της Ευρωζώνης. Ηταν καθαρά ζήτημα χρόνου μέχρι να φτάσουμε στο τρίτο Μνημόνιο, τον Ιούλη-Αύγουστο του 2015. Το ελληνικό κράτος, υπό τη διοίκηση των Τσιπροκαμμένων αυτή τη φορά, πλήρωσε κανονικά όλες τις δανειακές δόσεις που έληξαν το πρώτο μισό του 2015 και στη συνέχεια συνήψε μια νέα δανειακή σύμβαση, παίρνοντας (όχι ως συμβατικό όρο -κάτι που θα ήταν ανέφικτο- αλλά ως πολιτική υπόσχεση) μια ανανέωση της δέσμευσης του 2012, ότι αν εφαρμοστούν πιστά όλες οι «μεταρρυθμίσεις» και επιτευχθούν «πρωτογενή πλεονάσματα», οι ιμπεριαλιστικές χώρες θα εξετάσουν το ενδεχόμενο μιας νέας αναδιάρθρωσης του χρέους.
Εκείνο που οι Τσιπροκαμμένοι προσπαθούν συνεχώς να «θάψουν», είναι πως η νέα αναδιάρθρωση του χρέους δε θα περιλαμβάνει οποιασδήποτε μορφής «κούρεμα», αλλά μόνο παράταση των λήξεων και -ενδεχομένως- μετατροπή κάποιων κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά. Δηλαδή, η ονομαστική τιμή του χρέους θα παραμείνει ακέραια και θα επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής του. Κριτήριο για την επιμήκυνση θα είναι αυτό που ονομάζουν «βιωσιμότητα» του χρέους, που δεν είναι τίποτ' άλλο εκτός από τη δυνατότητα αποπληρωμής του από το ελληνικό κράτος.
Οι σύγχρονοι δανειστές δεν έχουν ως πρότυπο τον σεξπιρικό Σάιλοκ, που επέμενε να πάρει μια λίβρα κρέας από τον δυστυχή Αντόνιο, αρνούμενος κάθε άλλη ρύθμιση που του πρότεινε ο ατυχήσας δανειολήπτης (ούτε καν το διπλασιασμό του ποσού). Οι σύγχρονοι δανειστές κάνουν διευκολύνσεις, ώστε ο δανειολήπτης να μην «τα τινάξει», αλλά να μπορεί να συνεχίσει να τους ξεπληρώνει το χρέος. Ομως τους όρους της διευκόλυνσης τους καθορίζουν αυτοί και όχι ο δανειολήπτης. Δεν κάνουν διευκολύνσεις για να εξασφαλίσουν στον δανειολήπτη «ζωή χαρισάμενη», αλλά για να τον κρατούν στο όριο της επιβίωσης, εισπράττοντας ό,τι περισσεύει από αυτό το όριο επιβίωσης, που οι ίδιοι καθορίζουν. Τα Μνημόνια αποτελούν τους όρους με τους οποίους οι ιμπεριαλιστές δανειστές καθορίζουν τους όρους επιβίωσης του ελληνικού αστικού κράτους και του ελληνικού λαού.
Οταν έγινε το περιβόητο PSI και υπογράφηκε η δεύτερη δανειακή σύμβαση, ήταν φανερό πως κάποιες παραδοχές, όπως η ετήσια ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και το ύψος των λεγόμενων «πρωτογενών πλεονασμάτων» ήταν κανονικό μπαλαμούτι. Ο Βενιζέλος κάποια στιγμή το είπε και δημόσια: αυτά μπήκαν για να είναι εντάξει το ΔΝΤ με το καταστατικό του! Ηξεραν πολύ καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση ο ελληνικός καπιταλισμός να πετύχει για μια περίοδο είκοσι συνεχών ετών ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3%, ώστε να εξασφαλίζονται και τα υπέρογκα «πρωτογενή πλεονάσματα». Εν αντιθέσει με αυτούς τους εικονικούς στόχους, στα πακέτα των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων δεν υπήρξε τίποτα το εξωπραγματικό. Με σαδιστική συνέπεια εφαρμόστηκαν όλα, με μικρές αλλαγές μόνο ως προς το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους (και όχι ως προς την ουσία).
Στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ «έσκασε» η διάψευση των στόχων για την ανάπτυξη και για τα «πρωτογενή πλεονάσματα». Ετσι, η βουτηγμένη στην ανυποληψία αντιπολίτευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (με τσόντα και το νεότευκτο Ποτάμι) μπορεί να δημαγωγεί ότι φταίει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για το ναυάγιο της μη επίτευξης των στόχων, προσπαθώντας να κρύψει το γεγονός ότι οι στόχοι ήταν έτσι κι αλλιώς ανεδαφικοί και επομένως ανέφικτοι. Βεβαίως, χωρίς την περίοδο της «δημιουργικής ασάφειας» και της «σκληρής διαπραγμάτευσης» ίσως τα πράγματα να ήταν κάπως καλύτερα, οι στόχοι όμως δεν υπήρχε περίπτωση να πιαστούν.
Με μοναδική ευκολία, όμως, οι δανειστές ξεπέρασαν το γεγονός της μη υλοποίησης των -υποτιθέμενων- βασικών στόχων του «προγράμματος» και πέρασαν στη διατύπωση νέων «στόχων» με το τρίτο Μνημόνιο, διευκολύνοντας κάπως τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου στον τομέα της προπαγάνδας (της επέτρεψαν να ισχυρίζεται πως για το 2015, το 2016 και το 2017 τα «πρωτογενή πλεονάσματα» που προβλέπει το τρίτο Μνημόνιο είναι χαμηλά και επανέρχονται στο 3,5% του ΑΕΠ από το 2018). Και πάλι, όμως, αυτοί οι στόχοι δεν έχουν καμιά σημασία. Σημασία έχουν τα πακέτα των μέτρων, τα οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται με την ίδια σαδιστική συνέπεια όπως και προηγουμένως, με αλλαγές μόνο στο χρονοδιάγραμμα (μέχρι στιγμής μικρές, επιπέδου μερικών μηνών).
Σημασία, λοιπόν, εξακολουθούν να έχουν οι στόχοι ως προς τα μέτρα που συμφωνούνται και όχι οι στόχοι που τίθενται για την ανάπτυξη, ακόμα και για τα «πρωτογενή πλεονάσματα». Οι τελευταίοι στόχοι, βέβαια, χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης για τη λήψη πρόσθετων μέτρων, μολονότι είναι διαπραγματεύσιμοι, όπως αποδείχτηκε το περασμένο καλοκαίρι.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο χρέος. Δύο είναι τα ερωτήματα που εγείρονται. Πρώτο: θα είναι η σφόδρα πιθανολογούμενη νέα αναδιάρθρωση του χρέους η τελευταία, με την έννοια ότι θα απαλλάξει το ελληνικό κράτος απ' αυτόν τον βραχνά; Δεύτερο: με τι όρους θα γίνει αυτή η αναδιάρθρωση;
Από τη στιγμή που η αναδιάρθρωση θα αφορά μόνο επιμήκυνση των χρόνων λήξης των ομολόγων και όχι μείωση της ονομαστικής τιμής του χρέους, απαλλαγή από το βραχνά δεν πρόκειται να υπάρξει. Το χρέος θα πληρωθεί μέχρι και το τελευταίο σεντ, ενώ για το χρόνο της επιμήκυνσης (τον πρόσθετο χρόνο) θα πληρώνονται κανονικά οι τόκοι. Οι συριζαίοι, πριν γίνουν κυβέρνηση και προσχωρήσουν πλήρως στη μνημονιακή πολιτική, έλεγαν (ποιος δε θυμάται τον «σοφό» Δραγασάκη;) πως αυτό το χρέος μόνο με κούρεμα του μεγαλύτερου μέρους του (πάνω από το 60%) μπορεί να γίνει βιώσιμο, ενώ λοιδορούσαν τους Σαμαροβενιζέλους και τον Στουρνάρα που υποστήριζαν ότι σημασία δεν έχει το ύψος του χρέους, αλλά το ύψος της δόσης που καλείσαι να πληρώσεις. Τώρα, υποστηρίζουν χωρίς ντροπή τα ίδια επιχειρήματα. Ομως η πραγματικότητα δεν αλλάζει με ψευτοεπιχειρήματα, και το χρέος θα εξακολουθεί να αποτελεί βραχνά (όπως αποτελεί από καταβολής ελληνικού κράτους).
Σε ό,τι αφορά τους όρους της νέας αναδιάρθρωσης (επιμήκυνσης) δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για το ότι θα τους επιβάλουν οι δανειστές. Τα παραμύθια περί της «καθαρής λαϊκής εντολής», η οποία θα ανάγκαζε τους δανειστές να υποκύψουν στα αιτήματα της «πρώτη φορά Αριστεράς» κυβέρνησης, ανήκουν πια στην ιστορία της κοινωνικής δημαγωγίας. Τελείωσαν μαζί με τη «σκληρή διαπραγμάτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, τη νύχτα της 17ης Ιούλη του 2015. Πλέον, γνωρίζουμε ότι σε αυτού του τύπου τις διαπραγματεύσεις, δηλαδή στις διαπραγματεύσεις που γίνονται στη βάση του διεθνούς και του ευρωενωσιακού δικαίου, εκείνοι που υποβάλλουν και επιβάλλουν τους όρους είναι οι ιμπεριαλιστές δανειστές. Και βέβαια, οι όροι δεν μπορεί παρά να οδηγούν στη χρήση του εργαλείου «χρέος» στο διηνεκές.
Το χρέος ως εργαλείο έχει δυο αλληλένδετες λειτουργίες. Εξασφαλίζει τη μέγιστη κερδοφορία για το χρηματιστικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σε κρατικά ομόλογα και παράλληλα εξασφαλίζει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας χρεοφειλέτη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που διαχειρίζονται το χρέος. Ολόκληρη η ιστορία του νεοελληνικού κράτους αποδεικνύει το αλληλένδετο αυτών των δύο λειτουργιών του κρατικού χρέους. Και δεν υπάρχει τίποτα που να δημιουργεί έστω και ερωτηματικό ότι αυτή τη φορά θα γίνει κάτι το διαφορετικό.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς θα είναι η μορφή που θα πάρει η νέα αναδιάρθρωση του χρέους, αν η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προλάβει να την κάνει και δεν περάσει η σκυτάλη σε κάποια κυβέρνηση ευρύτερης κοινοβουλευτικής σύνθεσης ή στήριξης. Μπορούμε, όμως, με βεβαιότητα να πούμε ότι οι ιμπεριαλιστές δανειστές δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε μια ρύθμιση μακράς πνοής. Θα κάνουν μια επιμήκυνση μερικών ετών, για να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν την κατάσταση και να επιβάλλουν διαρκώς τους όρους τους. Θα διατηρήσουν, δηλαδή, αλώβητο το φαύλο κύκλο χρέους-Μνημονίων. Γι' αυτό λέμε ότι το έργο θα έχει και άλλες πράξεις. Αυτές οι πράξεις θα εξασφαλίζουν τη συνέχιση της απομύζησης των αξιών που παράγει ο ελληνικός λαός και τη διαιώνιση της κινεζοποίησής του.
Πέτρος Γιώτης