Aκόμα και ο αστικός Τύπος σημειώνει ότι η πολιτική κατάσταση «μυρίζει» 2011. Τότε που η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου παρέπαιε και ο πρωθυπουργός της δήλωνε έτοιμος να παραιτηθεί υπέρ ενός ευρύτερου μνημονιακού κυβερνητικού σχήματος. Δεν έχει σημασία αν ο Τσίπρας δηλώνει μάχιμος, ετοιμοπόλεμος και έτοιμος να περάσει τον τελευταίο κάβο. Η σταθερότητα μιας κυβέρνησης δεν κρίνεται από τη σταθερότητα της πλειοψηφίας που τη στηρίζει στη Βουλή, αλλά από το βαθμό της κοινωνικής συναίνεσης που έχει εξασφαλίσει.
Ο Γ. Παπανδρέου διέθετε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όμως είχε χάσει την κοινωνική συναίνεση. Πήρε τις εκλογές τον Οκτώβρη του 2009 με το «λεφτά υπάρχουν», έφερε το πρώτο Μνημόνιο το Μάη του 2010, υποσχέθηκε ότι τα ζόρια θα κρατήσουν το πολύ ένα χρόνο και πάνω στο χρόνο συνέχιζε να φέρνει το ένα μνημονιακό μέτρο μετά το άλλο. Γι' αυτό και δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην εξουσία. Παραιτήθηκε μέσα σ' ένα κλίμα γενικής κατακραυγής, προκειμένου ο ίδιος ν' αποφύγει τα χειρότερα και το σύστημα να μπορέσει να πορευτεί προς την υπογραφή του δεύτερου Μνημόνιου, διαθέτοντας τουλάχιστον μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία τρικομματικής σύνθεσης.
Ο Τσίπρας πήρε τις εκλογές το Γενάρη του 2015 με το «Μνημόνια τέλος», υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο επτά μήνες αργότερα, εκμεταλλεύτηκε το σάστισμα και τη σύγχυση του κόσμου για να ξανακερδίσει τις εκλογές το Σεπτέμβρη, όμως η νίκη του ήταν πύρρειος. Αυτό δεν το λέμε εκ των υστέρων, το επισημάναμε από την επαύριο των εκλογών, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες της «Κόντρας». Η πολύ μεγάλη απώλεια ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τον Γενάρη, η οποία «καλύφθηκε» πίσω από την έκρηξη της αποχής (και επομένως την εμφάνιση ως ιδιαίτερα υψηλού του εκλογικού ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ), ήταν το ασφαλέστερο δείγμα γι' αυτό που θα ακολουθούσε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ (και οποιοδήποτε άλλο αστικό κόμμα βρισκόταν στη θέση του) θα μπορούσε να ξανακερδίσει -αν όχι την υποστήριξη, τουλάχιστον- την ανοχή της εργαζόμενης κοινωνίας, αν είχε τα περιθώρια να κάνει δυο-τρεις εκτονωτικές κινήσεις. Ως μνημονιακό αστικό κόμμα, που είχε αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις στο πλαίσιο του Μνημόνιου, όμως, δεν είχε περιθώρια για τέτοιες κινήσεις. Αντίθετα, ήταν ζήτημα πολύ λίγου χρόνου να ξεβρακωθεί για δεύτερη φορά, καθώς είχε κοροϊδέψει τον κόσμο με τα υποτιθέμενα ανοιχτά ζητήματα τα οποία δήθεν ήταν ο πιο κατάλληλος για να διαπραγματευθεί σκληρά. Πλέον, ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο αυτοί που αρνήθηκαν να τον ψηφίσουν το Σεπτέμβρη, αλλά και μεγάλο μέρος απ' αυτούς που τον ψήφισαν. Γιατί όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι τα χειρότερα δεν πέρασαν, αλλά βρίσκονται μπροστά μας. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να τους κάνει να ελπίζουν ότι κάτι -έστω κάτι- μπορεί να βελτιωθεί. Κανένα αφήγημα, κανένα πολιτικό παραμύθι με φουρτουνιασμένους κάβους που οδηγούν σε ειδυλλιακά φωτισμένα τοπία, δεν μπορεί να πείσει έναν μπαϊλντισμένο κόσμο, που αυτά τα παραμύθια τα έχει ξανακούσει πολλές φορές από τότε που άρχισε να φυσάει η θύελλα των Μνημονίων.
Ο εργαζόμενος λαός όχι μόνο δε βλέπει, αλλά ούτε πρόκειται να δει κανένα φως στο βάθος του ορίζοντα. Θα εξακολουθήσει να βλέπει μόνο αβάσταχτα χαράτσια, φτώχεια, ανεργία και καταστροφή προλεταριακών και μικροαστικών στρωμάτων. Κανένας δε χόρτασε με λόγια και υποσχέσεις για μελλοντικά ξέφωτα. Επομένως, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να περάσει χωρίς απώλειες από τη Βουλή το αντιασφαλιστικό έκτρωμα του Κατρούγκαλου, θα εξακολουθήσει να είναι μια κυβέρνηση υπό κατάρρευση. Οπως ήταν η κυβέρνηση Παπανδρέου το 2011 και η συγκυβέρνηση Σαμαρά το 2013-14.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η πορεία κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται και πορεία κατάρρευσης του συστήματος ή έστω της σκληρής πολιτικής των Μνημονίων. Αυτή η αυταπάτη κυριάρχησε το 2011, ξαναφούντωσε το 2014, ας μην τριτώσει το κακό. Το 2011 είχαμε το ογκώδες «κίνημα των αγανακτισμένων». Τότε ζωγραφίστηκαν για πρώτη φορά στα πανό τα ελικόπτερα που υποτίθεται πως θα γλίτωναν τους κυβερνώντες από τη λαϊκή οργή. Τότε φωνάχτηκαν τα ανάλογα συνθήματα. Η λογική της μη βίας και του «όχι κόμματα» οδήγησε αυτό το κίνημα όχι μόνο στην ήττα, αλλά και στον εκφυλισμό. Εκτοτε, ο λόγος δόθηκε αποκλειστικά στην ψήφο. Αυτή η αποκλειστικότητα της ψήφου έφερε τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη το 2012 και τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου το 2015.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το σύστημα κατάφερε να συνεχίσει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα την πολιτική των Μνημονίων. Υπό διαφορετικούς πολιτικούς όρους κάθε φορά, αλλά ίδια στην ουσία της. Χωρίς την παραμικρή υποχώρηση ή χαλάρωση αυτής της πολιτικής. Επειδή, λοιπόν, κάποιοι άρχισαν να ξανατραγουδούν στις διαδηλώσεις για ελικόπτερα απόδρασης (με επιβάτες τον Τσίπρα και την παρέα του αυτή τη φορά), θα θέλαμε να ρωτήσουμε: ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν στην πεποίθηση ότι η κατάρρευση της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου θα οδηγήσει σε αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική πολιτική; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με την περίοδο 2010-2015; Τελείωσαν μήπως οι εφεδρείες σχημάτων διακυβέρνησης, ώστε το σύστημα -έντρομο μπροστά στους κινδύνους της ακυβερνησίας- να υποχωρήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων στην οικονομική και κοινωνική πολιτική του, προκειμένου να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί;
Αν είχαμε ένα ογκώδες, μαχητικό και ανυποχώρητο κίνημα που θα απειλούσε να παραλύσει τη λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής και του κράτους της, θα μπορούσε να θεωρηθεί βάσιμη μια τέτοια πρόβλεψη, μολονότι θα απαιτούνταν η συνδρομή και άλλων παραγόντων για να περάσουμε από τη βασιμότητα στη βεβαιότητα. Τέτοιο κίνημα δεν υπάρχει, οπότε τα ιδεολογήματα του τύπου «να πέσει η κυβέρνηση από τα κάτω και από τ' αριστερά», που δεν έπαψαν ποτέ να επαναλαμβάνονται, περισσότερο ως προεκλογικά σλόγκαν αυτών που τα εκφέρουν λειτουργούν (με ισχνά αποτελέσματα και σ' αυτόν τον τομέα), παρά ως συνθήματα δράσης που προσπαθούν να φωτίσουν το δρόμο ενός μαχητικού κινήματος.
Η αστική πολιτική έχει αποδείξει ότι μπορεί να παράγει λύσεις διακυβέρνησης και σε πιο δύσκολες συνθήκες. Οτι μπορεί να ξεπερνά ακόμα και την πίεση πραγματικά μαζικών και μαχητικών κινημάτων και στη συνέχεια να ανακτά τις απώλειες που ενδεχομένως είχε. Η περίπτωση της Αργεντινής είναι ένα σχετικά πρόσφατο διδακτικό παράδειγμα. Ετσι, τα διεκδικητικά εργατικά και λαϊκά κινήματα θυμίζουν τον Σίσυφο. Εκεί που νομίζουν πως έφτασαν στην κορυφή βρίσκονται και πάλι στον πάτο, με το βράχο πάντοτε στην πλάτη τους.
Αυτό καθίσταται δυνατό γιατί από τα αυθόρμητα κινήματα των εργαζόμενων μαζών -όση μαχητικότητα κι αν επιδείξουν- απουσιάζει το κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής οργάνωσης και του επαναστατικού προσανατολισμού. Οι «κινηματικοί», μ' άλλα λόγια οι αυθορμητιστές (ή γιαλαντζί αυθορμητιστές, γιατί συχνά πίσω από τον αυθορμητισμό τους κρύβεται απλά η πιο αισχρή ψηφοθηρία), αρέσκονται να χρησιμοποιούν μια φράση του Μαρξ: «Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι πιο σπουδαίο από μια δωδεκάδα προγράμματα». Ετσι, βγάζουν και τον Μαρξ… αυθορμητιστή. Η φράση αυτή, αποσπασμένη από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μετατρέπεται στο αντίθετό της! Αναφερόμενος στο απαράδεκτο «Πρόγραμμα της Γκότα», ο Μαρξ έγραφε στον Μπράκε (και στους Γκάιμπ, Αουερ, Μπέμπελ και Λίμπκνεχτ) πως αντί για ένα κοινό πρόγραμμα με τους Λασαλικούς «που διαφθείρει το κόμμα», θα έπρεπε να περιοριστούν σε μια «συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό» και ν' αφήσουν το πρόγραμμα γι' αργότερα. Ο Μαρξ δεν μιλάει περιφρονητικά για τα προγράμματα αρχών, αλλά -αντίθετα- ξιφουλκεί ενάντια σ' ένα οπορτουνιστικό πρόγραμμα. Και εξηγεί ότι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι που το πρόγραμμα «θα το προετοίμαζε μια μακρόχρονη κοινή δράση», ώστε να είναι επαναστατικό.
Είναι περιττό, βέβαια, να θυμίσουμε σ' όλους αυτούς, όχι μόνο τη φράση του Λένιν: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα», αλλά ολόκληρη τη θεωρητική ανάλυση στο μνημειώδες έργο του «Τι να κάνουμε;». Ανάλυση που τείνει -όπως και η ανάλυση του Μαρξ- στην αναγκαιότητα πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, που σημαίνει ένωση της πρωτοπορίας πάνω στη βάση ενός επαναστατικού προγράμματος μετάβασης στον κομμουνισμό και συγκρότηση ενός μαχητικού μηχανισμού προπαγάνδας, ζύμωσης και οργάνωσης της εργατικής τάξης, ικανού να ξεσκεπάζει την αστική πολιτική σε όλες της τις εκφάνσεις, να αποκαλύπτει έγκαιρα και έγκυρα όλες τις μανούβρες της και να αποτελεί το συλλογικό καθοδηγητή του κινήματος, για τις άμεσες διεκδικήσεις του και για την επαναστατική προοπτική του. Οι μπολσεβίκοι έμειναν στην Ιστορία ως το αποτελεσματικότερο επαναστατικό ρεύμα, επειδή δεν υποκλίθηκαν στον αυθορμητισμό των άλλων ρευμάτων, αλλά -χωρίς να παραμελούν τη συμμετοχή τους στην ταξική πάλη- καταπιάστηκαν με την οικοδόμηση ενός τέτοιου κόμματος.
Πέτρος Γιώτης