Το τίμημα του καπιταλισμού (όχι του πολιτισμού)
Πάνω που ησυχάσαμε (;) από τις τρελές αγελάδες και τα διοξινούχα κοτόπουλα, μας έρχεται κατακούτελα η νόσος των πτηνών, για την οποία εδώ και ένα περίπου χρόνο μας καθησύχαζαν ότι δεν κινδυνεύουμε, γιατί δεν μπορεί να πλήξει την πολιτισμένη Ευρώπη, αλλά πλήττει μόνο την καθυστερημένη Ανατολή. Τώρα, μια σειρά επιστήμονες θεωρούν δεδομένο ότι βαδίζουμε προς πανδημία και δηλώνουν ότι περιμένουν τη μαζική εκδήλωση της νόσου σε ανθρώπους, για να μπορέσουν να φτιάξουν τα απαραίτητα εμβόλια, εντός εξαμήνου.
Τις λεπτομέρειες και όλα τα στοιχεία που αφορούν το πρόβλημα θα τις βρείτε στο «σαλόνι» αυτού του φύλλου. Εδώ θα προσπαθήσουμε να θέσουμε το ζήτημα στη γενικότερη βάση του, να το δούμε από τη σκοπιά του γενικότερου διατροφικού και οικολογικού προβλήματος, των αιτίων του και των διεξόδων απ’ αυτό το φαύλο κύκλο.
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει καμιά νύξη για τα αίτια της διάδοσης της νόσου των πτηνών. Η θεωρία της μεταφοράς της από τα αποδημητικά πτηνά μπάζει από παντού. Γιατί τα αποδημητικά πτηνά μπορεί να έρθουν σε επαφή και να μολύνουν τις αλανιάρες γαλοπούλες του αγρότη από τις Οινούσσες, δεν έρχονται όμως σε καμιά επαφή με τα υπερσύγχρονα πτηνοτροφία στην Ιταλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου εδώ και πολύ καιρό έχουν παρατηρηθεί κρούσματα της νόσου, για τα οποία δεν έγινε κανένας θόρυβος (για ευνόητους λόγους). Απάντηση, βέβαια, εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε, σημειώνουμε όμως τη σπουδή με την οποία μιλούν για τα αποδημητικά πτηνά, γιατί μας έρχεται στο νου μια άλλη εξίσου σοβαρή πτυχή του διατροφικού σκανδάλου. Οταν το πρώτον εκδηλώθηκε η νόσος Κρόιτσφελντ-Γιάκομπς σε βοοειδή στη Βρετανία ουδείς μας ενημέρωσε για τα αίτιά της. Οταν η νόσος εκδηλώθηκε και στην ηπειρωτική Ευρώπη και πήρε τη μορφή μάστιγας, κάμποσα χρόνια μετά την αρχική εκδήλωσή της, μάθαμε ότι αιτία ήταν η εκτεταμένη χρήση κρεατάλευρων, που στην ουσία μετέτρεπε τα συμπαθή μηρυκαστικά σε σαρκοφάγα.
Κάποιοι βλέπουν πίσω από τις διάφορες εκφάνσεις του διατροφικού σκανδάλου το τίμημα του πολιτισμού. Κάνουν μια γενική «ανθρωποκεντρική» προσέγγιση, παραβλέποντας το γεγονός ότι και ο άνθρωπος και ο πολιτισμός που δημιουργεί έχουν ταξικό πρόσημο. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι -πώς να το κάνουμε- και δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευθύνες. Αλλοι παράγουν και κερδίζουν και άλλοι καταναλώνουν και πληρώνουν. Αντί να φλυαρούμε, λοιπόν, για τον πολιτισμό, έτσι γενικά και αόριστα, καλά θα κάνουμε να μπούμε στην ουσία του ζητήματος.
Ο καπιταλισμός παράγει για το κέρδος, δεν παράγει για να ικανοποιήσει ανθρώπινες ανάγκες. Οι ανάγκες για κατανάλωση διάφορων προϊόντων συνιστούν για τον καπιταλισμό μια αγορά και τίποτ’ άλλο. Εφόσον παράγει προϊόντα για να παράξει, πουλώντας τα, κέρδος, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να μεγιστοποιήσει το ποσοστό του κέρδους. Αδιαφορώντας για τις όποιες άλλες επιπτώσεις, είτε αυτές αφορούν το περιβάλλον είτε την υγεία των ανθρώπων.
Αυτός είναι ο πυρήνας του διατροφικού σκανδάλου, με όσο πιο λίγα και απλά λόγια γίνεται.
Το να επιδιώκεις την αύξηση της παραγωγής δεν είναι κακό. Αν το απομονώσεις ως φαινόμενο, η αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας και της παραγωγής συνιστούν πρόοδο. Ομως δεν μπορείς να το απομονώσεις, γιατί στον καπιταλισμό αυτή η αύξηση γίνεται χωρίς κανένα κοινωνικό ή περιβαλλοντικό κριτήριο. Μόνο κριτήριο είναι το κέρδος. Εισάγονται μέθοδοι αύξησης της παραγωγικότητας μόνο και μόνο για την απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος έναντι του ανταγωνισμού, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει καμιά μελέτη. Ετσι, ο πλανήτης μετατρέπεται σε ένα απέραντο πειραματικό εργαστήριο και οι κάτοικοί του σε πειραματόζωα. Μόνο όταν οι συνέπειες αυτής της αυθαιρεσίας γίνονται ορατές, παίρνονται κάποια μέτρα περιορισμού τους. Και πάντοτε, ακόμα και για τη λήψη αυτών των μέτρων, ξεσπούν διαμάχες, με στόχο τα μέτρα να θίγουν όσο γίνεται λιγότερο τις υπάρχουσες δομές παραγωγής κέρδους. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή στην ΕΕ γίνεται συζήτηση για μια νέα τροποποίηση του κανονισμού του σχετικού με τη χρήση κρεατάλευρων, με κατεύθυνση τη χαλάρωσή του, ενώ ιδιοκτήτες κτηνοτροφικών μονάδων έχουν προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, θεωρώντας ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι υπερβολικά! Την ίδια άποψη έχει και η απερχόμενη γερμανική κυβέρνηση! Εννοείται πως αν χαλαρώσει αυτό το πλαίσιο, θα έχουμε νέο φούντωμα της νόσου των τρελών αγελάδων. Αλλά ο καπιταλιστής βοοτρόφος δεν νοιάζεται γι’ αυτό. Νοιάζεται για το κέρδος του που είναι τόσο μεγαλύτερο όσο περισσότερο ταΐζει τα ζώα του με κρεατάλευρα (πετυχαίνει μεγαλύτερη και γρηγορότερη πάχυνση).
Η έκρηξη της χημικής βιομηχανίας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έβαλε τον παγκόσμιο καπιταλισμό σ’ ένα νέο κύκλο ασυδοσίας. Οι συνέπειες της χρήσης των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας σε όλο το φάσμα της διατροφικής αλυσίδας (από το χωράφι και το στάβλο μέχρι τη βιομηχανική παραγωγή τροφίμων και την οικιακή παρασκευή φαγητού) είναι κυριολεκτικά καταστροφικές. Οι κίνδυνοι δεν είναι καν γνωστοί σε όλο τους το εύρος, γιατί απλούστατα δεν γίνεται έρευνα στην κατεύθυνση της διερεύνησης των πιθανών κινδύνων. Η όποια έρευνα συνήθως ακολουθεί ασθμαίνουσα, όταν πλέον έχουν εμφανιστεί οι βλαβερές συνέπειες. Και επειδή και η έρευνα ελέγχεται απόλυτα από τα καπιταλιστικά μονοπώλια και τα αστικά κράτη, σκοπός της είναι να κουκουλώσει τα πράγματα και να θέσει κάποια όρια, όχι με σκοπό να λύσει το πρόβλημα, αλλά με σκοπό να καθησυχάσει τον κόσμο και να επαναφέρει τους καταναλωτές στην κατανάλωση. Περίπου 1.000 νέες χημικές ουσίες εισάγονται κάθε χρόνο στην παραγωγή (σε όλο το φάσμα, όχι μόνο στα τρόφιμα). Καμία δεν ελέγχεται για την τοξικότητά της ή για τη συνδυαστική δράση της με άλλες ουσίες. Τα όποια αποτελέσματα διαπιστώνονται πάντοτε εκ των υστέρων. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εκατοντάδες παραδείγματα, όμως ο χώρος δεν προσφέρεται. Περιοριζόμαστε μόνο να θυμίσουμε ότι αυτή η ασυδοσία έχει διαπιστωθεί ακόμα και στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο των φαρμάκων. Θυμίζουμε ακόμα την εξοργιστική περιπέτεια των επιτρεπτών συγκεντρώσεων διάφορων βλαπτικών παραγόντων, ακόμα και στα τρόφιμα. Τα περιβόητα ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) ξεκινούν από ψηλές επιτρεπόμενες τιμές και κατεβαίνουν με τα χίλια ζόρια, κάθε φορά που ξεσπά κάποια κρίση και ασκούνται πιέσεις. Για ποια επιστημοσύνη μπορεί να γίνει λόγος, όταν τα επιτρεπτά όρια βλαπτικών παραγόντων γίνονται αντικείμενο παζαριού ανάμεσα στα κράτη, που έχουν την ευθύνη της προστασίας της δημόσιας υγείας, και τις εταιρίες, που έχουν την ευθύνη της μεγιστοποίησης των κερδών των μετόχων τους; Τέλος, θυμίζουμε την ιστορία με τη χρήση κρεατάλευρων στην κτηνοτροφία, που οι παλιοί αναγνώστες της «Κ» γνωρίζουν πόσο αναλυτικά και αποκαλυπτικά την παρουσιάσαμε. Χρόνια γνωστή η νόσος των τρελών αγελάδων στην Αγγλία και τα κρεατάλευρα χρησιμοποιούνταν κανονικότατα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Μόνο όταν η νόσος γνώρισε νέα έκρηξη, πέρασαν σε απαγορεύσεις χρήσης κρεατάλευρων, αφήνοντας και πάλι τεράστια παράθυρα παρεκκλίσεων και έναν ελεγκτικό μηχανισμό σκόπιμα μπαχαλοποιημένο, για να ασυδοτούν πίσω από τις πλάτες του οι καπιταλιστές.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όσα προεκτέθηκαν; Οτι ακόμα και οι ίδιοι οι επιστήμονες που υπηρετούν με ζέση τον καπιταλισμό δεν γνωρίζουν το μέγεθος της ζημιάς που προκαλείται από τη συνεχή προσπάθειά τους να αυξήσουν την παραγωγικότητα με χημικές και άλλες μεθόδους και να προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις για λογαριασμό των οποίων εργάζονται. Ο καπιταλισμός δεν έχει καιρό για τέτοιες ευαισθησίες.
Υπάρχει άραγε διέξοδος απ’ αυτό το φαύλο κύκλο; Η αστική οικολογία προτείνει λύσεις. Δεν είναι τυχαίο που, παρά τις κατά καιρούς συγκρούσεις των φορέων αυτού του ρεύματος με εταιρίες και κυβερνήσεις, γνωρίζει ιδιαίτερη προβολή και τα στελέχη της χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στον αστικό κόσμο. Αυτή η οικολογία είναι πλέον ένας σημαντικός εξισορροπητικός παράγοντας του συστήματος. Γιατί ευαισθητοποιεί ως προς τα αποτελέσματα (συχνά επιλεκτικά μάλιστα) και όχι ως προς τις αιτίες. Γιατί αποκοιμίζει παρά οξύνει τα κοινωνικά ανακλαστικά. Γιατί θεαματοποιεί και δεν κοινωνικοποιεί την οικολογική δράση. Γιατί αφήνει άθιχτες τις βάσεις του καπιταλισμού, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας κάθε επαναστατικό πρόταγμα. Γι’ αυτό και αυτό το ρεύμα δεν αγκαλιάζεται από πλατιές μάζες, παρά την προβολή που έχει. Ας σημειωθεί, ακόμη, ότι σε ό,τι αφορά το διατροφικό σκάνδαλο οι προβεβλημένες οργανώσεις της αστικής οικολογίας έχουν από μηδενική έως ελάχιστη παρέμβαση κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Ξέρουν ότι ειδικά αυτό το θέμα μπορεί να βγάλει κόσμο στους δρόμους, γι’ αυτό και το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Από την άλλη, έχουμε τον πανικό, τις φοβίες και το «ο σώζων εαυτόν σωθείτω». Το είδαμε καθαρά τις τελευταίες μέρες στη χώρα μας. Κόσμος και κοσμάκης έτρεξε στα φαρμακεία να αγοράσει ένα εμβόλιο που δεν του χρειαζόταν. Ενα εμβόλιο που δεν προστατεύει από τη γρίπη των πτηνών. Μόνο και μόνο επειδή η ΕΕ και οι κυβερνήσεις ενθάρρυναν αυτόν τον πανικό, για να αβαντάρουν τα μονοπώλια παραγωγής φαρμάκων, όπως κυνικά παραδέχτηκε ο αρμόδιος επίτροπος της ΕΕ. Αλλοι σπεύδουν να πληρώσουν πανάκριβα προϊόντα με τη σφραγίδα του βιολογικού, γεμίζοντας τα ταμεία κάποιων κερδοσκόπων που έχουν ανακαλύψει τη μηχανή και τη γαζώνουν κανονικότατα. Ολοι αναζητούν το καλό, το υγιεινό, το σίγουρο και στο τέλος ανακαλύπτουν ότι (και πάλι) την πάτησαν. Υποτίθεται πως τρως το καλό τρόφιμο και την ίδια στιγμή αναπνέεις μολυσμένο αέρα, έρχεσαι σε επαφή με καρκινογόνες ουσίες στη δουλειά, αγνοείς μια σειρά βλαπτικούς παράγοντες. Κάποτε έπαψες να τρως βοδινό, επειδή κυκλοφορούσε η Κρόιτσφελντ-Γιάκομπς και το ‘ριξες στο αρνίσιο, μέχρι που ανακάλυψες τη Σκράπι. Εκοψες και το αρνίσιο και το ‘ριξες στα κοτόπουλα και τις γαλοπούλες και τώρα ανακαλύπτεις πως και από εκεί κινδυνεύεις (ρωτήστε τον αρμόδιο συντάκτη της «Κ» να σας πει τι ποσότητες εμβολιασμένης γαλοπούλας από την Ιταλία έχουμε φάει τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας).
Διέξοδος ατομική δεν υπάρχει. Γιατί όλα κινούνται σ’ ένα φαύλο κύκλο. Ξεφεύγεις από το ένα, πέφτεις στο άλλο. Το γράψαμε και παραπάνω: ούτε οι ίδιοι οι καπιαλιστές και οι επιστήμονές τους δεν ξέρουν με ακρίβεια όλη την κατάσταση. Γιατί είναι τόσος ο όγκος των ουσιών με τις οποίες επηρεάζουν την παραγωγή που πλέον τα πράγματα είναι εντελώς ανεξέλεγκτα. Και βέβαια, καμιά ουσιαστική έρευνα δεν γίνεται, παρά μόνο όταν ξεσπούν προβλήματα που δεν μπορούν να τα κουκουλώσουν. Γιατί η έρευνα κοστίζει και από την άλλη μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα ανεπιθύμητα (όχι μπορεί, σίγουρα θα οδηγήσει). Θα πρέπει να καταργηθούν ολόκληρα παραγωγικά μοντέλα, πάνω στα οποία κολοσσοί του βιομηχανικού καπιταλισμού στηρίζουν την κερδοφορία τους. Πριν μερικά χρόνια, οι διευθυντές των μεγαλύτερων ιατρικών επιθεωρήσεων του κόσμου (που κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει ότι… ρέπουν προς τον κομμουνισμό) εξέφρασαν την αντίθεσή τους στον τρόπο με τον οποίο οι φαρμακοβιομηχανίες ελέγχουν την επιστημονική έρευνα, καθορίζοντας την κατεύθυνσή της και τον τρόπο δημοσίευσης των πορισμάτων των ερευνών. Κατήγγειλαν, ότι οι φαρμακοβιομηχανίες, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις, ποδηγετούν την επιστημονική έρευνα και προσπαθούν να την οδηγήσουν «σε κατευθύνσεις που εξυπηρετούν τις τρέχουσες πολιτικές τους». Χρειαζόμαστε μήπως άλλους μάρτυρες για το ότι γιατριά μέσα στον καπιταλισμό δεν υπάρχει; Για το ότι η αναζήτηση της ατομικής λύσης είναι ένα έργο Σισύφειο, αδιέξοδο, αναποτελεσματικό;
Ολα μας οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: ότι η ανθρώπινη κοινωνία, για να προστατευτεί από την καταστροφή, πρέπει να δομηθεί σε άλλη βάση. Μια βάση μη εκμεταλλευτική, μη ανταγωνιστική. Οχι για να λύσει ως διά μαγείας τα προβλήματα, αλλά για να ξεκινήσει έναν σκληρό αγώνα για τη λύση τους. Θα απαιτηθούν τεράστιες προσπάθειες και χρόνος για να γιατρευτούν όλες οι πληγές που έχει δημιουργήσει ο καπιταλισμός, για να μπει μια τάξη στο χάος και στην αναρχία. Γιατί ολόκληρο το παραγωγικό μοντέλο πλέον πάσχει.
Εχουμε γράψει και άλλες φορές ότι δεν μπορεί να νοηθεί οικολογικό και περιβαλλοντικό κίνημα, κίνημα για τη δημόσια υγεία και την ποιότητα ζωής, έξω από το ευρύτερο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Η νέα διατροφική τραγωδία, που τη βιώνουμε αυτές τις μέρες και μας γεμίζει με άγχος και ανασφάλεια, αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας.